Γεννήθηκα το 1921 στη Λωζάνη, αλλά μεγάλωσα στην Αθήνα, στην Πατριάρχου Ιωακείμ, στο Κολωνάκι, όπου εξακολουθώ να κατοικώ. Ταξίδεψα, βέβαια, πολύ κι έζησα αρκετά χρόνια στο εξωτερικό, όμως στο τέλος πάντα εδώ γυρνούσα. Η Αθήνα είναι πια η μοίρα μου και δεν έχω άλλη επιλογή από το να την αγαπήσω με τα καλά και τα ανάποδά της.
• Ζει μια παρακμή η πόλη μας και η ατμόσφαιρα στο κέντρο είναι αποπνικτική, απαισιόδοξη. Πόλη και πολίτες χρειαζόμαστε επειγόντως ανάπλαση! Όμως η Αθήνα εξακολουθεί να διαθέτει μια οικειότητα που σε κερδίζει. Συχνά στον δρόμο με χαιρετούν άγνωστοι, έχει τύχει να με αναγνωρίσουν ταξιτζήδες ή λαϊκοί, καθημερινοί άνθρωποι που δεν περίμενα να διαβάζουν την ποίησή μου – κάτι συγκινητικό που δεν έχω συναντήσει αντίστοιχα σε άλλες μεγαλουπόλεις όπου έζησα.
• Βεβαίως και συνεχίζω να γράφω ποίηση. Είναι καταρχάς μια εσωτερική ανάγκη, που όμως διαμορφώνεται διαφορετικά κατά εποχές. Το έναυσμα ήταν η ποίηση του Καβάφη που ανακάλυψα στα 14 χρόνια μου σε μια έκθεση βιβλίου. Σε αυτόν βρήκα έναν χαρακτήρα υπαρξιακό που με αφορούσε πολύ ως έφηβο, αντίθετο με την εθνικοϊστορική ποίηση του Κάλβου, του Σολωμού ή του Παλαμά. Πρωτοδημοσίευσα στα «Νέα Γράμματα» το 1939, σε ηλικία 18 ετών. Γρήγορα όμως ήρθε ο πόλεμος και η Κατοχή, που βρήκε το μισό μας σπίτι επιταγμένο από Γερμανούς αξιωματικούς. Φανταστείτε ότι στο άλλο μισό οργανώναμε κρυφά αντιστασιακές συγκεντρώσεις!
Ναι, είμαι σαφώς πιο κοντά στην Αριστερά, όχι τόσο ιδεολογικά όσο ανθρωπιστικά και οικολογικά. Δεν επιθυμώ, όμως, την κατάργηση, αλλά τη διεύρυνση της δημοκρατίας και φοβάμαι ότι πολλοί αριστεροί παραμένουν προσηλωμένοι σε αγκυλώσεις του παρελθόντος.
• Υπήρξε τότε πολλή πείνα, πολλή δυστυχία, πολύς θάνατος. Δεν ξεχνιούνται αυτά άμα τα έχεις ζήσει. Γι' αυτό πρέπει να συνεχίζουμε να πιέζουμε τους Γερμανούς να ξεπληρώσουν πολεμικές αποζημιώσεις και κατοχικό δάνειο. Την ίδια περίοδο, ωστόσο, γράφτηκαν μερικά από τα σημαντικότερα ελληνικά ποιήματα: ο «Μπολιβάρ» του Εγγονόπουλου, η «Αμοργός» του Γκάτσου, ο «Ήλιος ο Πρώτος» του Ελύτη, η «Ενδοχώρα» του Εμπειρίκου... Μαζευόμασταν και τα διαβάζαμε, θυμάμαι, μεταξύ μας κάθε βδομάδα στο σπίτι του Εμπειρίκου στα Πατήσια.
• Ιούνιο του '44, βλέποντας τον Εμφύλιο να έρχεται, αποφασίζω απογοητευμένος να φύγω. Μετά από ένα μακρύ, περιπετειώδες ταξίδι στο Αιγαίο, το καΐκι πιάνει τουρκικά παράλια. Από κει φτάνω στο Χαλέπι της Συρίας, σε ένα εγγλέζικο στρατόπεδο προσφύγων. Καθ' οδόν προς τον Λίβανο διαφεύγω από φρουρούμενο τρένο και με τη βοήθεια μια Ελληνοεβραίας φίλης βγάζω διαβατήριο.
Πηγαίνω στο Κάιρο κι από κει στο Λονδίνο, όπου με τη στήριξη του Σεφέρη –τον οποίο μεταφράζω στα αγγλικά το '48– σπουδάζω Αγγλική Λογοτεχνία και μεταφράζω Έλληνες ποιητές. Αρχικά είχα μεγάλο άγχος, όντας νέος και μετανάστης, όμως με αποδέχτηκαν με θαυμασμό, όντας ο μόνος Έλληνας ποιητής που δραπέτευσε από τη γερμανοκρατούμενη Ελλάδα. Έμεινα εκεί εννιά χρόνια, γνώρισα τον Τ.Σ. Έλιοτ, τον Ντύλαν Τόμας, τον Όντεν, έκανα κι έναν πρώτο γάμο.
Το '54 φτάνω στο Παρίσι, που βρήκα πιο φιλικό, πιο οικείο. Σπουδάζω μυκηναϊκή αρχαιολογία (είχε μόλις αποκωδικοποιηθεί η Γραμμική Β') και η Αμερικανίδα ζωγράφος Μαίρη Γουίλσον, μέλλουσα γυναίκα μου, με εισάγει στον κύκλο των σουρεαλιστών και με συστήνει στον γοητευτικό, πλην αυταρχικό Αντρέ Μπρετόν. Να πω, βέβαια, ότι εφαρμοσμένο σουρεαλισμό έχουμε και στη σύγχρονη Ελλάδα! Συμβαίνει, ξέρετε, συχνά σε μικρές χώρες, όπου κατοικούν προικισμένοι αλλά ολίγον χαοτικοί λαοί.
• Πίσω στην Αθήνα εκδίδω μεταξύ '63-'67 το «Πάλι», ένα περιοδικό-ορόσημο για την εποχή. Έρχεται όμως η Χούντα και υποχρεώνομαι πάλι να ξενιτευτώ, Αμερική αυτήν τη φορά. Φτάνω στο Σαν Φρανσίσκο για να διδάξω συγκριτική λογοτεχνία και δημιουργική γραφή, με την κουλτούρα των χίπις και της αμφισβήτησης στο απόγειό της. Μια κουλτούρα μαζική με χαρακτήρα αποκαλυπτικό, βραχύβια δυστυχώς, την οποία διαδέχθηκε άγρια αντίδραση και καταστολή.
Μας άφησε, όμως, σπουδαία κληρονομιά. Πιθανόν, μάλιστα, να ξαναζήσουμε παρόμοιες καταστάσεις, ειδικά εφόσον η εκρηκτική κατάσταση στη μεταχιτλερική-μετασταλινική Ευρώπη ευνοεί το εξεγερσιακό κλίμα. Επιστρέψαμε, βλέπετε, στον δογματισμό, μέσω μιας ολοκληρωτικού τύπου οικονομίας και μιας σχετιζόμενης με αυτήν ηθικολογίας παντελώς αστήρικτης, που φυσικά εκφράζουν μόνο τα συμφέροντα λίγων ισχυρών.
Η αμφισβήτηση του '60 ήταν περισσότερο ποιητική, η επόμενη θα έχει έναν πιο κοινωνικό χαρακτήρα. Στην Αμερική έμεινα 30 χρόνια, μου φέρθηκαν άψογα, ο Φερλινγκέτι με εξέδωσε στις θρυλικές underground εκδόσεις CityLights, με βράβευσε αργότερα η Αμερικανική Εταιρεία Ποίησης (1996), όμως με κούρασαν η αποξένωση και οι μεγάλες αποστάσεις ανάμεσα σε τόπους και ανθρώπους. Επέστρεψα, λοιπόν, οριστικά στην Αθήνα το '93, όπου εκτελώ πλέον όλες μου τις δραστηριότητες, από το περιοδικό «Συντέλεια» που έβγαζα μαζί με τον ποιητή Ανδρέα Παγουλάτο (1989-95), μέχρι ό,τι ποιήματα, άρθρα, θεατρικά κ.λπ. παρήγαγα μέχρι τώρα.
• Ναι, είμαι σαφώς πιο κοντά στην Αριστερά, όχι τόσο ιδεολογικά όσο ανθρωπιστικά και οικολογικά. Δεν επιθυμώ, όμως, την κατάργηση, αλλά τη διεύρυνση της δημοκρατίας και φοβάμαι ότι πολλοί αριστεροί παραμένουν προσηλωμένοι σε αγκυλώσεις του παρελθόντος.
Με είχε, ξέρετε, τρομάξει το ενδεχόμενο να συνεργαστεί η ΝΔ με τη Χρυσή Αυγή, το νεοναζιστικό αυτό μόρφωμα, που μάλλον τριτοκοσμική θρησκεία βουντού θυμίζει. Γι' αυτό και έγραψα εκείνη την επιστολή στον πρωθυπουργό. Χρειάστηκε, τελικά, να υπάρξει ένας Έλληνας νεκρός, ο άτυχος Παύλος Φύσσας για να αρχίσει να αλλάζει κάτι. Για να δούμε..
• Θαυμάζω την ποικιλομορφία και τον πλούτο –πνευματικό, καλλιτεχνικό, θεσμικό, δικαιωματικό κ.λπ.– του δυτικού πολιτισμού. Σε αυτόν υποτίθεται μετέχουμε και οι Έλληνες, το αρνητικό όμως για μας, όπως διαπίστωσα και προσωπικά τα χρόνια του ξενιτεμού, είναι πως οι Δυτικοί γενικά μας σνομπάρουν, δεν μας βλέπουν ισότιμα, παρά σαν ένα απομεινάρι ενός χαμένου θαυμαστού πολιτισμού που οι ίδιοι οικειοποιήθηκαν. Και εμείς, βέβαια, υπήρξαμε αντίστοιχα επιφυλακτικοί, ως και εχθρικοί απέναντί τους, οι μνήμες του 1204 δεν έχουν σβήσει από το συλλογικό ασυνείδητο. Ήμασταν, επιπλέον, άτυχοι ιστορικά και γεωγραφικά, ενώ είχαμε και τους Τούρκους τόσα χρόνια... Ευτυχώς, κάποιες περιοχές είχαν τους Βενετούς!
• Η ανάπτυξη που πρεσβεύω είναι η πολιτιστική. Να ανακαλύψουμε και να αξιοποιήσουμε τη δική μας ταυτότητα χωρίς φόβο και πάθη, χωρίς κόμπλεξ μειονεξίας ή ψευτοανωτερότητας. Ούτε εκλεκτός λαός είμαστε, ούτε του πεταμού. Αυτό που επιχείρησα να κάνω κι εγώ με τον Όμηρο, σαν διαπίστωσα ότι το περιεχόμενο των ραψωδιών δημιουργήθηκε με βάση το αλφάβητο, κάτι που ένας ξένος ερευνητής δυσκολεύεται να κατανοήσει.
Η θεματική ακροφωνική μέθοδος μάς δείχνει πως λέξεις που αρχίζουν από «α» δομούν τη ραψωδία Α, λέξεις από «β» τη ραψωδία Β κ.λπ. Αυτό, παράλληλα με αντίστοιχα συμπληρωματικά θέματα στα δύο έπη – ο Όμηρος, βλέπετε, θέλησε να δώσει μια πολιτιστική υπόσταση στο νέο αλφάβητο.
• Ο πολιτισμός είναι φυσικός μας σύμμαχος και τον έχουμε περίσσιο – ας παραδειγματιστούμε από το πώς ανέπτυξαν στη Δύση τον δικό τους. Είμαι φυσικά υπέρ της διδασκαλίας των Αρχαίων, όμως τη θέλω διαφορετική, με έμφαση στον πολιτισμό των αρχαίων και το περιβάλλον τους – κι ας μαθαίνουμε λιγότερη γραμματική και συντακτικό. Και όχι μόνο την αττική διάλεκτο αλλά και στοιχεία από τη γεμάτη σύμβολα σφηνοειδή γραφή των Μυκηναίων, έτσι, σαν παιχνίδι!
Με αυτό τον τρόπο ανοίγουν τα μυαλά των παιδιών, όχι με άχρηστες παπαγαλίες. Καμιά γλώσσα, ξέρετε, δεν είναι νεκρή όσο υπάρχει καταγραμμένη, άσχετα αν δεν μιλιέται – νεκρά θεωρούνταν για αιώνες και τα εβραϊκά, αλλά το 1948 έγιναν επίσημη γλώσσα του Ισραήλ. Ακόμα και η καθαρεύουσα διαθέτει μεγάλο πλούτο εκφραστικότητας και εννοιολογικών αποχρώσεων, είναι δηλαδή ένα χρήσιμο ποιητικό εργαλείο.