Το ποίημα του Νάνου Βαλαωρίτη «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Κριτήριο», τεύχος 1, Δεκέμβριος 1965, και ανήκει στη σειρά «Αντιποιήματα» (είναι το τρίτο μέρος της).
Τα «Αντιποιήματα» εκδόθηκαν σε ξεχωριστό τεύχος του περιοδικού «Κούρος», το 1972. Εκεί το «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» ήταν κάπως αλλαγμένο (μερικοί στίχοι του είχαν ενσωματωθεί στο ποίημα «Ω ξειν αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις…»). Εδώ αντιγράφω την αρχική εκδοχή του από το «Κριτήριο».
Πρόκειται για ένα ποίημα μακροσκελές, αναπτυγμένο σε εφτά στροφές, που παίρνει αφορμή από τα γεγονότα που συντάραξαν την Ελλάδα στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60.
Δεν είμαι σίγουρος πότε ακριβώς γράφτηκε, και αν γράφτηκε μονοκοπανιά, όπως λέμε, ή κατά τμήματα – αν φθάνει, δηλαδή, έως και τα Ιουλιανά του ’65, το βασιλικό πραξικόπημα και την Αποστασία. Πάντως οι στίχοι… «Όπως αυτόν που σκότωσαν/ Πέρσυ τέτοιαν εποχή/ και ακόμα περιφέρεται/ Το ζωντανό του λείψανο…/ Τον επιτάφιο θρήνο του» δεν θα είναι άστοχο αν λέγαμε πως σχετίζονται με τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη…
Ανεξαρτήτως, και σε κάθε περίπτωση, το ποίημα μοιάζει σαν να γράφτηκε χθες…
Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει
1
Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει
Κι ας είναι πάντα κλονισμένη
Εις το έπακρον η υγεία της
Κι ας υποφέρει από ατροφία
Σκλήρυνση στον εγκέφαλο
Και ακρομεγαλομανία
Κατηχώντας δια της βίας
Όταν πια δεν της περνάει
Από το χέρι τίποτα
Προσπαθώντας να ντυθεί
Με τα πιο παλιά της ρούχα
Υπολείμματα Παιδείας
Αρχαίου κόσμου κι Εκκλησίας
Η πολιτική το επάγγελμα
Αυτών που δεν πιστεύουν –
Κι η φθορά των Ιδεών
Μεσ’ τα ερείπια των θεσμών…
Των οκνηρών και αμαθών
Οι λείες τ’ αξιώματα
Ανώτατα ή Κατώτατα
Με δέκα κι είκοσι χιλιάδες
Αποκτιούνται δικαιώματα
Πουλιούνται κι αγοράζονται
Οι διορισμοί σαν πτώματα
Υπό τον όρον να…
Εκβιάζονται αντιλήψεις
Και να μένουν οι προλήψεις
Που ακόμα κυβερνούν
Από ένα παρελθόν απώτατο
Με το σταυρό με το σπαθί
Με το έτσι θέλω και - δεν - έχω
Να - δώσω - λόγο - σε - ΚΑΝΕΝΑΝ!
2
Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει
Απρογραμμάτιστη, παραλυμένη
Σ’ ένα ράφι ξεχασμένη
Στο «Μικρό Παντοπωλείο»
Της τεμπελιάς και της αμάθειας
Της ατιμίας ο καρπός
Με χαρτί περιτυλίγματος
Όπου βάνουν τις ελιές
Και της αράχνης ο ιστός
Ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα
Μεσ’ τα μάτια και τ’ αυτιά –Η παρθενιά της ξηλωμένη
Και ξαναμπαλωμένη
Όπως του φτωχού το πάπλωμα…
Ψυχομαχάει μα δεν πεθαίνει
Όσο και να μπαινοβγαίνει
Από την πόρτα τη στενή
Του φεγγαριού το ξόδι
Mια κεφαλή επί πίνακι
Το αίμα τρέχοντας σαν το νερό
Στ’ αυλάκια της συνείδησης
Και στα χωριά υψωμένη
Σαν μια μπαντιέρα απάνθρωπη
Πως ήταν τάχατες σημαδιακό
Με το στόμα του ανοιχτό
Ένα κεφάλι μαντικό
Να φοβηθούνε τα πουλιά
Και να το δούνε τα παιδιά
που βγαίνουν απ’ την εκκλησιά
Να κάνουν το σταυρό τους
Πριν να το ρίξουν στο γιαλό
Πριν να το θάψουν μέσα τους
Μη ξυπνήσει και μιλήσει
Μην ξαναρχίσει το ΚΑΚΟ –
Όπως το χάος το αρχικό…
3
Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει
Όλο τη στίβουν σαν λεμόνι
Μα δεν βγαίνει άλλο γαλόνι
Στον τενεκέ των σκουπιδιών
Το ΕΛΙΞΗΡΙΟ των Θεών
Μ’ αυτό που αλείβαν άλλοτες
Τους μυημένους των θνητών…
Μόνο βούρλα μεσ’ τους βάλτους
που φυτρώνουν όπου έπεσε
Της φαντασίας ο σπόρος
Κι ένα χέρι ναυτικό
Ενός παλιού αναθήματος…
Μεσ’ τ’ ανοίγματα γλιστρώντας
Ένα φίδι γραμμωτό
Σαν τη μεγάλη μοναξιά
Μεσ’ το μυαλό και την καρδιά
Το κυπαρίσσι - φάντασμα
Όπως μια πολύ θλιμμένη
Που όταν γεννιέται μια φορά
Δεν μπορεί πια να πεθάνει
Ώσπου να ’ρθει η Συντέλεια.
Κάτω απ’ τη δάφνη την πικρή
Στο λύκο ανάμεσα και το σκυλί…
Είναι η Ελλάδα σήμερα
Ένα φέρετρο από φως
Που σκοτώνει κάθε ελπίδα
Είναι το μάταιο όνειρο
Του κληρονόμου που έρχεται
Να παραλάβει τα χαρτιά
Μιας μικρής ιδιοκτησίας
Που κανείς δεν ξέρει αν είναι
Και πού είναι αν είναι ακόμα!
Κι έτσι η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει
Κι όμως εύκολα της βγαίνει
Η ψυχή από το στόμαΚαι το μάτι αν όχι τ’ όνομα
Γύρω - γύρω κυκλωμένη
Απ’ τον Άχαρο Καιρό
που τη χτύπαγε από πίσω
Χωρίς ποτέ να φαίνεται
Ποιος να ’ναι αυτός που ΕΣΤΕΡΞΕ
Να της ανοίξουν την πληγή
Να μπάσουν μέσα τον οχτρό
Να της κόψουν το λαιμό
Να την ρίξουν στο ΠΗΓΑΔΙ
Να στοιχειωθεί η αλήθεια…
Κι από ψηλά κρεμάμενη
4
Κι όμως η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει
Αλλά πάντα χτυπημένη
Απ’ την δεξιά μεριά της
Κι απ’ την αριστερή σκισμένη
Ώσπου να βγούνε τ’ άντερά της
Στολισμένη πλουμισμένη
Σαν την αρραβωνιαστικιά
που θα την πάρει ο Χάροντας
Σ’ ένα ποίημα - παραμύθι
Για μεγάλους και παιδιά…
Μια για - πάντα - πια πνιγμένη
Που ουδέποτε ανασταίνεται
Όπως αυτόν που σκότωσαν
Πέρσυ τέτοιαν εποχήκαι ακόμα περιφέρεται
Το ζωντανό του λείψανο…
Τον επιτάφιο θρήνο του
Με μουσικές και τούμπανα
Με λόγους και κηρύγματα
Ακούει και τον θάβουνε
Χωρίς να βγάζει άχνα…
Μην αρχίσουνε τα ίδια
Από τον Άννα στον Καϊάφα
Και των χεριών το πλύσιμο
Το αίμα να μη βγαίνει
Να μη φεύγει απ’ τα πατώματα
Από τις πλάκες της αυλής
Από τους τοίχους και τις στέγες
Και το Ποτάμι τ’ Ουρανο
ύΚόκκινο σαν τους μπερντέδες…
5
Άθελά της την καρφώνουν
Σε σανίδα σωτηρίας
Οι δυνατοί του κόσμου
Οι ληστές και τα μπουλούκια
Γραμματείς και Φαρισαίοι
Που την έχουνε δεμένη
Με σχοινιά και με παλούκια
Για να μην ξημερωθεί
Στον ίδιο τόπο τον στενό
Που τη θέλουν πλαγιασμένη
Όπως μια περισπωμένη
Από λόφους και βουνά
Που έχουν σχήμα ανθρώπινο…
Αιώνια καταδικασμένη
Εν τάφω εν ζωή να μένει.
6
Κι εν τούτοις η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει
Μα στον ύπνο βυθισμένη
Στριφογυρίζει ανήσυχη
Βλέποντας όνειρα κακά
Πως θα τη φάει ο δράκοντας
Ανατολής και Δύσης
Καθώς πάει παρακαλώντας
Να της μιλήσει ο αμίλητος
Να τη χωρέσει ο αχώρητος
Να κινηθούν τ’ ακίνητα
Να ειπωθούν τ’ ανείπωτα
Πριν να τα πάρει ο όρθρος
Της νύχτας πνεύματα κακά
Φτερουγίζοντας σαν τα πουλιά
Προς τα πίσω ή προς τα μπρος
Προς τα μέσα ή προς τα έξω
Προς τα πάνω ή προς τα κάτω…
Κι ό,τι πάει να γίνει
Σβύνοντας σαν το κερί
Την τελευταία στιγμή
Μόλις φυσήξει η σάλπιγγα
Ενώ ξαναγκρεμίζονται
Τα τείχη της σαν ιδεώδη
Και καίγονται τα δέντρα της
Σαν έρχεται το καλοκαίρι
Και τα παιδιά της φλέγονται
Να πάνε σ’ άλλα μέρη
Μήπως συμβεί τ’ ανεπανόρθωτο
Κι αλλάξει η επωδός
Και μαθευτεί μια μέρα
Πως η Ελλάδα ΠΕΘΑΝΕ.
7
Κι ας μη ζούσε από καιρό
Παρά σε κάποιου τ’ όνειρο
Που του πέρασε απ’ το νου
Σαν αγέρας πρωινός
Σαν καπνός του ΔΕΙΛΙΝΟΥ.
σχόλια