ΚΙΝΗΣΗ

Αγαπάω και αδιαφορώ****

Αγαπάω και αδιαφορώ**** Facebook Twitter
1
Αγαπάω και αδιαφορώ**** Facebook Twitter

4 παρά τέταρτο τα ξημερώματα, Λεωφόρος Αλεξάνδρας. Δεν κατάλαβε πως βρέθηκε εκεί. Ξεχάστηκε, μέχρι και τα ρολόγια νυστάξανε. Κάτι μανιασμένα τζιτζίκια ακούγονται, κοντοστέκεται και στήνει αυτί, απορεί πως ζούνε στο κέντρο της Αθήνας. Δε μπουκώνουν από το καυσαέριο; Κουτρουβαλάει κρατώντας ένα κουτάκι μπύρας. Πατάει τα κορδόνια του, βρωμοκοπάει ιδρώτα, δε φυσάει καθόλου. Τουλάχιστον δεν έχει αμάξια, ούτε ανθρώπους, ούτε περαστικούς. Μόνο οι αδέσποτοι κυκλοφορούν αυτές τις ώρες. Χαζεύει τα λερωμένα κτίρια, τις αφίσες από τις καλοκαιρινές συναυλίες.


Σταματάει σε ένα ανοιχτό περίπτερο, παίρνει άλλο ένα κουτί μπύρας. Περπατάει, κοντεύει να βγει Βουλιαγμένης. Στη διαδρομή αρχίζει να τραγουδάει σαν βραχνιασμένος γάτος: "Αγαπάω και αδιαφορώ". Ναι ρε φίλε, αγαπάει και αδιαφορεί. Εντάξει πίνει και μπύρες. Κορνάρουν και γελάνε, γυρνάει και βλέπει κάτι ξέκωλα μέσα σε ένα αμάξι. Τους χαμογελάει και αυτός. Έχει το ηλίθιο χαμόγελο του μεθυσμένου βλάκα.


Συνεχίζει απτόητος και φάλτσος. Βλέπει φωτάκια μπροστά του, βλέπει και τα χρυσοπράσινα της μάτια. Μήνες τώρα τα κοιτάει στα κλεφτά. Ούτε μια κουβέντα, μια λέξη, μια καλημέρα, έστω μια καλησπέρα. Τίποτα. Ακούει που και που τη φωνή της, το γέλιο της και νιώθει να ανασταίνεται από το χειμώνα που είχε πλακώσει μέσα στη ψυχή του χρόνια τώρα. Η φωνή της, είναι το τραγούδι του και ας μην απευθύνεται ποτέ σε αυτόν. Δε ζητιανεύει τις λέξεις τις. Κάποτε αυτό το στόμα το φιλούσε νύχτα και μέρα, προτιμά να μένει με την ανάμνηση παρά να παρακαλάει για ένα φθόγγο.


Μια μέρα την έπιασε από το μπράτσο. Δειλά και απαλά. Λες και άγγιζε σπουργίτι. Ποτέ δεν κατάλαβε ότι οι φαινομενικά αγριάνθρωποι είναι και οι πιο ευγενικοί συνάμα. Του πέταξε σα μπάτσο στο πρόσωπο ένα ειρωνικό γέλιο, του έδωσε και μια ξιπασμένη απάντηση και αυτό ήταν. Ήθελε να την βρίσει αλλά ξεχάστηκε κοιτώντας την πράσινη πιτσιλιά μέσα στο μάτι της. Είχε να αγγίξει το χέρι της χρόνια. Σάστισε. Τόσος καιρός και τόσα χέρια πέρασαν από τότε. Τι σημασία έχει, πόσα ζευγάρια χέρια νομίζεις ότι μπορείς να αγαπήσεις σε αυτή τη ζωή; Πως να της εξηγήσει ότι τα χέρια του δεν είναι φυλακή, πως μοιάζουν με φτερούγες και έτσι όπως ήρθε για λίγο εκεί, έτσι και θα ξαναπετάξει μακριά. Αγαπάει και αδιαφορεί. Μέσα στο δικό του μικρόκοσμο δεν χωράει κανένας. Υπήρξαν στιγμές που ήθελε να πάει χοροπηδώντας και να της μιλήσει για βιβλία και φωτογραφίες και θέατρο και μέρη και εικόνες και τραγούδια και όλα αυτά τα όμορφα του κόσμου. Μόνο που δεν του έμεινε τίποτα πέρα από τη σιωπή της. Έτσι σώπασε και αυτός. Καιρό τώρα. Και αν τα μάτια της τον κοιτάνε δε του αρκεί. Γιατί αυτός αγαπάει και αδιαφορεί, ακόμη και για τη σιωπή της. Να ορίστε, το τραγουδάει κιόλας φωναχτά. Ένα μπουκάλάκι νερό εκτοξεύεται από ένα αμάξι και τον κάνει μούσκεμα. Τη δροσιά του να χεις μαλάκα του ουρλιάζει και κάνει νόημα σε ταξιτζή να σταματήσει στην άκρη για να τον μαζέψει.

1

ΚΙΝΗΣΗ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ