«Το να ονειρεύεσαι δε κοστίζει τίποτα και όμως αξίζει τόσα πολλά. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ, με μάτια ανοιχτά ή κλειστά....το να ονειρεύεσαι είναι τόσο ακριβό», σιγομουρμούριζε και περπατούσε, πού και πού σταματούσε, ίσα για να κοιτάξει τον ουρανό και έπειτα συνέχιζε το δρόμο του.
Τα όνειρα είναι οι επιθυμίες μας, τα θέλω μας, αυτά που περιμένουμε να έλθουν, το σωσίβιο, όταν η στυγνή πραγματικότητα μας πνίγει, το καταφύγιο από ό,τι δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε, η έξοδος κινδύνου όταν οι φλόγες του ρεαλισμού απειλήσουν το οξυγόνο της ελευθερίας μας.
«Το να ονειρεύεσαι είναι τόσο όμορφο, αλήθεια είναι τόσο όμορφο, μπορεί να σου χαρίσει το πιο απίστευτο χαμόγελο μια γκρίζα χειμωνιάτικη μέρα», σιγοτραγουδούσε και συνέχιζε τον περίπατο του, ούτε οι πρώτες στάλες της βροχής δεν τον έκαναν να σταματήσει, έκλεισε μοναχά τα μάτια του για να αισθάνεται τις στάλες να γλιστράνε νωχελικά στο πρόσωπο του και να δροσίσουν τα χείλη του. Συνήθιζε να παίζει το παιγνίδι των αισθήσεων. Καθιστούσε μια αίσθηση του ανάπηρη για να μπορεί να αισθάνεται με μεγαλύτερη ένταση με τις άλλες. Και τώρα, όλες οι αισθήσεις του σιωπούσαν στο άγγιγμα μιας στάλας. «Βροχή είναι τα ανεκπλήρωτα όνειρα μας, μαζεύονται στον ουρανό ψηλά και περιμένουν μέχρι τη στιγμή που θα γίνουν δάκρυα και θα τρέξουν στη γη για να βρουν κάποιον να απλώσει το χέρι και να τα πιάσει»....τα ανεκπλήρωτα όνειρα που όταν ξεφύγουν από τον ουρανό και δεν τα αρπάξει κάποιο χέρι πέφτουν στη γη και μετατρέπονται σε χαμένα Όνειρα, σουλατσάρουν στους άδειους δρόμους ψάχνοντας προορισμό.
Κάποιες στιγμές τα χαμένα Όνειρα στήνουν χορό προτού κοιμηθούν ήσυχα στην αγκαλιά της Λήθης...ενώ τα καινούρια γίνονται γλυκό φιλί στα χείλη της Ψυχής τη στιγμή που εμείς οι άνθρωποι παραδινόμαστε στους ήχους της μελωδίας, στο ρυθμό για το Βαλς των Χαμένων Ονείρων προτού μας αποχαιρετήσουν.....
Τα Χαμένα Όνειρα γυρνούν κρυφά κάποιες μυστικές στιγμές απομόνωσης να μας συντροφεύσουν... «τι ωραία που είναι...πόσες θύμισες ξυπνούν, πόσες εικόνες, πόσα ΘΕΛΩ» που έμειναν ήχοι μακρινοί, παγωμένοι μες στο χρόνο και κατακερματίστηκαν στον άκουσμα του «C' est la vie» .Έπειτα γίνονται καρφιά και πέφτουν δίχως πνοή κάτω, γεμίζοντας την ατμόσφαιρα Κραυγές που βουβάθηκαν.
Τα Χαμένα Όνειρα επιστρέφουν κρυφά, μες από τη μελωδία της φυσαρμόνικας, ή τη λατέρνα που παίζει σαν ασπρόμαυρο φιλμ τις αναμνήσεις μια αθωότητας ξεχασμένης...και αυτή, όπως όλα μετά, καθώς σταματά η μουσική χάνεται, μαζί και κείνα τα όνειρα, που κάναμε κάποτε...
«Τα Όνειρα είναι η παρέα μας σε κάθε δύσκολη στιγμή, η έξοδος κινδύνου όταν η πραγματικότητα ξαμολάει τα λυσσασμένα σκυλιά της να μας κατασπαράξει, το οξυγόνο όταν δεν μπορούμε να αναπνεύσουμε...τα Όνειρα...πριν γίνουν χαμένα γλυκαίνουν την ψυχή μας και την πραγματικότητα....και μπορούμε να αντέχουμε και να προχωράμε και να γεμίζουμε δύναμη»
Οι πρώτες αχτίνες του ήλιου τον βρήκαν καθισμένο στην ακροθαλασσιά να ονειρεύεται με μάτια ανοιχτά. Δεν κοιμήθηκε το βράδυ, ξεχάστηκε εκεί μετρώντας τα αστέρια και σταματούσε μόνο για να κάνει μια ευχή όταν κάποιο από αυτά ξέφευγε από τα υπόλοιπα και πήγαινε στη θάλασσα για να συναντήσει μια νεράιδα και να χαθεί για πάντα στο βυθό της. Τούτο το μυστικό μόνο αυτός το γνώριζε....και όταν αισθανόταν μόνος πήγαινε στην ακροθαλασσιά κάποια βράδια την ώρα που η Πραγματικότητα αφηνόταν στην αγκαλιά του Μορφέα και έκανε ευχές στα αστέρια.
Ω! ναι το ήξερε καλά.... «Γι αυτό κάνουν ευχές όταν ένα αστέρι πέφτει» σκεφτόταν, « γιατί λίγο πριν αφεθεί στην αγκαλιά της νεράιδας της θάλασσας, της μεταφέρει την ευχή και τούτο το παράξενο ερωτικό σμίξιμο δημιουργεί μια μαγεία που κανείς ως τώρα δεν μπόρεσε να εξηγήσει »...και η ευχή γίνεται ψίθυρος στον άνεμο ...πυροτέχνημα στον ξάστερο ουρανό...και ενώνεται με το πάθος αυτού που το ευχήθηκε και πραγματοποιείται.
Η ώρα πέρασε και ο ίδιος, ακόμα στην ίδια θέση, με μάτια βουρκωμένα ατένιζε το απέραντο της θάλασσας. «Λένε ότι αν κοιτάξεις εκεί που ενώνεται η θάλασσα με τον ουρανό αγγίζεις το απόλυτο» του σιγοψιθύρισε ο άνεμος στο αυτί και αυτός έκλεισε τα μάτια του για να φυλακίσει αυτήν την εικόνα....ένα δάκρυ μόνο πρόλαβε να ξεφύγει, ξεπήδησε ανάμεσα από τις βλεφαρίδες του και κύλησε στο πρόσωπο του, σαν χάδι, μέχρι που έσβησε όπως τα όνειρα που ξεψυχούν με τον ερχομό του πρωινού.
Το τραγούδι των γλάρων που πετούσαν πάνω από τη θάλασσα τον έκαναν να ανοίξει τα μάτια του...και τότε έγινε κάτι μαγικό...είδε τα όνειρα του να πετάνε ελεύθερα πάνω από τη θάλασσα. Ήξερε πως ήταν αυτά γιατί είχαν την μορφή των επιθυμιών του. Χαμογέλασε και άπλωσε τα χέρια του για να πιάσει. Ήταν τα Όνειρα του, τα δικά του Όνειρα, τώρα ήταν μπροστά στα μάτια του και του έκλειναν με νόημα το μάτι. Κάπου μακριά ακουγόταν οι κραυγές των πεθαμένων Ονείρων του που είχαν γίνει Εφιάλτες και τον καταδίωκαν κάποια βράδια χωρίς αστέρια...τώρα ήταν στο βυθό της θάλασσας...τα αστέρια το βράδυ είχαν ακούσει την ευχή του και τους πήραν μαζί τους την ώρα που έπεφταν και χάνονταν στη θάλασσα. Τώρα επιτέλους ήταν ελεύθερος.
Οι πρώτες αχτίνες του δειλινού βρήκαν τη θέση του κενή από την παρουσία του...το μόνο που είχε μείνει πίσω ήταν κάτι πατημασιές που δεν οδηγούσαν πουθενά και χάνονταν στη μέση της παραλίας....σαν να είχε χαθεί....σα να είχε πετάξει μαζί με τα Όνειρα του.
Ποιος, άραγε, ξέρει...