Καθιστή στο νωπό πεζουλάκι του φάρου ανοιγόκλεισα τα μάτια μου βίαια για να διώξω το τσούξιμο. "Καταραμένοι φακοί." σκέφτηκα και άρχισα να τα τρίβω. Ή μήπως καλύτερα καταραμένο αλκοόλ;
Το κρύο θα ήταν αφόρητο αν το σώμα μου δεν είχε ποτιστεί με κρασί. Αναψοκοκκινισμένη με τα χέρια μου να στηρίζουν τον κορμό μου, χανόμουν στα μικροσκοπικά φωτάκια της απέναντι πόλης. Η θάλασσα ήταν κατάμαυρη. Δεν υπήρχε φεγγάρι απόψε. Με ηρεμούσε αυτό. Πάντα θεωρούσα τον εαυτό μου κορίτσι του ήλιου.
"Τέλειωσε το κρασί." η φωνή του δίπλα μου ακούστηκε ειρωνική. Χαμογέλασα. "Καιρός ήταν." είπα. Άρχισε να γελάει. Η απότομη κίνησή του με έκανε να γυρίσω να τον κοιτάξω. Τον είδα να σηκώνεται και να απλώνει τα χέρια του προς την θάλασσα σαν να ήθελε να την αγκαλιάσει. Έπεσα στο πλάι σκασμένη στα γέλια. "Δεν σε θέλει Ευτύχη! Άσ' την!" έκανα ξεκαρδισμένη. Εκείνος τότε μισογελώντας σήκωσε τα χέρια προς τον ουρανό.
"Γιατί; Γιατί ω θεέ δεν έρχεται στην αγκαλιά μου;" φώναξε δραματικά. Ανασηκώθηκα και τον κοίταξα. "Δεν πιστεύεις στον θεό." του υπενθύμισα κρύβοντας το χαμόγελό μου. Κατέβασε τα χέρια του και τα έβαλε στις τσέπες του μαύρου παλτού του. Τον παρατήρησα. "Αχα." έκανε συνοφρυωμένος με το βλέμμα του να περιπλανιέται. Η μορφή του ήταν θολή. Λες και μου χρειαζόταν να τον δω καθαρά! Τον ήξερα απ' έξω. Καθίσαμε έτσι λίγα δευτερόλεπτα. Αυτός χαμένος στα φώτα της πόλης και εγώ χαμένη πάνω του.
Γύρισε απότομα βγάζοντας το δεξί του χέρι από την τσέπη και έστρεψε τον δείκτη του προς το μέρος μου σαν να ήταν έτοιμος να μου κάνει κήρυγμα. "Και όμως εγώ πιστεύω σε έναν θεό." είπε με το ειρωνικό του χαμόγελο να φτάνει ως τα αυτιά. "Όχι, Ευτύχη." ακούστηκα εκνευρισμένη. Κατέβηκε από το πεζούλι με ένα πηδηματάκι και παραπατώντας δυο βήματα, πήρε βαθιά ανάσα και φώναξε. "ΝΑΙ, ΝΑΙ. ΚΙ ΟΜΩΣ."
Ακολουθώντας τον με το βλέμμα μου, γύρισα την πλάτη μου στη θάλασσα και τα φώτα. Δεν του είπα τίποτα. Τα βήματά του ακανόνιστα, τον έφεραν κοντά μου με το χέρι του ακόμα στον αέρα. "Εσύ ξέρεις ποιος είναι ε; Ω ναι, ξέρεις." έκανε και γύρισε από την άλλη γελώντας. Έσφιξα τις γροθιές μου. Μια νευρικότητα αδικαιολόγητη, αμυντική, αναμφίβολα συνέπεια του κρασιού. Τον είδα που προχώρησε και στάθηκε στο κέντρο του ημικύκλιου που σχημάτιζαν τα πεζουλάκια, σαν να ήταν έτοιμος να δώσει παράσταση. Γονάτισε επιδεκτικά με το δεξί του πόδι να ακουμπά το τσιμέντο. "Είναι ο Θεός Έρωτας." είπε με στόμφο.
Ο εκνευρισμός μου εξανεμίστηκε. Έσκυψα το κεφάλι μου. "Τσακ." ψέλλισα. "Σε πέτυχε ένα βέλος." η φωνή μου δειλή, ξεψυχισμένη. Άρχισε να γελά πάλι. "Α ΟΧΙ!". Γύρισε προς την δική μας πόλη με τα χέρια του πάλι στον αέρα. "ΑΥΤΟΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΤΟΞΟ. ΟΠΛΟ ΕΧΕΙ. ΟΠΛΟ ΜΕ ΣΦΑΙΡΕΣ!" φώναξε και κοκάλωσε εκεί, μετέωρος, περιμένοντας να ακούσει την ηχώ της φωνής του. Το σώμα μου πήρε μόνο του την πρωτοβουλία να ακολουθήσει το παράδειγμά του. Με ένα σάλτο και την αφέλεια ενός μικρού παιδιού βρέθηκα δίπλα του. "ΣΦΑΙΡΕΣ ΠΟΥ ΣΕ ΞΕΣΚΙΖΟΥΝ ΚΑΙ ΣΕ ΓΕΜΙΖΟΥΝ ΛΙΑΚΑΔΑ ΚΑΙ ΒΡΟΧΗ!" έκανα ευτυχισμένη.
Εκείνος γύρισε σαστισμένος. Σχεδόν μαγεμένος. Η φωνή του σιγανή: "Γιατί με καταλαβαίνεις;" απόρησε κοιτώντας το έδαφος. Γύρισα και εγώ με το χαμόγελο αμυδρό στα χείλη μου. Τον κοίταξα στα μάτια. "Μπαμ." έκανα. "Σε πέτυχε μια σφαίρα." και χαμογέλασα. Σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε. Δεν ξέρω πόση ώρα περάσαμε έτσι... ο ένας χαμένος στα μάτια του άλλου. Ξέρω όμως ότι σε κάποια στιγμή τον άκουσα να λέει μια λέξη. "Λιακάδα." χαμογέλασε.