Είναι μια από αυτές τις μέρες, που απλά δεν θα ήθελα να βρίσκομαι εδώ.
Θα ήθελα να είμαι κάπου πιο βόρεια, στη Βιέννη, ας πούμε. Χωμένη στους φθαρμένους ριγέ καναπέδες του Cafe Hawelka, να αναπνέω κονιάκ, φρέσκο καφέ και μια ανεπαίσθητη μούχλα. Οι σνομπ υπερήλικες σερβιτόροι, ντυμένοι με τις αυστηρές στολές που φορούν χρόνια, παίρνουν αγέλαστοι την παραγγελία. Κι όμως, αποπνέουν σεβασμό και μια αποστασιοποιημένη ευγένεια.
Τα τακούνια μου να χτυπούν νωχελικά επάνω στο χιλιοπατημένο του πάτωμα. Να μελετώ τους ρόζους της καρέκλας, να υπνωτίζομαι από το απαλό κίτρινο της λάμπας, σαν κουκούλι που με περικλείει μέσα στη ζέστη του. Να κοιτάζω έξω από το παράθυρό του τον κόσμο να πηγαινοέρχεται, προσπαθώντας να προστατευτεί από το κρύο. Ή ίσως και όχι. Ίσως και να είναι τόσο συνηθισμένοι στο κρύο.
Θα ήθελα να γράφω αυτές τις γραμμές σε ένα σημειωματάριο που θα είχα μαζί μου, γεμάτο από παρόμοιες ιστορίες που θα είχα γράψει σε άλλα μου ταξίδια, καθισμένη σε παρόμοια καφέ. Ίσως θα έπρεπε να καπνίζω κιόλας. Ίσως εκεί να μου το ενέπνεε ο χώρος. Ίσως και όχι.
Σίγουρα όμως θα έπρεπε να ξέρω να σκιτσάρω. Όλες αυτές τις γραφικές βιεννέζικες φυσιογνωμίες. Ηλικιωμένες οι περισσότερες. Ταλαιπωρημένες από τη σκέψη, από αυτό το "κάτι" που τρώει συγκεκριμένους ανθρώπους. Θα ήταν σίγουρα όλοι ένα χαρακτηριστικό του προσώπου τους. Όλοι "μύτη". Ή όλοι "μέτωπο". Συμβαίνει αυτό στους ανθρώπους που σκέφτονται πολύ. Θα ήθελα να τους χαζεύω με τις ώρες και να μπορώ να τους αποτυπώνω, όπως εγώ τους βλέπω και να τους κουβαλώ για πάντα μαζί μου, στα άλλα μου ταξίδια. Νοερά ή πραγματικά. Να τους θυμάμαι ανάλογα με το τι έπιναν. Και τι χρώμα σακάκι φορούσαν.
Να μου μυρίζουν κονιάκ και μαύρη σοκολάτα....και να παρηγορούν κάπως τη θλίψη της στασιμότητας.
σχόλια