To Δέρμα.

To Δέρμα. Facebook Twitter
0

[Φωτογραφία Henri Cartier Bresson]

Εγώ το δέρμα είμαι το όριο. Από κει και μέσα θα πρέπει να μπει μοναχός του. Στην αρχή αυτό, αυτός δεν το γνώριζε.  Εγώ το γνώριζα απο το πρώτο λεπτό της γέννησης μου . Απο το κλάσμα του δευτερολέπτου που με βάφτισε αποχωρισμένο. Δεν πήρα άλλο όνομα ποτέ . Ούτε ανεξάρτητο, ούτε αυτόνομο  με φώναξαν. Αποχωρισμένο. Μοιάζει λίγο με το ξεγραμμένο, μα στην πραγματικότητα δεν έχει τίποτα κοινό.

   Από μένα και μέσα θα περπατήσει μονάχος. Με την δύναμη και την αντοχή του παρέα. Και είναι επώδυνη αυτή η πορεία. Με χιλιάδες απότομες κατηφοριές και δύσκολες ανηφοριές. Με κακοτράχαλα βράχια και απέραντα ξέφωτα. Φάρος εγώ απ΄έξω , ορίζω το όριο. Ακούω τώρα τις αναπνοές του , ακούω τους κτύπους, μετρώ τους παλμούς, τα αγκομαχητά. Τα βιαστικά βήματα . Μετρώ τους άλυτους κόμπους. Σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών μου, να τον προλάβω , να τον δω , λίγο πριν την τελευταά στροφή που θα τον χάσω πια απο τα μάτια μου. Να προλάβω να δω την ακρούλα απο το αγαπημένο του γαλανό φουλάρι, να ανεμίζει στο αγέρα και αυτόματα να πλημμυρίσω την μυρωδιά του ιδρώτα του. Την μονάκριβη  μυρωδιά του ιδρώτα που χύναμε μαζί. Εγώ απο τους πόρους μου και αυτός από το κρυφό σαράκι του να την ξαναβρεί.

Προσπαθώ να καταλάβω αν προχωρά καλά. Αγωνιώ. Πέφτω τότε λιγάκι . Θαμπώνομαι απο την σκόνη που σηκώνεται. Ασθενώ. Είναι οι μέρες που αρχίζω να θυμάμαι και εγώ . Πως δεν κατάφερα να γίνω αυτόνομο και ανεξάρτητο που τόσο πολύ τώρα θα ήθελα να ήμουν απο τότε.  Λιγοψυχώ, απελπίζομαι πως τίποτα δεν θα είναι για μένα το ίδιο σαν τα άλλα, των άλλων τα δέρμτα. Ψάχνω στα σκοτάδια τότε το χέρι της και τα λυτά μαλλιά της , το βλέμμα της,  την ώρα που με κράταγε , να δω, να ξαναδώ, μήπως και έτυχε να με κοιτάξει τώρα. Ψάχνω τριγύρω μάταια την γλύκα του βυζιού της. Δεν είναι όμως μονάχα μόνο που δεν το βρίσκω , μα είναι και που φοβάμαι και τρομάζω , πως θα χαθώ και εγώ όπως και αυτή .

     Ξανασηκώνομαι. Αρχίζω να τον ψάχνω. Μου στέλνει μήνυμα με το καρδιοχτύπι του . Έφτασε μου λεέι σε σημείο κομβικό . Συναντά σημάδια της πια. Μα πρέπει να μείνει  ελαφρύτερος για να προχωρήσει παραπέρα. Αποφασίζει να αφήσει το σκληρό του κέλυφος, αυτό που έχτιζε μια ζωή για να την βγάλει καθαρή και το κράνος που φορούσε για να προστατέψει το κεφάλι του. Τώρα θα προχωρήσει απροστάτευτος. Τα έχει αυτά, αυτή η ιστορία. Μένει με τα μεσοφόρια του. 

     Δεύτερο μήνυμα. Καινούργια σημάδια, ήρθαν πιο γρήγορα τώρα. Πλησιάζει , είναι σίγουρος. Έγινε ο δρόμος γλαυκός , έχει και πούσι που και που , μα σύντομα καθαρίζει ο ουρανός και βλέπει και προχωράει. Βλέπει τριγύρω πρόσωπα γνωστά. Παλαιότερα και  νεώτερα. Λαξευμένα στο μάρμαρο λευκά κορμιά, κερένια χαμόγελα έτοιμα να λιώσουν , που τον καλωσορίζουν. Άλλα έχουν χρόνια να τον δουν , άλλα δεν τον θυμούνται καν και ούτε θυμούνται να τον είχαν γνωρίσει τότε, άλλα τον έχουν ακόμα  μές στα μάτια τους , σαν να ήταν χθες. Λες και ο χρόνος σταμάτησε.Μα εκείνος τους κουβαλούσε όλους μέσα του. Ακούραστα , ανελιπώς και έφτασε μέχρι εδώ για να τους ξαναδει και να κλείσει τους λογαριασμούς που μείναν ανοικτοί και τον πονούν σαν τότε.

Στα αυτιά του φθάνει βουβός λιγμός. Είναι πολύ κοντά το νιώθει. Το νιώθω και εγώ.Λιγάκι κοκκινίζω. Ανοίγω τους πόρους μου να την αναπνέυσω, να ρουφήξω ότι και όπως κι αν μου το δώσει. Μου λείπει απο τότε.Συμπάσχω , συμπορεύομαι. Ακούω τα τελευταία του ρούχα , που ρίχνει καταγής. Μένει γυμνός. Εγώ ήμουν πάντα γυμνό και εκετεθειμένο. 

Δυό ανάσες απόσταση. Πόσο κρατάνε δυό ανάσες; Δεν ξέρω από που θα πάρει δύναμη. Απο κάπου παίρνουμε όλοι. Απο την σπηλιά , από το λακκάκι στο λαιμό μας, από ένα χάδι στο λωβό του αυτιού, από την ηλεκτρισμένη γυμνή πατούσα που μας ερεθίζει. Απο κάπου , από όπου. Εγώ συμπάσχω, εγώ είμαι το όριο. Η πύλη που θα ανοίξει να βγεί στο φως όταν με το καλό γυρίσει. Τελευταία ανάσα. Τελευταία στιγμή, την βλέπει. Κουλουριασμένη, βρεγμένη κείτεται.. Φύγανε όλοι. Πετάξανε. Σκύβει, την αγκαλιάζει ευλαβικά, την φιλάει στο μέτωπο, στα χείλη, στα μαλλιά. Την βλέπει ίσως για τελευταία φορά. Αποχαιρετά την νεκρή μάνα Κρατώ την αναπνοή μου. Πέντε, τέσσερα, τρια, δύο, ένα, αρχίζει να τρέχει προς τα πίσω. Έρχεται σε μένα, στο δέρμα, στο όριο. 

     Αναπνέω ξανά.Ετοιμάζομαι να τον συναντήσω, να πέσω στην αγκαλιά του.Θα είναι ολόκληρος πια. Θα τον φιλήσω, τον άνθρωπο μου,τον δικό μου , τον αγαπημένο μου. Καθαρίζω.Αρχίζω να γίνομαι γυαλιστερό , βελούδινο. Θα με δει μετά από μέρες. Θέλω να με χαρεί. Θα αγκαλιαστούμε. Αυτός με το όριο του. Εγώ με τον σκοπό μου. Λεύτεροι πια.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ