Μια ιστορία για τα ανεξερεύνητα μονοπάτια του μυαλού.
Βρισκόταν ξανά στη Ρώμη. Η αιώνια πόλη, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι του, ο ίδιος παρών-απών σε ένα ταξίδι μυαλού και ψυχής. Αγνόησε τα θέλω και τα μπορώ, τις δυο τελευταίες βδομάδες η ζωή του άλλαζε απρόσμενα. Στα 40 του πίστευε πως είχε ζήσει αρκετά για να περιμένει εκπλήξεις.
Και όμως.
Ποτέ κάτι δεν είναι αρκετό στη ζωή.
Ετοιμαζόταν να αδειάσει τη βαλίτσα και να κρεμάσει τα ρούχα στη ντουλάπα. Μπορούσε να ξέρει πως έπρεπε να νιώθει, μα όλα ήταν διαφορετικά. Η σκέψη του βημάτιζε πίσω στην Ελλάδα στο βορειότερο άκρο της. Τους χώριζε η απόσταση και η τεχνολογία όσο και να προοδεύσει ποτέ δε θα αντικαταστήσει την επαφή. Θα την άκουγε, αλλά δε θα την άγγιζε. Θα την άκουγε, αλλά δε θα την έβλεπε.
Τακτοποίησε και τα τελευταία ρούχα και ετοιμάστηκε για την πρώτη βραδινή έξοδο. Η νύχτα γεμάτη από ανταύγειες εικόνων, πρόσωπα ίδια και διαφορετικά, το πέρα-δώθε των ανθρώπων, οι φωνές, οι χειρονομίες, μα και η σιωπή του. Παράταιρη, μα τόσο ξεκάθαρη. Προτίμησε να περπατήσει μέχρι την μακρινότερη piazza, εκτός από τα ρούχα έπρεπε να ταχτοποιήσει και τη σκέψη του.
Έπρεπε.
Μια υποψία χαμόγελου εμφανίστηκε στο πρόσωπό του. Από πότε άραγε υπήρχε αυτό το ρήμα στη ζωή του; Κάποιοι τον θεωρούσαν αντισυμβατικό, άλλοι σχεδόν μονόχνοτο, ο ίδιος έκανε πως αγνοούσε τους χαρακτηρισμούς με τη δήθεν αφέλεια του ανθρώπου που κατά βάθος τους επιζητά. Λίγο πριν το parco egerio σταμάτησε να ακούσει την περιπλανώμενη μουσική. Δυο άνδρες και μια γυναίκα ταλαιπωρούσαν κάποια αυτοσχέδια όργανα και ένας απροσδιόριστος ήχος συνόδευε τις μηχανικές τους κινήσεις. Θυμήθηκε εκείνη καθισμένη στην καρέκλα του γραφείου της, να επιλέγει μουσικές συλλογές από το άψυχο κουτί. Ακόμα και αυτό ήταν αφορμή για να την παρατηρεί. Λένε πως οι λεπτομέρειες δείχνουν τα πάντα για τη ψυχοσύνθεση ενός ανθρώπου, μα στη δική της περίπτωση οι λεπτομέρειες απλά τον ταξίδευαν.
Εμμονή. Ναι, αυτή η ψυχική παράσταση παθολογικού χαρακτήρα, είχε εντυπωθεί στη συνείδησή του και δεν έλεγε να τον αφήσει να σκεφτεί ''λογικά''. Λεπτό προς λεπτό άρπαζε τις εικόνες που εκείνη πρωταγωνιστούσε και σαν αποστασιοποιημένος παρατηρητής έψαχνε κάποιο ψεγάδι για να δικαιολογήσει το πρωτόγνωρο ατόπημά του.
Ήταν ερωτευμένος. Τι κακό υπάρχει σε αυτό; Αναρωτιόταν μέσα του, για το έξω ούτε λόγος, αυτό έβγαινε στα μάτια του κάθε φορά που την αγκάλιαζε ψιθυρίζοντας τη φράση ομορφιά μου.
Το χαμόγελό της, η χροιά της φωνής, η στιγμή που τα χέρια της τυλίγονταν γύρω του λίγο πριν την ακούσει να του λέει καληνύχτα. Πώς μια τόσο τυπική λέξη αποκτούσε ξαφνικά σημασία μέσα στη σιωπή του δωματίου; Άνοιξε απότομα το βηματισμό του, προσπαθώντας παράλληλα να σκεφτεί κάτι άλλο.
Προσπάθησε. Λίγο ή πολύ προσπάθησε.
Οι περαστικοί αγνοούσαν αυτά που συνέβαιναν μέσα του, περνούσε ανάμεσά τους, αλλά από ώρα είχε σταματήσει να είναι παρών, στις στιγμές και τις εικόνες του τοπίου. Μια λαμπερή σχεδόν καλοκαιρινή νύχτα που το φεγγάρι διέλυε και τα τελευταία απομεινάρια της ακινησίας των ανθρώπινων συναισθημάτων, για τα δικά του νοιαζόταν, που όσο και αν προσπάθησε να τα κρατήσει σφαλισμένα δεν μπόρεσε. Πώς ήταν δυνατό να φέρθηκε τόσο παρορμητικά; Τα χαρτιά έπρεπε να είναι κλειστά, οι χαρακτηρισμοί ήπιοι, η ηλικία να δείχνει τη λογική, το παιχνίδι του έρωτα μια ελεγχόμενη διαδικασία.
Και όμως. Τα υγρά μάτια της που όταν χαμογελούσε σκούραιναν γίνονταν σχεδόν μαύρα δεν του είχαν αφήσει περιθώρια επιλογής. Τραβήχτηκε ξαφνικά πίσω σαν να τα αντίκρισε και ας μην ήταν εκεί. Το βήμα επιβραδύνθηκε και μια αδιόρατη ανησυχία γλίστρησε μέσα του. Ποιος ξέρει τι να έκανε τώρα; Έβγαλε το κινητό από την τσέπη. Με το απλό πάτημα ενός κουμπιού θα μπορούσε να ακούσει τη φωνή της. Δεν ήταν όμως η σειρά του να πάρει. Εκείνη γνώριζε πως το αεροπλάνο είχε προσγειωθεί από ώρα, άρα λογικά θα έπρεπε να ''ανησυχήσει'' για το αν έφτασε στον προορισμό του. Ηλίθιες υπολογιστικές συναισθηματικές κινήσεις, αποκυήματα μιας δήθεν ερωτικής ανταπόδοσης. Βαθιά μέσα του περίμενε αυτό το τηλέφωνο και ας το κορόιδευε. Κάποιες κινήσεις προσδιορίζουν την επαφή. Το τηλέφωνο δεν είχε χτυπήσει και ούτε πέρασε από το μυαλό του, πως και κείνη θα ήθελε να δείχνει ότι ελέγχει τα συναισθήματά της.
Γιατί οι άνθρωποι φοβούνται να βγάζουν προς τα έξω αυτά που έχουν μέσα τους; Γιατί νιώθουν ανασφάλεια απέναντι στην ασφάλεια που σου δίνει η αγκαλιά ενός ανθρώπου; Θεωρητικά ψάχνουμε τον έρωτα για να εκμηδενίσουμε τις αμφιβολίες και για να ρισκάρουμε κάθε φορά τις ισορροπίες μας. Ίσως για αυτό παίζει τελικά ρόλο η ηλικία που ερωτεύεται κάποιος. Στη νεότητα ακόμα και αν πληγωθείς έχεις τη δύναμη και το χρόνο να επουλώσεις τα τραύματα και να ξεχάσεις. Να προχωρήσεις. Αργότερα όμως φοβάσαι. Φοβάσαι ακόμα και το πιο μικρό βήμα, βρίσκεις συνεχώς δικαιολογίες ατολμίας, και κει ακριβώς ο έρωτας γίνεται ξαφνικά συμβιβασμός. Τι θα κάνω, πώς θα το κάνω, αλλά περισσότερο γιατί να το κάνω; Θεωρητικά νόμιζε πως είχε βρει τις απαντήσεις σε όλα αυτά τα ηλίθια ερωτήματα που η κατά τα άλλα ρομαντική Ρώμη είχε θέσει ξαφνικά μπροστά του σε μυαλό και ψυχή. Σταμάτησε για λίγο το περπάτημα και απέθεσε το κορμί σε ένα από τα πολλά παγκάκια του πάρκου. Άναψε τσιγάρο και έγειρε προς τα πίσω το κεφάλι σα να ήθελε να σταματήσει τη ροή των σκέψεων. Το μυαλό του πονούσε, το πήγαινε-έλα των τύψεων ασταμάτητο. Θα μπορούσε να βρίσκεται δίπλα της αυτή τη στιγμή. Δε θα του αρνιόταν να την ακολουθήσει στην ''πατρίδα'' της για τις ολιγοήμερες διακοπές του Πάσχα. Το αντίθετο μάλιστα. Του το είχε προτείνει με έναν έμμεσο τρόπο. Και αυτός; Προτίμησε να μην αναβάλλει το ταξίδι και τώρα έψαχνε αφορμές για να πει στον εαυτό του πως έκανε το σωστό.
Φόβος. Αυτό το γαμημένο συναίσθημα που καθορίζει θελημένα ή αθέλητα ακόμα και τα πιο απλά συναισθήματα. Ακόμα και τις πιο απλές παραδοχές. Μη βιάζεσαι. Τη γνωρίζεις μόνο δύο βδομάδες. Άσε το χρόνο να δείξει. Τον εκνεύριζε αυτή η φράση. Τι δείχνει ο χρόνος; Τα σφάλματά μας δείχνει μόνο. Τις λανθασμένες επιλογές που ούτως ή άλλως τις βλέπουμε γιατί απλά ήταν λανθασμένες. Κανείς δε χρησιμοποιεί το ηλίθιο απόφθεγμα, όταν όλα γίνονται όπως τα θέλουμε. Αν την είχε ακολουθήσει δε θα υπήρχε ο διάλογος με το υπέρμετρο εγώ του. Αν είχε επιμείνει να ξεριζώσει τις αμφιβολίες, τώρα θα όργωνε τη σκέψη του με συναισθήματα και όχι με ανασφάλειες.
Το χτύπημα του τηλεφώνου διέκοψε απότομα τις σκέψεις. Σχεδόν αλαφιασμένος το έβγαλε από την τσέπη, μα το όνομα στην οθόνη δεν ήταν το δικό της. Ο φίλος του ο Μιχάλης, η αφορμή τού ερχομού του στη Ρώμη είχε προφανώς ανησυχήσει, που δεν έδωσε σημάδια ζωής.
- Έφθασα, θα σε πάρω αργότερα, του είπε και έκλεισε το τηλέφωνο δίχως να περιμένει απάντηση. Το τσιγάρο είχε φτάσει στο τέλος του, ο ίδιος βρισκόταν ακόμα στην αρχή της εξομολόγησης στον ανύπαρκτο συνομιλητή.
Θυμήθηκε για μια φορά ακόμη το χαμόγελό της. Αυτό έσβηνε τη σιωπή του, σφράγιζε το στόμα, άδειαζε και εξαφάνιζε κάθε άλλο ερώτημα όσο ήταν μαζί της. Από κοντά, όταν αφηνόταν σε αυτό, αισθανόταν το μοναδικό θέλω του να προσκολλάται στο χρόνο. Πάντα πίστευε, πως ο πιο ασφαλής τρόπος για να εξακριβώσεις τι νιώθεις για κάποιον, είναι το ρολόι στον καρπό του χεριού. Πόσες φορές θα κοιτάξεις την ώρα μέχρι τη στιγμή της συνάντησης. Από χρόνια είχε σταματήσει να φοράει ρολόι. Ασυναίσθητα η ματιά έπεσε στον αριστερό καρπό και ένα ειρωνικό χαμόγελο συνόδευσε την παραδοχή του. Σε όλα υπάρχει το ξανά.
Προσμονή. Άλλο ένα γαμημένο συναίσθημα. Το ίδιο ασαφές όσο και το αποτέλεσμα της προσέγγισης στον έρωτα. Έτσι ήθελε να πιστεύει μέχρι τώρα. Στη δική τους περίπτωση διαψεύστηκε. Η επαφή τους σα να είχε δραπετεύσει από τις σελίδες του Αλχημιστή, που το σύμπαν συνωμότησε μόνο και μόνο για να την γνωρίσει. Ίσως αυτό τον φόβιζε πιότερο. Πώς ήταν δυνατό να είχε βρει αυτό που έψαχνε τόσα χρόνια; Ωραία τα μυθιστορήματα, αλλά στερούνται αλήθειας, παρόλο που η δική τους αλήθεια είχε αποκαλυφθεί στο πρώτο άγγιγμα. Στο πρώτο φιλί. Χρειάστηκαν μερικά λεπτά μέχρι να ενωθούν τα χείλη τους και ας την έβλεπε πρώτη φορά. Ακόμα και στο πέρασμα της πρώτης υπέροχης βραδιάς βρήκε τον εαυτό του να ψάχνει άλλοθι. Ακόμα και στην πρώτη ερωτική επαφή η αρμονικότητα δεν εξάλειψε την αμφιβολία. Δε μπορεί έλεγε και ξανάλεγε, κάπου κρύβεται μια παγίδα. Και ας μην κρυβόταν. Είναι οι στιγμές που η άλλη πλευρά του εγώ τον τοποθετούσε απέναντι σε λάθη του παρελθόντος. Το μεγαλύτερο λάθος. Αν δεν είσαι συναισθηματικά ελεύθερος δεν μπορείς να νιώσεις. Ήταν; Ναι ήταν. Το καταλάβαινε κάθε φορά που του χαμογελούσε. Κάθε φορά που η λέξη ομορφιά μου δραπέτευε από τα χείλη του. Κάθε φορά...μαλάκα φώναξε δυνατά τραβώντας πάνω του τα απορημένα βλέμματα των περαστικών.
Φύγε, άκουσε τη φωνή μέσα του και πετάχτηκε απότομα όρθιος σα να δέχτηκε κάποιο σπρώξιμο. Το βήμα ξαναέγινε γοργό, η ανησυχία έδωσε τη θέση της στη βεβαιότητα. Ο υπάλληλος της ρεσεψιόν του ξενοδοχείου σχεδόν σταυροκοπήθηκε όταν του ζήτησε check-out. Στον υπολογιστή του σαλονιού άρχισε απεγνωσμένα την αναζήτηση στο internet. Τελικά η τεχνολογία είναι σύμμαχος παραδέχτηκε σιωπηλά, η τελευταία πτήση για Αθήνα θα έφευγε σε δύο ώρες. Θα προλάβαινε; Ήταν το τελευταίο ερώτημα που έθεσε στον εαυτό του. Αν προλάβαινε την πτήση θα είχε χρόνο να σκεφτεί τις λεπτομέρειες Τι θα της έλεγε, αλλά περισσότερο τι θα έκανε.
Επιμονή. Στα θέλω μας, στα μπορώ μας, στη ζωή μας. Με αυτό το μήνυμα στο κινητό αποχαιρέτησε τη Ρώμη. Σε μερικά λεπτά η απάντησή της ,του έδωσε μια άλλη προοπτική.
Θέλω να θέλεις, του είπαν οι λέξεις που διάβασε με τόση αγωνία. Ο ταξιτζής με κλεφτές ματιές στον καθρέπτη προσπαθούσε να καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε. Δεν πρόλαβε όμως. Του πέταξε χρήματα και ένα gratsia και τρέχοντας πλησίασε τον γκισέ. Ναι, είχε προλάβει. Το επόμενο πρωινό θα τον έβρισκε στην Αλεξανδρούπολη. Εκεί βρισκόταν η μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής του. Για πρώτη φορά έστω και στα 40 θα διαφωνούσε με τα λόγια του αείμνηστου καθηγητή Λιαντίνη: Έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις. Λίγο πριν βολευτεί στη θέση της καμπίνας του αεροπλάνου, έβαλε ένα αλλά σε αυτά τα λόγια. Αλλά και να γυρνάς...
...κάθισε στο γραφείο της. Ο υπολογιστής της ανοιχτός έτοιμος να δεχθεί το κείμενό του. Γνωρίζονταν μόνο δυο βδομάδες. Λίγο πριν είχε σηκωθεί από το κρεβάτι αφήνοντάς την να συνεχίσει τον ύπνο της. Πόσα πράγματα ήθελε να της πει. Την επόμενη μέρα θα χώριζαν. Εκείνος στη Ρώμη, εκείνη στην Αλεξανδρούπολη. Θα περνούσαν 15 μέρες χωριστά. Γιατί; Αναρωτήθηκε, μα δεν τόλμησε να αλλάξει τα δεδομένα. Αν όμως της έγραφε; Αν της έγραφε όλα αυτά που αισθανόταν; Ήξερε πως διαβάζει τη lifo και δε θα έχανε την ευκαιρία που ανοιγόταν μπροστά του. Καμιά φορά η αλήθεια του ''μύθου'' είναι πιο μεγάλη και πιο πειστική από την αλήθεια της ζωής.
Για την Άννα
σχόλια