Μετά από μία βδομάδα αδιάφορη και άοσμη έφτασε η Δευτέρα, μία μέρα που σχεδόν για όλους μας είναι από τις χειρότερες της εβδομάδας και όντως θα ήταν έτσι αν δεν μου είχε έρθει η ιδέα του να βγω για βραδινό περπάτημα στην γειτονιά μου, την Νέα Σμύρνη. Θεωρούσα πως θα έπαιρνα λίγο αέρα ο οποίος μου είχε λείψει τις προηγούμενες ήμερες και θα ξεκουνούσα και λίγο από το σπίτι, διότι μια δεκαήμερη αντιβίωση μου στερεί το χόμπι μου το όποιο είναι να πίνω, όποτε δεν υπήρχε και ιδιαίτερη διάθεση εξόδου τις προηγούμενες ημέρες.
Ξεκινώντας το περπάτημα προς την πλατεία της Νέας Σμύρνης ενθουσιάστηκα με το πώς μια τόσο πυκνοκατοικημένη πόλη έχει τόσο εκκωφαντική ησυχία. Ο αέρας ήταν ανύπαρκτος, οπότε δεν άκουγες ούτε καν το θρόισμα των φύλλων, ο μόνος θόρυβος που ακουγόταν ήταν κάπου κάπου ένα γάβγισμά και ο ήχος από τα παπούτσια μου, ένας ήχος ενοχλητικός στην αρχή, αλλά μετά αποκτούσε και αυτός την γοητεία του. Λίγο πιο κάτω από το σπίτι μου υπήρχε ένα χωμένο ¨υποχθόνιο¨ μπαρ, δεν το είχα προσέξει ποτέ μου και μάλιστα για την ώρα και το μέρος που βρισκόταν είχε πάρα πολύ κόσμο. Υπό κανονικές συνθήκες θα είχα μπει μέσα μόνος όπως ήμουν με τις φόρμες να πιώ ένα τζιν. Επιφυλάσσομαι
Μόλις έφτασα στην πλατεία συνάντησα περαστικούς, μερικούς από τους τελευταίους θαμώνες τον καφέ, μεγάλες παρέες (αγοριών κυρίως) που έκαναν τον νεανικό χαβαλέ και άρχισα στο μυαλό μου να ακολουθώ και να γίνομαι μικρότερος ηλικιακά και εγώ. Η ωραιότερη στιγμή της πλατείας ήταν ένα κορίτσι ντυμένο με τα καλά της ρούχα, να έχει σκύψει και να χαϊδεύει ένα αδέσποτο το οποίο απολάμβανε τόσο πολύ την χειρονομία της που με έκανε να νιώσω άσχημα με τον εαυτό μου, γιατί παρόλο που αγαπώ τόσο πολύ τα ζώα, δεν έχω κάνει ποτέ μου μία τόσο απλή κίνηση για μένα και μια τόσο ευχάριστη και ξεχωριστή για έναν αδέσποτο φίλο.
Συνέχισα ανεβαίνοντας την ανηφόρα απέναντι από την πλατεία προς την Αγία φωτεινή, εκεί υπήρχε ένας απίστευτος συνδυασμός, από την μία το φωτισμένο καμπαναριό της επιβλητικής εκκλησίας και από την άλλη η απίστευτη μυρωδιά από τις ανθισμένες νεραντζιές που πλημμύριζαν όλη σου την ψυχή. Συνέχισα να περπατάω και ένιωθα ολοένα και μικρότερος ηλικιακά. Κοιτούσα τις κίτρινες λάμπες στα φώτα του δρόμου, στα μικρά στενάκια που βρισκόμουν και θυμόμουν τον παππού μου(όταν ήμουν οχτώ-εννιά χρονών) ο οποίος έμενε στην άνω Νέα Σμύρνη που μου έλεγε ¨μόλις ανάψει η κίτρινη λάμπα(πράγμα που τα καλοκαιριά συνέβαινε στις οχτώ μισή το βράδυ) θα πας να πάρεις παγωτό και εγώ περίμενα καρτερικά να φτάσει εκείνη η ώρα, πράγμα που με έκανε να βουρκώσω την ώρα που το αναπολούσα
Μία και μόνο βόλτα, τόσο απλή σαν και αυτή με έκανε να νιώσω παιδί κοιτώντας τις λίγες πλέον μονοκατοικίες της περιοχής, αλλά και τις μεγάλες πολυκατοικίες σαν να μην είχα ξαναβγεί από το σπίτι, σαν να είχα ταξιδέψει πίσω στο παρελθόν. Κάποια στιγμή σκέφτηκα λες να εμφανιστεί στο επόμενο στενό κάποιο αυτοκίνητο και να με ταξιδέψει σε παλιότερη δεκαετία, όπως τον Όουεν Γουίλσον στο ¨Μεσάνυχτα στο Παρίσι¨; Δυστυχώς δεν είχα αυτή την τύχη, ίσως όμως να ήταν και καλυτέρα, γιατί μπορεί να μην ήθελα να επιστρέψω πίσω.
σχόλια