ΘΑ ΠΑΩ ΣΕ ΕΝΑ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ. Μένω τις μισές μέρες σε δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα και ένα κτίριο που δεν τελείωσε ποτέ. Έχουν κρεμάσει ένα πανό με το σύνθημα «όχι στο ξεπούλημα στον μεγαλοεπενδυτή». Η υπόλοιπη παραλιακή - corniche λέγεται εδώ- μοιάζει με μπερδεμένο αλγόριθμο νεόδμητης χλιδής και ύμνου στο πανωσήκωμα. Θα δω τη δύση τρεις φορές. Αν βλέπεις θάλασσα και δύση, είσαι στο Honeymoon sea view suite. Τις υπόλοιπες μέρες, θα μείνω στο δωμάτιο χωρίς θέα. Junior suite. Τελεία. Όταν δεν βλέπεις θάλασσα, πολύ ουρανό, ή έστω μια λεωφόρο, όταν δεν έχεις ορίζοντα στη ζωή σου δηλαδή, τότε πληρώνεις λιγότερα. Δεν συμφωνώ. Πάντα βλέπεις.
Από εδώ, αντικρίζω ένα άλλου είδους ρημαγμένο κτίριο. Αυτό δεν είναι ότι δεν ολοκληρώθηκε. Και με το παραπάνω. Αλλά βομβαρδίστηκε ξανά και ξανά και τώρα μένει εκεί σαν μνημείο επαναλαμβανόμενης γεωγραφικής ατυχίας. Ένα ξενοδοχείο-πεδίο μάχης. Δεν θα φτιαχτεί ποτέ. Κάτι με την ιδιοκτησία, κάτι με την ιστορία, κάτι.
Η θέα από εκεί είναι το δωμάτιό μου. Χαιρετάω τα φαντάσματα και με χαιρετάνε κι αυτά.
Άνθρωπος με μυαλό που θαυμάζω, ένα βράδυ που άναψε μεταξύ μας η φλόγα της φιλίας, μού είπε ότι πηγαίνει στην ίδια πόλη μια εβδομάδα το μήνα. «Λέω να νοικιάσω σπιτι», λεει. «Ειναι φτηνά».
Τον κοιτάζω και αντί να πω απαλά τη γνώμη μου, τού μιλάω σαν να δίνω εντολή για δική του προστασία. «Μη το κάνεις.» Πίνω μια γουλιά. «Τι πιο ωραίο από τα ξενοδοχεία;».
'Οχι εδώ, αλλά αλλού, όταν στα απέναντι κτίρια βλέπω ανθρώπους να δουλεύουν σε γραφεία, τους λυπάμαι. Τους βλέπω να τακτοποιούνται το πρωί. Αν είναι εκεί όταν επιστρέψω, η πλάτη τους έχει γύρει σαν ξένο ερωτηματικό. ?
Έχω αποφασίσει ότι εκείνοι δεν με βλέπουν. Συγκεκριμένη παρέα μού κάνει παρατήρηση να μη κυκλοφορώ «έτσι» στο δωμάτιο. «Έχει μπουρνούζι στην ντουλάπα». Με βλέπουν, λέει, οι απέναντι. Ε, και; Δεν το κάνω για να με δουν. Το κάνω για το «Ε, και».
Πίσω στην Honeymoon Sea view suite. Τηλεφωνώ για να κλείσω ραντεβού σε κομμωτήριο. Μου λένε ότι υπάρχει in room service. Λέω ναι. Θα πάω, βέβαια, και σε κανονικό κομμωτήριο. Δεν χάνονται αυτά. Το επόμενο πρωί χτυπάει η πόρτα. Περιμένω να δω ένα νέο κορίτσι ή μια γυναίκα ήδη κουρασμένη με απεριποίητα μαλλιά. Οι άνθρωποι που φροντίζουν τα νύχια και τα μαλλιά μας δεν έχουν χρόνο για τον εαυτό τους. Για να ξεκουραστούν, έχουν ανάγκη κάτι άλλο που δεν το ξέρω. Έχω μια ενοχή όταν απλώνω τα πόδια μου για πεντικιούρ. Θα ήθελα στο τέλος να κάνω κάτι αντίστοιχο για να είναι ισότιμη η σχέση μας, δεν αρκεί η πληρωμή.
Ακούω τον χτύπο στην πόρτα. Μυρίζω το oud και το σανταλόξυλο πριν καν ανοίξω. Δεν είναι ένα νέο κορίτσι, ούτε μια κουρασμένη γυναίκα. Είναι ο Ahmed. Μοσχοβολιστός, χαμογελαστός με μια βαλίτσα λες και ήρθε να περάσουμε μαζί το διήμερο. Ρωτάει και απαντάει μόνος του. Πού είναι ο καθρέφτης; Α, εδώ. Ωραία. Οι βούρτσες στη σειρά. Αναρωτιέμαι πόσα κεφάλια έχω.
Λίγα αραβικά, λίγα γαλλικά, λίγα αγγλικά. «Ελεύθερα;», με κίνηση των χεριών σαν να σπρώχνει πίσω την αόρατη χαίτη του. «Πάντα», απαντάω. «Κάνε ό,τι θες. Αλλά όχι όγκο». Γελάει.
Θέλει να μου πει κάτι πριν αρχίσουμε. Ήταν σίγουρος, λέει, ότι δεν θα είχα προλάβει να πάρω πρωινό αξημέρωτα. Μου έχει φέρει κάτι από τον φούρνο της γειτονιάς του. Μan’oushe, κάτι σαν πίτα, με Za'atar. Το μπαχαρικό που μοιάζει με θυμάρι αλλά δεν είναι, γιατί δεν είναι ίδια ούτε τα βουνά. Είναι ακόμη ζεστό. Πρώτα θα φάμε. Μετά όλα τα άλλα. Και είπαμε πολλά. Δεν είναι ότι βαριέμαι να τα πω, αλλά δεν θέλω. 'Ηταν ιδιωτική η συζήτηση. Ειδικά αυτά που είπε για τον αδερφό του.
Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μόνιμα σε ξενοδοχεία. Πάνε στις δουλειές τους, έχουν οικογένειες, και έρχεται το σχολικό και παίρνει τα παιδιά τους από εκεί. Αλλά, είμαι σίγουρη ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν βγαίνουν ποτέ. Φέρνουν τον Ahmed να τους φροντίσει, διαβάζουν τον καιρό για να δουν αν θα βλέπουν ήλιο ή σύννεφα από το παράθυρο, αλλά, δεν το κουνάνε ακόμη και σε περίπτωση συναγερμού για φωτιά. Δεν ξέρω τι κάνουν την αμήχανη ώρα που θα καθαρίζουν το δωμάτιο και θα στρώνουν τα κρεβάτια. Θα ρωτήσω και θα μάθω. Θυμήθηκα τώρα τον Tim Roth σε εκείνη την ταινία που παίζει πιάνο σε ένα πλοίο και δεν κατεβαίνει ποτέ. Ο Tim Roth δεν παίζει στα αλήθεια πιάνο. Έκανε μαθήματα έξι μήνες «to fake it».
Παλιά, πολύ παλιά, όταν έμεινα στο γνωστό Chelsea hotel, εκεί που ο Sid ΔΕΝ σκότωσε τη Nancy, εκεί που ερωτεύτηκε ο Cohen την Janis Joplin, άνοιξα το ψυγείο και ήταν γεμάτο ληγμένα γιαούρτια, βρύα και λειχήνες. Προφανώς, ο προηγούμενος ένοικος πέθανε και τον πήραν βιαστικά. Προφανώς, το ψυγείο έβλεπε στο βορρά.
Άνθρωπος με μυαλό που θαυμάζω, ένα βράδυ που άναψε μεταξύ μας η φλόγα της φιλίας, μου είπε ότι πηγαίνει στην ίδια πόλη μια εβδομάδα το μήνα. «Λέω να νοικιάσω σπίτι», λεει. «Ειναι φτηνά».
Τον κοιτάζω και αντί να πω απαλά τη γνώμη μου, του μιλάω σαν να δίνω εντολή για δική του προστασία. «Μη το κάνεις.» Πίνω μια γουλιά. «Τι πιο ωραίο από τα ξενοδοχεία;».