Ένα απείθαρχο μαύρο τσουλούφι, παίζει κρυφτό με το θάνατο. Το κύμα, σαν το άμνιο, νανουρίζει το μικρό κορμάκι που ανάσα, δεν έχει πια. Το κλικ της μηχανής. Τα άφωτα μάτια. Η εμβρυακή στάση. Δυο παπουτσάκια βυθισμένα στην άμμο. Η αποτύπωση ενός χρονικού απελπισίας, φυγής, εξαναγκασμού και εξαπάτησης, εκμετάλλευσης, αισχρής συναλλαγής, στυγνής δολοφονίας. Σπασμένοι ανάπαιστοι από γυαλί κοφτερό-σαν τις χατζάρες των Τζιχαντιστών και την αναλγησία της «πολιτισμένης» Ευρώπης.
«Αεί μνήσθητε των εν τοις πολέμοις παραλόγων» (Θουκυδίδης). Κάθε μέρα, κάθε βράδυ, κάθε ξημέρωμα, ενδημεί ο πόλεμος και η προσφυγιά στις εστίες μας. Χτυπά την πόρτα μας, ξαγρυπνά στην αυλή μας, ξεβράζεται στις απόκρημνες ακτές, σκαρφαλώνει απελπισμένα στα κοφτερά βράχια. Γαντζώνεται σαν πεταλίδα στο γλιστερό προσωπείο της «διαχείρισης» του μεταναστευτικού και αποκαλύπτει πως πίσω του, κρύβεται η γενεσιουργός των πολέμων αιτία: Το κέρδος.
Τη διεξάγουν εκείνοι που ψήνουν το μυαλό μας, όπως έψηναν κάποτε τους ανθρώπους στα κρεματόρια. Είμαστε το πλέον επικερδές τους εμπόρευμα. Και στην Αγορά και στο Σφαγείο αυτού του κόσμου, παίζουν στα ζάρια τις ζωές μας και την επιβίωση των παιδιών μας.
Ο πλούτος που χρειάζεται, πότε τις λόγχες, πότε τις ψυχές των φτωχών και πότε, τις ψήφους τους. Με μια ρητορική, που αναβαπτίζει τις αλήθειες σε τερατώδη ψεύδη και τα σερβίρει στο κάνιστρο της παραπληροφόρησης. Ωραιοποιεί, αποκρύπτει, περιθωριοποιεί, τρομοφοβεί. Με στερεότυπα υποταγής και συναλλαγής, με κλισέ που ορίζουν τα σύνορα της σκέψης, μας κάνει να «συνηθίζουμε» τη φρίκη του πολέμου, την εξαθλίωση των λαών, την εκμετάλλευσή τους από τους σύγχρονους «εμπόρους των εθνών». Την άτακτη μετακίνηση πληθυσμών σε αναζήτηση όχι ελπίδας, ούτε καν διαφυγής, απλά επιβίωσης! Που κι αυτή, αίρεται σε καθημερινή βάση...
Ένα παιδί, πετάει στ άστρα. Αναζητώντας τη χαμένη του πατρίδα. Τη ξενοιασιά της ηλικίας του. Της μάνας το χαμόγελο, του πατέρα το χάδι. Των αδελφιών του, το παιχνίδι. 'Έτσι θέλω να το σκέφτομαι. Σαν έναν μικρό, μελαμψό Ίκαρο που μπέρδεψε γλυκά την μια με την άλλη απόχρωση του γαλάζιου-από τη θάλασσα στον ουρανό κι αντίστροφα. Που κολυμπά πια στους αιθέρες κι όχι στη γη της φρίκης και του πολέμου, της προσφυγιάς και της αδιαφορίας για την ανθρώπινη ζωή. Ένα πλασματάκι που έκανε μια κατάδυση στην ανυπαρξία κι έπειτα μια γρήγορη ανάληψη στον ουρανό, για μια βαθιά ανάσα κι ένα παιχνίδι με τους αστερίες και τα κοχύλια του διαστήματος...
Ο «φοβερός παφλασμός» του Σεφέρη, αγναντεύει προφητικά τα μελλούμενα και πετά αίμα, κύμα και άμμο στα απαστράπτοντα και στιλβωμένα πρόσωπα των εξουσιαστών της γης. Τους αντιγυρίζει τον πόνο, ξερνά την απέχθεια. Γιατί δε θίγει (μόνο) την αισθητική μας, η ανάρτηση φωτογραφιών με άψυχα παιδικά σωματάκια. Θίγει πρώτιστα την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση το ότι ΥΠΑΡΧΟΥΝ πτώματα παιδιών κι απλά ανατριχιάζουμε ή λυπόμαστε, βλέποντάς τα. Γιατί το να «συνηθίζει» κανείς το θάνατο, είναι θάνατος ίδιος...
«Ζητείται ελπίς» ήταν το κυρίαρχο μήνυμα στον τελευταίο (φανερό) πόλεμο. Φάνηκε πως δόθηκε τότε ένα μήνυμα νίκης κατά του φασισμού αλλά και του ίδιου του πολέμου-κάτι που ξέφτισε σταδιακά και ξεθώριασε, χλώμιασε τις συνειδήσεις των λαών μέχρι που κατέρρευσε σαν τη παγκόσμια οικονομία. Ανοίγοντας το δρόμο σε μία ακόμη σύρραξη-αυτή τη φορά πιο ύπουλη, πιο βάρβαρη, πιο συνθλιπτική.
Τη διεξάγουν εκείνοι που ψήνουν το μυαλό μας, όπως έψηναν κάποτε τους ανθρώπους στα κρεματόρια. Είμαστε το πλέον επικερδές τους εμπόρευμα. Και στην Αγορά και στο Σφαγείο αυτού του κόσμου, παίζουν στα ζάρια τις ζωές μας και την επιβίωση των παιδιών μας. Σε αυτό το χρονικό των νεκρών και των ζωντανών νεκρών, ένθα ο τρομερός χορός των σκιών και των σκιωδών, ουκ έστιν βασιλεύς ή πληβείος, νεκρό μωρό στις ακτές της Αλικαρνασσού ή στη βάρκα διακίνησης προς τα νησιά του Βορείου Αιγαίου. Μόνο φράγκα. Σε αυτό το αιώνιο Βερντέν, της σύγχρονης συναλλαγής...