Εσύ

Εσύ Facebook Twitter
0
-Το θάνατο που αυτοί εμίσησαν, εγώ αγάπησα. Τη δυστυχία ασπάστηκα, την ευτυχία να γνωρίσω. Τώρα, κοίτα με. Εδώ, πεθαίνω. Σύννεφα σπεύδουν, το ατιμασμένο μου κορμί θε’ να γυμνώσουνε. Του ουρανού η αγκαλιά ζυγώνει,  στο σκοτάδι να με ντύσει. Οδεύω εκεί, μα προσδοκώ γαλήνη. Εγώ, με φόβο στα στήθη μου ζωσμένος, τους αγαθούς να μάχομαι, σαν τον αντάρτη, λυσσασμένος. Κοίτα με, σου λέω. Τα χείλη μου νεκρά αγνό νερό ζητούν να πιουν, της λύτρωσης απομεινάρι. Εγώ, που Άνθρωπος δεν πίστευα, ποτέ, ότι θα γίνω˙ σε τούτη εδώ τη στείρα γη πνίγεται η ψυχή μου. Σαν κι αυτούς, με τα θεριά της πύλης έσμιξα, έχοντας χέρια ματωμένα˙ κι όμως από το κατώφλι του δε σάλεψα, ποτέ. Τώρα, το φιλί του λαχταρώ σαν τον ερωτευμένο. Κοίτα με. Μονάχος, έσυρα και βάδισα σε μονοπάτια αδιάβατα, μονοπάτια άγνωστα που έσκιασαν το απρόσωπο πρόσωπό μου. Στο βάθρο το υψηλότερο να αναρριχηθώ, το θεό μου ευθέως να αντικρίσω. Με σθένος, βαστώντας θάρρος μιασμένο, μπροστά του να σταθώ˙ να αναρωτηθώ “Ποιος είμαι;”. Μήτε το βλέφαρό του  κίνησε, μήτε το χέρι του άπλωσε να με χαϊδέψει. Τώρα, κοίτα με. Το βλέμμα μου αμαυρωμένο, αιώνια, στα βάραθρα θα  κατοικεί.

-Βλέπω στα μάτια σου, τον πόνο να δεσπόζει. Μάτια στεγνά, που έρχονται από τα ξένα. Το παρόν να ακολουθεί ατάραχο το μέλλον, μα το παρελθόν αδιάκοπα το βήμα σου να κατευθύνει. Σάμπως αγάπησες, δίχως αγάπη να γνωρίσεις. Σάμπως υπήρξες, δίχως το χώμα να γευθείς. Το θρόνο σου λεηλατούν οι ορδές των πεταλούδων.  Πιότερο κλαις, σαν τα δεσμά σου αφήνεις. Δεν γνωρίζω, εκεί που πας, ποιος παραδίδεται μες στο  χαμό του κυκεώνα. Εγώ, εσύ κι οι δυο μας; Σκλαβωμένη των άδουλων είναι η σκέψη μας. Κι η σάρκα μας, μες στη βλασφήμια λιώνει ποτισμένη˙ γι’ αυτό αφουγκράσου τη στερνή λαλιά μίας αθάνατης σκιάς “Ποτέ μην ακούσεις τα πουλιά˙ λεύτερα είναι κι ό,τι ποθήσουν ψέλνουν”.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ