Γιατί αρνούμαι να φοβηθώ

Γιατί αρνούμαι να φοβηθώ Facebook Twitter
0

“Μου κάνει εντύπωση που κανένας γνωστός μας δεν είναι ανάμεσα στους τραυματίες”. Ο φίλος μου πίνει αργά αργά την μπίρα του – Βέλγικη, από τοπική ζυθοποιεία – και το βλέμμα του πλανάται το μαγαζί. Το μπαρ είναι μικρό, με οχτώ τραπέζια όλα κι όλα και πέντε ακόμα θαμώνες. Η τηλεόραση είναι συντονισμένη σε ένα μουσικό κανάλι που παίζει επιτυχίες του '90. Σε μια γωνία βρίσκεται ξεχασμένο ένα παλιό φλιπεράκι με κερματοδέκτη. Τα κόκκινα φώτα του να αντανακλώνται στο τζάμι. Ένα τυπικό μπαρ σε μια τυπική γωνιά των Βρυξελλών, Τρίτη προς Τετάρτη. Τρεις φίλοι χαλαρώνουν μετά τη δουλειά πίνοντας μπίρες. Μόνο που δύο χιλιόμετρα μακριά μια βόμβα το πρωί είχε τραυματίσει και σκοτώσει πλήθος ανθρώπων που πήγαιναν στη δουλειά τους. Ανθρώπων σαν και μας.

Τον κοιτάζω αμίλητη. Συνήθως είναι γεμάτος αισιοδοξία. Του αρέσει να πιστεύει ότι όλα θα πάνε καλά στο τέλος και προσπαθεί να εμπνεύσει αυτή την στάση ζωής και στους γύρω του. Όταν όμως τον πήρα τηλέφωνο το πρωί για να δω τι κάνει, μου είπε μονάχα: "η κατάσταση είναι τρομακτική". 

Και τώρα ξανά, αν και δεν θέλω να το παραδεχτώ, ξέρω ότι έχει δίκιο. Δουλεύω δέκα λεπτά από το σταθμό του Maelbeek. Ένας φίλος μου επέβαινε στο τρένο που μόλις είχε αποχωρήσει από το σταθμό κινούμενο προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μια άλλη φίλη μου ήταν στην αποβάθρα του διπλανού σταθμού όταν έσκασε η βόμβα. Ο τρίτος της βραδινής μας εξόρμισης ήταν εκείνη την ώρα σε ένα κοντινό κτίριο και είδε τον κόσμο που έτρεχε για να σωθεί. Ξέρω τόσους ανθρώπους που δουλεύουν στην περιοχή. Και ξέρω πως όλοι είναι ζωντανοί. Απόψε πίνουμε για να γιορτάσουμε τη ζωή.

Το σώμα μου έχει χαλαρώσει από το αλκοόλ και το μυαλό μου ταξιδεύει. Το πρωί δεν πέρασαν πάνω από πέντε λεπτά από τη στιγμή που έμαθα για την έκρηξη στο μετρό, όταν χτύπησε το τηλέφωνό μου. Η φωνή της μητέρας μου έφτασε τρεμάμενη από την άλλη άκρη της γραμμής και ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί μου. “Παιδί μου είσαι καλά;”. Για λίγα δευτερόλεπτα έμεινα σιωπηλή. “Ναι, μην ανησυχείς, όλα είναι μια χαρά”. Τι να πεις σε κάποιον χιλιόμετρα μακριά, που δεν γνωρίζει την πόλη, που δεν ξέρει τι ώρα έφυγες από το σπίτι, που δεν μπορεί να σε πάρει μια αγκαλιά να σε παρηγορήσει, να παρηγορηθεί και ο ίδιος; Όλα είναι μια χαρά.

 

Περασμένα μεσάνυχτα καλώ ένα ταξί να με γυρίσει σπίτι. Καθώς περιμένω, βλέπω στον ουρανό ένα τεράστιο, ολόγιομο φεγγάρι. Λίγο παραδίπλα μια κερασιά φορτωμένη άσπρα άνθη μου θυμίζει ότι παρά το τσουχτερό κρύο, έχει έρθει η άνοιξη. Η φύση συνεχίζει τον αέναο κύκλο της, από το σκοτάδι στο φως, από τη σιωπή στην καρποφορία, κι ας σκοτώνονται οι άνθρωποι, κι ας ματώνουν τα χώματά της.

Την επόμενη μέρα ξυπνάω ασυνήθιστα νωρίς. Έχω συμφωνήσει να δουλέψω από το σπίτι. Δεν μπορώ όμως να μείνω κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους. Τον περασμένο Νοέμβρη που μας είχαν ζητήσει να περιορίσουμε τις μετακινήσεις μας κόντεψα να τρελαθώ. Αυτοκίνητο δεν είχα, μέσα μεταφοράς δεν λειτουργούσαν, βρέθηκα να κόβω βόλτες στις δώδεκα τη νύχτα σε κεντρικό δρόμο γεμάτο πανάκριβα μαγαζιά και θωρακισμένα οχήματα του στρατού.

Αυτή τη φορά ντύνομαι και πάω για τζόγκινγκ. Έχω δηλώσει συμμετοχή στα 20 χιλιόμετρα των Βρυξελλών και δεν σκοπεύω να κάνω πίσω. Ειδικά μετά τα χτεσινά. Τώρα η θέλησή μου να συμμετάσχω στην κούρσα είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Βάζω μουσική και αρχίζω να τρέχω. Περνώ από κεντρικούς δρόμους και από στενά, από πλατείες και από ιστορικά κτίρια. Βλέπω ανθρώπους να δουλεύουν. Βλέπω ανθρώπους να μιλούν. Βλέπω ανθρώπους να χαμογελούν. Βλέπω ανθρώπους να ζουν. Βλέπω ανθρώπους που με το κεφάλι ψηλά συνεχίζουν τη ζωή τους. Θα το ξεπεράσουμε.

Φτάνω στο κτίριο του χρηματιστηρίου. Λουλούδια και μπαλόνια, μηνύματα και σημαίες είναι αφημένα μπροστά από το γκρίζο κτίριο με τα δίδυμα λιοντάρια. Με κιμωλία κάποιος έχει γράψει “tous ensemble – όλοι μαζί”. Ο κόσμος αρκετός, οι κάμερες ακόμα περισσότερες. Παίρνω βαθιά ανάσα και συνεχίζω να τρέχω. Τρέχω μακριά από αυτούς που θέλουν να μου επιβάλουν μια νιχιλιστική, θλιβερή, ενοχική εκδοχή της ζωής. Ανεβαίνω ανηφόρες, κάνω ζικ ζακ, φτάνω στην κορυφή του λόφου και σταματώ στο Παλάτι της Δικαιοσύνης απ' όπου μπορώ να δω όλη την πόλη. 

 

Μπροστά από το Παλάτι, δυο πάνοπλοι στρατιώτες περιπολούν όπως συνήθως. Τα λεωφορεία περνούν μισογεμάτα. Τα μαγαζιά και τα εστιατόρια, μια μέρα μόνο μετά την επίθεση, είναι ξανά ανοιχτά. Στο δρόμο επικρατεί ησυχία, την οποία διακόπτουν που και που οι σειρήνες των περιπολικών. Μετά τα γεγονότα του Νοέμβρη, η πόλη μοιάζει σκληραγωγημένη, προετοιμασμένη για τα χειρότερα. Αυτό όμως μονάχα επιφανειακά.

 

Ατενίζω τα μεγάλα, επιβλητικά κτίρια και σκέφτομαι το μέλλον. Ονειρεύομαι ένα κόσμο ελεύθερο και λογικό. Να παίρνουμε αποφάσεις μαζί, όχι βασιζόμενοι σε σλόγκαν και δημαγωγικούς συναισθηματισμούς, αλλά σε ιδέες, γνώση, μελέτες και συζητήσεις. Να σεβόμαστε ο ένας τον άλλο και να απομονώνουμε αυτούς που θεωρούν για οποιοδήποτε λόγο δικαίωμά τους να στερούν τη ζωή των συνανθρώπων τους.

 

Γυρίζω στην πραγματικότητά μου. Στους νεκρούς, στους τραυματίες, στις πληγές, εμφανείς και αφανείς. Αρνούμαι να σταματήσω να αγαπώ και να σέβομαι. Είμαι ένας κόκκος στον ωκεανό, μα η θέλησή μου παραμένει ακλόνητη. Αρχίζω να τρέχω ξανά. Τρέχω προς το σπίτι μου, προς τα όνειρά μου, προς τις αξίες μου, προς την ελπίδα...

 

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ