Η θέση του ανεκπλήρωτου έρωτα στον κόσμο**

Η θέση του ανεκπλήρωτου έρωτα στον κόσμο** Facebook Twitter
1

Σε σκέφτομαι συνέχεια. Κάθε μέρα και κάθε λεπτό που περνάει. Το ξέρω, ακούγεται κοινότυπο, αλλά πολλές φορές το κοινότυπο προσπάθησε και κατάφερε να εξηγήσει με τον πιο όμορφα απλό τρόπο τα περίπλοκα του ανθρώπου. Συναισθήματα όπως ο έρωτας, το πείσμα, η μελαγχολία, ο εγωισμός. Δεν θέλουν λέξεις για να σχηματιστούν. Τα βλέπεις στα χαμόγελα, στα υγρά μάτια, στα ρυτιδιασμένα κούτελα. Δεν χρειάζονται σελίδες να γεμίζουν με σκέψεις και το μελάνι να σπαταλιέται. Ο άνθρωπος είναι ο καλύτερος καμβάς.

Ποια είναι

; Άμα δηλαδή φανταστούμε πως η ζωή είναι μια μεγάλη βιβλιοθήκη, σε ποια ράφια θα στοιβάζεται ο ανεκπλήρωτος έρωτας; Αυτός που δεν υπήρξε πουθενά γραμμένος, παρά στα όνειρα σου και στην φαντασία σου που δεν ημέρωσες ποτέ. Θα τον βρεις στις ρομαντικές νουβέλες, στα δράματα, στα θρίλερ ή στα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας; Θα τον βρεις στο ράφι της ιστορίας και της πολιτικής γιατί είναι εξίσου αδίστακτος, απρόβλεπτος και σχεδόν προβλέψιμος. Δεν ξέρω καν αν θα τον βρεις σε ράφια γιατί τον δανείστηκαν πολλοί, για λίγο -στην αρχή-, για πάντα -στο τέλος. Μην ανησυχείς όμως, θα σε βρει αυτός.

Τα βράδια οι άνθρωποι μπορούν να τα περάσουν ή μόνοι τους ή με φίλους. Στην πρώτη περίπτωση νιώθεις αρκετά συγγραφέας, ειδικά αν έχεις αγκαλιά λίγο κρασί. Στην δεύτερη περίπτωση νιώθεις άνθρωπος.

Θυμάμαι εκείνη την μέρα που με πήρες τηλέφωνο και μου είπες ότι έφυγες. Ξέρεις, ότι έχεις ήδη φύγει. Πριν λίγες μέρες είχα φύγει και γω, αλλά περίμενα να βρεθούμε κάπου, τουλάχιστον σε κάποιο όνειρο. Δεν έτυχε. Μέρες αργότερα, με ξαναπήρες τηλέφωνο, να μου πεις ότι γύρισες και ότι με έψαχνες γιατί τελικά κάποιος ταξιδιώτης σου έδειξε τον δρόμο του γυρισμού και εσύ τον ευχαρίστησες με ένα μπουκάλι ουίσκι. Αλλά σου είπα, είχα φύγει και δεν θα ξανά γύρναγα ποτέ. Για κανέναν. Ούτε για σένα. Μετά ξημέρωσε και έπρεπε να ξυπνήσω και να φύγω, αφού πιω καφέ. Τελικά δεν γύρισες. Ούτε έφυγες. Απλά δεν υπήρξες.

Τα βράδια οι άνθρωποι μπορούν να τα περάσουν ή μόνοι τους ή με φίλους. Στην πρώτη περίπτωση νιώθεις αρκετά συγγραφέας, ειδικά αν έχεις αγκαλιά λίγο κρασί. Στην δεύτερη περίπτωση νιώθεις άνθρωπος. Εσύ μου έκανες παρέα στα βράδια του συγγραφικού οίστρου. Ήσουν δίπλα μου ξαπλωμένος στο κρεβάτι και με κοίταζες καθώς πάταγα τα πλήκτρα της γραφομηχανής. "Έλα σταμάτα με ξεκούφανες" έλεγες κάθε πέντε λεπτά και κάθε που σταματούσα μου τσιμπούσες το χέρι για να ξανά αρχίσω. Μετά έβαζα μουσική στο πικάπ και έκλεινες τα αυτιά σου. Μετά σιγοτραγουδούσες την μελωδία στο μπάνιο. Όσο για τους φίλους, δεν είχες και σε έσερνα μαζί μου στα μπαράκια της Πραξιτέλους.

Τελικά δεν μπορώ με το άγγισμα ενός πλήκτρου να επηρεάσω εσένα, πόσο μάλλον τον κόσμο. Ούτε να τον αλλάξω, αν και το πίστεψα για λίγο. Μερικές φορές ξεχνάω ότι έχω εσένα να τον αλλάξεις, ή έστω να προσπαθήσεις να γεμίσεις τα κενά που άφησα όταν έτρεχα να προλάβω τα τρένα ενός έρωτα τελειωμένου. Εσύ, που είσαι η φωνή μου και τα μάτια μου, εσύ, ίσως μπορείς να με περιμένεις ενώ σε προδίδω;

1

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ