Και τώρα σαν να ακούω τις φωνές που επικρίνουν τα Χριστούγεννα.

Και τώρα σαν να ακούω τις φωνές που επικρίνουν τα Χριστούγεννα. Facebook Twitter
0

Περπατώ στον δρόμο και κάτω είναι σκορπισμένοι χάρτινοι σταυροί, πολύχρωμοι και τσαλακωμένοι. Στη γωνία με περιμένει ο Σπίθας και ο Κανέλλος. Ο Σπίθας στέκεται ακίνητος και απλά με αγκαλιάζει με τα παραπονεμένα του μάτια μέχρι να εξαφανιστώ. Ο Κανέλλος μπαίνει μπροστά στα πόδια μου κόβοντας την ορμή μου μέχρι να γονατίσω και να φωλιάσει το κεφάλι του στο ζεστό μου χέρι, ενώ με το άλλο χαϊδεύω τα αδυνατισμένα του πλευρά.

Τα μάτια μου ακολουθούν τους χάρτινους σταυρούς, τους χάρτινους πολύχρωμους σταυρούς. Έρχονται τα Χριστούγεννα και γνωρίζω ότι σε λίγες μέρες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα εκτοξευτούν μύδροι για τα Ηλιούγεννα, τη θλίψη, την καταναλωτική μανία, την επίπλαστη χαρά που θα εξατμιστεί. Κουνώ το κεφάλι μου και σκέφτομαι: Κάποτε πέρασες και εσύ τη φάση αυτή. Η διαφορά είναι ότι άρχισες να συνειδητοποιείς. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι το σκοτάδι είναι δύσκολο και είναι λογικό να το αποζητούν για να διαφέρουν, για να διαφοροποιούνται. Εσύ όμως συνειδητοποίησες πόσο δύσκολο είναι το φως, πόσο δύσκολο είναι κάθε μέρα να προσπαθείς για να μην απλώσει κανένα πλοκάμι το σκοτάδι του και να μένεις στο φως, γιατί μένοντας στο φως μπορείς να φωτίζεις και τους άλλους και πάντα αυτό ήθελες.

Έχω γονατίσει στη γωνία πριν τη δουλειά μου, και με το ένα χέρι χαϊδεύω τον Κανέλλο ενώ τα μάτια μου ακολουθούν τους χάρτινους σταυρούς. Στη γωνιά αυτή ο ήλιος μοιάζει απόκοσμος, χύνεται σαν ατόφιο ασήμι στον καμβά του ουρανού, περιβάλλοντάς με με ένα απόκοσμο, πολύ απόκοσμο αλλά καθησυχαστικό φως. Έχω γονατίσει στη γωνία πριν τη δουλειά μου, χαϊδεύω τον Κανέλλο και τα μάτια μου περιεργάζονται τους χάρτινους σταυρούς. Πόσο έχουμε συνηθίσει στη δυστυχία. «Τι κάνεις;» «Ε, ας τα λέμε καλά». «Έτσι και έτσι». «Τι συνέβη;» «Ε τίποτα μωρέ, τα ίδια και τα ίδια». «Και τι κάνεις για αυτό;» «Ε… έχει ο Θεός». Όχι, φίλε μου, δεν έχει ο θεός. Έχεις εσύ, γιατί εσύ είσαι ο θεός σου. Από τη μία ο εθισμός στη μιζέρια, από την άλλη βλέπεις τους πραγματικούς αγωνιστές στα νοσοκομεία, τους άστεγους που ψάχνουν πού θα στρώσουν να τη βγάλουν και απόψε, τον Σπίθα που ψάχνει λακκούβα να πιει νερό μετά τη βροχή. Πόσο δύσκολο είναι το φως και πόσο συνηθισμένοι είμαστε στο σκοτάδι. Τα μάτια μου ακολουθούν τους χάρτινους σταυρούς. Τι κι αν τα Χριστούγεννα κάποτε ήταν Ηλιούγεννα; Από κάπου απροσδιόριστα μυρίζουν κουλούρια να ψήνονται και μεταφέρομαι στην κουζίνα της γιαγιάς μου που μοσχοβολούσε ζύμη και τριμμένο πορτοκάλι. Δίπλα βλέπω το βαμβάκι που βάζαμε στο δέντρο, προσπαθώντας να φέρουμε το χιόνι στο ψεύτικο δεντράκι μας, τα κουδούνια να χτυπάνε και να ακούς παιδικές φωνές «να τα πούμε;» τα ψώνια που κάναμε γιατί τότε μόνο προλαβαίναμε, και ας λειτουργούσε η μέρα αυτή συμβολικά, ως υπενθύμιση να εκφράσουμε την αγάπη μας. Το στρωμένο τραπέζι το μεσημέρι με το πολύχρωμο τραπεζομάντιλο, η σιωπή στους δρόμους γιατί όλοι τις στιγμές αυτές τις μοιραζόμαστε με τους αγαπημένους μας στην οικογενειακή εστία. Γι’ αυτό η εστία είναι τόσο ιερή: γιατί για κάποιες στιγμές ακουμπούν ταυτόχρονα χέρια ανθρώπων που τόσο αγαπιούνται.

Και τώρα σαν να ακούω τις φωνές που επικρίνουν τα Χριστούγεννα. Τα μάτια μου ακολουθούν τους πολύχρωμους σταυρούς μέχρι που το βλέμμα μου αναρριχιέται σε ένα παράθυρο. Παιδιά πετούν τους χάρτινους πολύχρωμους σταυρούς και γελάνε όπως οι χειροτεχνίες τους βυθίζονται στον παγωμένο αέρα μέχρι να προσγειωθούν στα πόδια μου. Τα μάτια μου μεταφέρονται στην επιγραφή δίπλα από το παράθυρο. Σύλλογος φίλων Αμεα. Παίρνω έναν σταυρό στα χέρια μου. Έχουν ζωγραφίσει ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Έχω γονατίσει στη γωνία πριν τη δουλειά μου, χαϊδεύω τον Κανέλλο και τα μάτια μου χαμογελούν στα παιδιά που ζωγραφίζουν τις ελπίδες τους και τις αφήνουν περιστέρια ελεύθερα από το παράθυρο να πετάξουνε σε εμένα.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ