Γυμνοί μοιράζονται ένα τσιγάρο, αμίλητοι και αμείλικτοι.
Από εκείνο το διαμέρισμα μπορούσες να συνομιλήσεις με το ουράνιο τόξο, μόνο ουρανός, πουθενά κουρτίνες.
Σαν και εκείνη.
Δεν είχε σκοπό να αγαπήσει,της το είχε μυνήσει αυτό, με λόγια μονάχα γιατί οι πράξεις του ήταν σαν να είχαν κυρήξει πόλεμο με τις βαρύγδουπες δηλώσεις του.
Όταν την πήγε στην παραλία,της στόλισε τις μπούκλες με φύκια και στο λαιμό της κρέμασε κοχύλια, εκεί ήταν για πρώτη φορά που την φωτογράφισε.
Ξυπόλητη, γυμνή, παραδομένη.
Ορκίστηκε πως δεν θα την έβλεπε ξανά.
Δυό μήνες μετά φορούσε ζακέτα και στο σπίτι κρέμασε ολόγυρα κουρτίνες.
Την συνάντησε στο δρόμο μα δεν της μίλησε.
Μια δυο φορές άκουσε την φωνή της απ' το θυρεοτηλέφωνο, κρυμμένος.
Σαμ μικρό παιδί που χτυπάει τα κουδούνια και φεύγει.
Σαν μικρό παιδί.
Παιδί.
Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος, όταν αποφάσισε να εμφανίσει τις φωτογραφίες του καλοκαιριού.
Σίφνος.
Ανάφη.
Ήταν και ένας φάκελος χωρίς όνομα ή προορισμό, ένας φάκελος γεμάτος φύκια, κοχύλια και αλμυρά φιλιά.
Θυμήθηκε τα μάτια της
Το βήμα της
Το άγγιγμα
Τις νύχτες
Το τρέμουλο
Το παρεό του στα γυμνά της στήθη.
Χειμώνας.
Κλεφτή ματιά πίσω απ' το τζάμι.
Κρύο.
Έκλεινε τα μάτια και βρισκόταν εκεί,
Στο φοιτητικό του δωμάτιο
Επάνω στο στρώμα στο πάτωμα
Φορώντας την μπλούζα του
Αμίλητοι, αμείλικτοι.
Δεν πρόλαβε να χορτάσει.
Ένα φθινόπωρο αργότερα θα έφευγε από την πόλη.
Τίποτα δεν την βάραινε πιο πολύ απ' το κοχύλι στην τσέπη.
Μια φωτογραφία στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και πολλά τσιγάρα αργότερα θα την έκαναν να θυμηθεί ποια ήταν.
Αυτή που δεν είναι σήμερα.
Έκλαψε σαν μικρό παιδί
Μικρό παιδί.
Παιδί.
σχόλια