Η Ειρήνη είναι νέα γυναίκα, λεπτόκορμη, σπαθάτη, μετρίου αναστήματος, με γλυκό πρόσωπο, τοξωτά φρύδια ανατολίτικα, αεικίνητα μάτια, ατίθασα μαλλιά. Εργάζεται σε μεγάλη τράπεζα, στα δάνεια στεγαστικής πίστης. Δεν ξέρω τι σημαίνει η πίστη στην τραπεζική γλώσσα, φαίνεται όμως ότι πολλοί την είχαν αυτήν την πίστη τα προηγούμενα χρόνια και όλοι πίστεψαν σε κείνο το περιβόητο «κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι» τους. Άλλαξαν όμως τα χρόνια και η κρίση μάς άλλαξε την πίστη.
Τη θυμάμαι την κοπέλα από τις αρχές της δεκαετίας, πολύ νεαρή τότε, και η τράπεζα πολύ γαλαντόμα – έδινε χρήμα και πίστη παντού. Εκείνη σ’ ένα γραφειάκι, με ταχύτητα, συμπλήρωνε χαρτιά, και «καλορίζικο, εγκρίθηκε το στεγαστικό σας»! Την πέτυχα χθες σε πιο πάνω όροφο, σε μεγάλο γραφείο, υπεύθυνη στον τομέα της. Τώρα στο γραφείο της Ειρήνης συνωστίζονται όλοι όσοι πίστεψαν και προδόθηκαν, έσφαλαν, δεν υπολόγισαν σωστά, εξαπατήθηκαν, καταστράφηκαν, κατέρρευσαν. Αδυνατούν όμως. Οι περισσότεροι· γιατί υπάρχουν και κάποιοι που μπορούν, αλλά δεν θέλουν.
Πρέπει να περιμένω, κάθομαι σε μια καρέκλα ακριβώς απέναντί της. Ανοίγω ένα βιβλίο που πάντα έχω μαζί μου για κάτι τέτοιες ώρες, πάω εκεί που μου υποδεικνύει ο σελιδοδείκτης, δεν συγκεντρώνομαι, ακούω τις συνομιλίες των διπλανών μου. Αγανακτισμένοι με το σύστημα, με τις τράπεζες, με τους τοκογλύφους, με την κυβέρνηση, την τωρινή, την προηγούμενη, την επόμενη. Με τους υπαλλήλους – γι’ αυτούς η φωνή ανεβάζει ντεσιμπέλ για να ακουστεί…
Η Ειρήνη έχει μπροστά της πελάτη, συμπληρώνει χαρτιά, χαμογελά, απαντά στο τηλέφωνο που χτυπά αδιάκοπα, σηκώνεται και πάει τρέχοντας στην άλλη άκρη της αίθουσας να βγάλει φωτοτυπίες, επιστρέφει, απλώνει τα χαρτιά της, προτείνει στυλό και ζητεί υπογραφές, τελειώνει το μελάνι, ψάχνει για στυλό, βρίσκει, βάζει σφραγίδες, ξανασηκώνεται, πάει στον ανώτερό της, παίρνει την έγκρισή του, επιστρέφει, ο πελάτης κάτι διηγείται, τον ακούει με μάτια θλιμμένα, κουνάει το κεφάλι της με κατανόηση, η γλώσσα του σώματός της το φωνάζει: «λυπάται». Ακολουθεί άλλος πελάτης, κι άλλος, κι άλλος. Η διαδικασία είναι η ίδια. Παίρνει θέση μπροστά της άνθρωπος που κάνει «μπαμ» από μακριά ότι δεν έχει καλές προθέσεις. Αρχίζει να της φωνάζει, να την κατηγορεί για όλα, μέχρι και για το προπατορικό αμάρτημα. Τον ακούει, απαντά ‒όπου βρίσκει ρωγμή στον μονόλογό του‒ με ευγένεια κι ένα χαμόγελο που σιγά σιγά μαραίνεται. Τελειώνει το μαρτύριο και των δύο – γιατί κι αυτός που φωνάζει μαρτύριο περνάει, αλλά το καταλογίζει σε λάθος ένοχο.
Περνούν έτσι δύο ώρες, έχει φτάσει μεσημέρι όταν έρχεται η σειρά μου. Πλησιάζω, θέλω κάτι εύκολο, δεν θα καθυστερήσω. Μου ζητάει συγγνώμη, θέλει να πάει στην τουαλέτα, την παρακαλώ να το κάνει. Φεύγει τρέχοντας, επιστρέφει με μεγαλύτερη ταχύτητα. Ένας συνάδελφός της αφήνει με τρόπο στην άκρη του γραφείου της ένα σακουλάκι με κάτι φαγώσιμο από γειτονικό φούρνο. Κάνει μια περιστροφή με την τροχήλατη καρέκλα της και αστραπιαία τρώει μια μπουκιά – κρουασανάκι είναι. Της ζητώ να φάει με την ησυχία της, μπορώ να περιμένω. Με ευχαριστεί με τα μάτια, γεμίζει το στόμα της, καταπίνει λαίμαργα. Χαλαρώνει λίγο, μου μιλά σαν να μιλά στον καθρέφτη της: «Τελείωσα αγγλική φιλολογία, μπήκα στην τράπεζα μέσω ΑΣΕΠ, τώρα κάνω δεύτερο μεταπτυχιακό στην τραπεζική, δεν έχω παιδιά, είμαι τριάντα ετών, φεύγω από δω τις περισσότερες μέρες και πάω στο σπίτι μου ράκος, έχει πολύ πόνο ο κόσμος, μερικοί είναι πολύ ευγενικοί, μερικοί είναι πολύ άδικοι, κοιμάμαι με δυσκολία και βλέπω όνειρα, χθες είδα ότι ένας πελάτης έριχνε νερό στο γραφείο μου με ένα ποτιστήρι, ξύπνησα και δεν με ξαναπήρε ο ύπνος, αν κάνω παιδιά θα έχω μεγαλύτερα προβλήματα»… Παίρνει ανάσα, με βλέπει, με εξυπηρετεί, σηκώνεται, έρχεται από τη μεριά μου, απλώνει το χέρι της, το πιάνω, είναι ζεστό, λεπτό και ελαφρώς τρεμάμενο. Καλεί τον επόμενο πελάτη.
Ειρήνη, απόψε να ’χεις όνειρα γλυκά…
* Η Γιούλα Κουγιά είναι δημοσιογράφος και επιμελήτρια εκδόσεων