Κατά τον Αϊνστάιν το άκρον άωτον της ηλιθιότητας είναι να επαναλαμβάνεις συνεχώς τα ίδια πράγματα και να περιμένεις κάθε φορά να προκύπτουν διαφορετικά αποτελέσματα. Εξ αυτού προκύπτει αβίαστα ότι στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί ηλίθιοι. Επί δύο χρόνια αυτοί που έχουν έρθει εδώ και διατάζουν κι αυτοί που υπακούνε κι εκτελούν (τρόικα και κυβέρνηση αντίστοιχα), επιβάλλουν ξανά και ξανά τα ίδια μέτρα κτηνώδους λιτότητας, λέγοντας ότι έτσι θα υπάρξουν διαφορετικά αποτελέσματα κι ότι θα δούμε προκοπή.
Είναι όμως ηλίθιοι; Όχι. Ξέρουν καλά πως με ότι κάνουν πετυχαίνουν τη φτωχοποίηση αντί της ανάπτυξης που επαγγέλλονται. Γιατί; Διότι η πρόθεσή τους είναι να γίνουμε μια χώρα που θα κυριαρχούν η ανεργία, η φτώχεια κι η εξαθλίωση του λαού, για να εκλείψει κάθε δυνατότητα υπεράσπισης των εθνικών μας συμφερόντων, ώστε να επιβάλλουν άκοπα όσα επιδιώκουν.
Το 2004, τότε που η Ελλάδα μεγαλουργούσε, αν κάποιος έλεγε ότι μετά από οχτώ χρόνια θα ήμασταν όπως σήμερα, όλοι θα τον αποκαλούσαν αρρωστημένο φαντασιόπληκτο. Υπάρχουν όμως και χειρότερα από τη σημερινή κατάντια. Πχ σε αρκετές χώρες, άνθρωποι πεθαίνουν στο δρόμο από την πείνα. Γι΄αυτό όσοι θα προέβαιναν στον προηγούμενο ή σε συναφείς χαρακτηρισμούς, ίσως τώρα θα είναι πιο επιφυλακτικοί στις κρίσεις τους, αν κάποιος πει ότι βαδίζουμε κατά κει. Ένα μικρό ιστορικό.
“Η χώρα είναι θωρακισμένη και δεν πρόκειται να επηρεαστεί από την οικονομική κρίση”. Έτσι έλεγε ο Καραμανλής (τρομάρα του) το 2008. Γνωστή η συνέχεια. Γιατί όμως υστερούμε τόσο έναντι άλλων Ευρωπαϊκών χωρών; Πάμε παλιότερα. Όταν στη νεοαπελευθερωθείσα πατρίδα μας το 1837 ιδρυόταν το πρώτο πανεπιστήμιο, το Καποδιστριακό, στην Ευρώπη η γνώση και η πρόοδος, ήδη μετρούσαν 400 χρόνια Αναγέννησης, που η Ελλάδα δυστυχώς δεν έζησε ούσα υπό τουρκικό ζυγό. Έπεσε έτσι η χώρα στα νύχια των περπατημένων Ευρωπαίων, που άλλο δεν τους ένοιαζε, παρά να δημιουργούν συνθήκες επιτυχίας για τα μελλοντικά τους σχέδια. Άλλωστε και η βοήθεια που μας έδωσαν για να απαλλαγούμε από τους Τούρκους, δεν ήταν από αγάπη. Από συμφέρον ήταν. Άρχισε έτσι η οικονομική εξάρτηση της χώρας με τη μορφή δανείων. Η νέα υποδούλωση ξεκινούσε. Ας δούμε γιατί.
Όταν μια χώρα δανείζεται με επιτόκια μεγαλύτερα από τους ρυθμούς ανάπτυξής της, ουδέποτε θα μπορέσει να αποπληρώσει τα δάνεια. Αυτό ακριβώς γινόταν και γίνεται με την Ελλάδα, που σε αντιστάθμισμα εκχωρεί δικαιώματα. Περιμένουμε λοιπόν να δούμε τι θα είναι αυτό που θα εκχωρηθεί τώρα, αν και μάλλον θα έχει να κάνει με τον πλούτο του Ελληνικού υπεδάφους (πετρέλαια και φυσικό αέριο), χωρίς να αποκλείονται και άλλα χειρότερα. Θα δούμε. Το δράμα είναι ότι σε μια κρίσιμη καμπή όπως η σημερινή, που η χώρα είναι σμπαράλια, δεν υπάρχουν ούτε αξιόπιστη δημόσια διοίκηση, ούτε πολιτικοί με σοβαρότητα, κύρος και διορατικότητα. Αντίθετα σχεδόν στο σύνολό τους είναι ερασιτέχνες φανφαρόνοι της πολιτικής που δεν έχουν όραμα, αδυνατούν να τοποθετηθούν σωστά και να παίξουν σοβαρά στη διεθνή σκακιέρα και, κατά το κοινώς λεγόμενο, δεν ξέρουν πού τους πάν τα τέσσερα. Αυτό φάνηκε και από τις δηλώσεις του Thomsen, που είπε για τους Έλληνες πολιτικούς: Και σε άλλες χώρες το ΔΝΤ συνυπέγραψε μνημόνια. Όμως η τελική μορφή των κειμένων προέκυψε μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις μεταξύ των κυβερνώντων και των εκπροσώπων του ΔΝΤ. Στην Ελλάδα όμως οι πολιτικοί υπέγραψαν ότι τους δώσαμε τυφλά. Δεν υπήρξε καμιά διαπραγμάτευση.
Πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, οι Έλληνες πολιτικοί ήσαν και είναι πειθήνια όργανα των κατά καιρούς πατρόνων μας, που για να κοιμούνται ήσυχοι ότι δεν θα ξεφύγει η Ελλάδα από τον δρόμο της υποτέλειας προς την ανεξαρτησία, τοποθετούσαν σε θέσεις κλειδιά δικούς τους ανθρώπους, που φρόντιζαν να λειτουργεί επιτυχώς το σύστημα. Ένα σύστημα που κατά τον John Kenneth Galbraith, πρέπει να παράγει ιδιωτικό πλούτο και δημόσια φτώχεια. Και τα αποτελέσματα τα νοιώθουμε ιδιαίτερα επώδυνα. Αυτή η μεθόδευση των “φίλων” μας, μας έχει οδηγήσει από το 1826 σε τέσσερις στάσεις πληρωμών, που αν πτωχεύσουμε πάλι τώρα, θα γίνουν πέντε.
Όμως “Οι εξουσίες ενθαρρύνουν τη λήθη. Έχουν συμφέρον να βλέπουμε το παρόν αποσπασματικά, αποσυνδεδεμένο από μοτίβα του παρελθόντος. Όσο πιο στενός ο ορίζοντας κατανόησης ενός προβλήματος τόσο πιο πιθανό είναι αυτό να ορισθεί με όρους επικαιρικούς, τους οποίους προνομιακά ελέγχει μια εξουσία. Και αντιθέτως: όσο πιο ευρύς ο ορίζοντας κατανόησης τόσο πιο απαιτητικά είναι τα κριτήρια λογοδοσίας όσων ασκούν έλλογη εξουσία.” (Από άρθρο του Χαρίδημου Τσούκα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 12 Aυγ. 2012)
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, όπου όλα ερμηνεύονται πρόχειρα κι επιδερμικά κι όπου κυριαρχούν οι Χριστοφοράκοι, εύκολα καλλιεργούνται νοοτροπίες που τις διέπει ο απέραντος εγωισμός, η εγκληματική αδιαφορία για το κοινωνικό σύνολο και η ελαστική συνείδησή. Πολλοί με τέτοια “χαρίσματα”, στελεχώνουν την κρατική μηχανή σε κάθε επίπεδο και έχοντας ως κίνητρο τον γρήγορο κι εύκολο πλουτισμό και την κοινωνική προβολή, είναι πρόθυμοι να διαφθαρούν και να διαφθείρουν. Αλλά ο διεφθαρμένος πρέπει να αμείβεται για να συνεχίσει να είναι διεφθαρμένος και να “εξυπηρετεί”. Και είναι αυτονόητο ότι το χρήμα που θα τσεπώσει θα είναι μαύρο. Λογικό. Οι διεφθαρμένοι δε θα βγάλουν στη φόρα τις αδιαφανείς συναλλαγές τους. Ούτε βέβαια θα δηλώσουν τα άνομα έσοδά τους στην εφορία. Αυτού του είδους οι αδιαφανείς συναλλαγές έχουν επεκταθεί δραματικά σε κάθε σχεδόν οικονομική δραστηριότητα και μας έχουν οδηγήσει ως χώρα, να έχουμε μια επίσημη οικονομία, όπου μισθωτοί και συνταξιούχοι τροφοδοτούν κατ΄εξοχήν το κρατικό ταμείο και μια ανεπίσημη, που ζει και βασιλεύει εξ αιτίας της απέραντης φοροδιαφυγής, που συντηρεί, προωθεί και επεκτείνει τη διαφθορά. Αυτή η παραοικονομία όπως τη λέμε, είναι – ακόμα και κατά τους κυβερνώντες – ίσως μεγαλύτερη και από την επίσημη. Που σημαίνει ότι το κράτος εισπράττει τα μισά περίπου από αυτά που θα μπορούσε να εισέπραττε. Και που αν γινόταν αυτό, δεν θα αιμορραγούσαμε σήμερα.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι φοροδιαφυγή και διαφθορά είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος όταν μιλάμε για την κρατική μηχανή και πνίγουν κάθε προσπάθεια ανάπτυξης, σπρώχνοντάς μας στην εξαθλίωση. Και τι κάνουν οι πολιτικοί για αυτό; Τίποτα. Καταφεύγουν διαρκώς σε μέτρα που έχουν αποδειχτεί όχι μόνο αναποτελεσματικά αλλά και καταστροφικά, σα να θέλουν να επιβεβαιώσουν τα περί ηλιθιότητας. Την ίδια ώρα η απογοήτευση που έχει ριζώσει στις ψυχές των έντιμων πολιτών, τους αναγκάζει να μπουν στο φαύλο κύκλο της ανομίας (μίζες στις πολεοδομίες, φακελάκια στα νοσοκομεία κ.λπ.), χωρίς να αντιδρούν σε όσα συμβαίνουν. Όλοι ξέρουμε τη δήλωση Ρουμελιώτη. Από μόνη της θα πρεπε να είχε κατεβάσει το λαό στους δρόμους. Δεν έγινε το παραμικρό. Δηλωτικό ότι κάθε ελπίδα έχει εκλείψει. Και τα συνδικάτα; Τι έκαναν αυτά; Όπως και οι πολιτικοί, εκτός από ρητορικές κορώνες και μερικά συλλαλητήρια τίποτα. Σα να μη τα αφορά το θέμα. Ίσως οι εκπρόσωποί τους να νομίζουν ότι δε θα πάνε στον πάτο μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο. Εκτός κι αν στρουθοκαμηλίζουν και τους ικανοποιεί το γεγονός, ότι αυτή η κατάσταση τους διατηρεί στο προσκήνιο. Για πόσο όμως;
Όσα μέτρα κι αν παρθούν κι όσα δάνεια κι αν μας δοθούν, δε θα μας βοηθήσουν να δούμε άσπρη μέρα αν δε χτυπηθεί καίρια η φοροδιαφυγή κι αν εμείς συνεχίσουμε τους ανόητους αφορισμούς και τις προγονολατρικές κορώνες που όλοι πια ακούνε βερεσέ. Κι επειδή τρόικα και πολιτικάντηδες δεν κάνουν τίποτα για να χτυπήσουν τη φοροδιαφυγή που μας τσακίζει, πρέπει να τους ωθήσουμε εμείς προς τα κει και να τους χαλάσουμε τη συνταγή της εξαθλίωσης όπου μας οδηγούν. Μπορούμε; Ναι. Πώς;
Δεχόμαστε περίπου ως φυσιολογικό ότι η φορολόγηση πρέπει να γίνεται εκεί από όπου πέρασε το χρήμα. Αυτό οδηγεί στην εύκολη λύση της βάρβαρης φορολόγησης συνταξιούχων και μισθωτών. Αντ΄αυτού θα πρεπε να φορολογείται εκεί όπου υπάρχει. Μόνον έτσι θα χτυπηθεί η φοροδιαφυγή. Αλλά η πολιτεία δε θέλει την πάταξή της. Με τον απίστευτο κυκεώνα νόμων και ερμηνευτικών διατάξεων, στοχεύει να έχει άλλοθι ότι δήθεν πασχίζει, αλλά δεν τα καταφέρνει. Δεν θέλει να κακοκαρδίσει τους κατόχους του μεγάλου κεφαλαίου. Στο μεταξύ ακούμε:
- Θα πάρουμε το δάνειο των 31 δις €;
- Θα επιμηκυνθεί ο χρόνος αποπληρωμής του;
- Δεν θα το πάρουμε.
- Θα το πάρουμε αλλά θα είναι μειωμένο.
- Τι είπε η Μέρκελ;
- Τι δήλωσε ο Σόιμπλε;
Και η εκμαλάκυνση του λαού καλά κρατεί.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες επόμενο είναι να μη γίνεται κάτι ουσιαστικό. Στο μεταξύ η τρόικα ζητά κι άλλα μέτρα. Δεν τους βγαίνουν τα νούμερα λένε. Ας τους πούμε λοιπόν εμείς πώς να τα βγάλουν. Τι θα έκανε τους πάντες να συνεργάζονται με την εφορία; Μα να μη φορολογούνται για χρήμα που δεν έχουν. Ας πούμε λοιπόν ότι ένας πολίτης ξοδεύει το μισό από το ετήσιο εισόδημά του. Θα έχει αντίρρηση να φορολογηθεί μόνο για όσο του απομένει και να απαλλαγεί για όσα ξόδεψε; Όχι βέβαια. Μοναδική του υποχρέωσή θα είναι να έχει πιστοποιημένες δαπάνες.
Τότε θα συμβούν τα παρακάτω:
1. Η εφορία θα έχει στα χέρια της κάθε στοιχείο για να εντοπίσει πού πάνε τα χρήματα και να φορολογήσει τον αποδέκτη τους κι όχι αυτόν που δεν τα έχει πια.
2. Ο πολίτης θα απαλλαγεί κατά 100% για τα έξοδά του κι ακόμα,
3. Θα φορολογηθεί για το μισό του εισόδημα που του απέμεινε.
Έτσι θα είναι όλοι ευχαριστημένοι, εκτός βέβαια από τους φοροφυγάδες. Κι όταν μιλάμε για δαπάνες δεν εννοούμε μόνο αυτές που συζητούνται για εστιατόρια, ηλεκτρολόγους, κέντρα διασκέδασης, υδραυλικούς, μπαρ κ.λπ., αλλά για τα πάντα. Ήτοι δίδακτρα, σούπερ μάρκετ, ταβέρνες, διόδια, αγορά σπιτιού, αυτοκινήτου, βενζίνης κι ότι άλλο. Αλλιώς αν παραμείνουν στο απυρόβλητο οι πάροχοι κάποιων υπηρεσιών, είναι βέβαιο ότι θα βρεθούν οι δίαυλοι για να αποτελέσουν τους πόλους έλξης για φοροδιαφυγή και ως εκ τούτου το όφελος της πολιτείας θα είναι μηδαμινό.
Κι ακόμα αφού ο φορολογούμενος αποδεδειγμένα έχει καταβάλει χρήματα (άρα δεν τα έχει πια), για ασφαλιστικά ταμεία και ΔΕΚΟ, γιατί πρέπει να φορολογηθεί για αυτά;
Γιατί συμφέρει να δηλώνονται οι δαπάνες, όταν εκπίπτουν στο 100% από το φορολογητέο εισόδημα; Ας δούμε ένα παράδειγμα με φανταστικούς αριθμούς για την εύκολη κατανόηση.
Δύο μισθωτοί (ο Χ και ο Ψ), βγάζουν από 100.000 € το χρόνο και ξοδεύουν τα μισά, ήτοι 50.000 €. Ο Χ πιστοποιεί όλες τις δαπάνες των 50.000 €. Ο Ψ πληρώνει λιγότερα (γλυτώνει μέρος ή όλο το ΦΠΑ) και δεν παίρνει αποδείξεις. Έρχεται η ώρα των φορολογικών δηλώσεων. Ως μισθωτοί υποβάλλουν δήλωση με βάση τα εκκαθαριστικά που τους δίνει ο εργοδότης και ας υποθέσουμε ότι και οι δύο βρίσκονται στη φορολογική κλίμακα του 25%. Ο Χ απαλλάσσεται για τις πιστοποιημένες δαπάνες των 50.000 € και φορολογείται για τις 50.000 € που του έχουν περισσέψει. Έτσι πληρώνει φόρο 12.500 €. Ο Ψ φορολογείται για τις 100.000 € (δεν έχει παραστατικά, που να πιστοποιούν τις αγορές του) και πληρώνει 25.000 €. Τελικά στον Χ απομένουν 37.500 €, ενώ στον Ψ 25.000 €. Για να λειτουργήσει αυτή η μέθοδος θα πρέπει ο συντελεστής φορολόγησης κεφαλαίου να είναι έστω και κατά μια μονάδα υψηλότερος του ΦΠΑ, ώστε να ξέρει ο καταναλωτής ότι θα ωφεληθεί πληρώνοντας ΦΠΑ, πιστοποιώντας έτσι τις δαπάνες. Σκεφτείτε την ανακούφιση που θα αισθανθούν όσοι έχουν χαμηλό εισόδημα, που δεν θα υποχρεούνται σε καταβολή φόρου, ενώ τώρα τους ζητούνται επαχθή χαράτσια κ.ά. Πού θα φορολογηθεί όμως το χρήμα των δαπανών τους;
Μα σε αυτούς που πήγε, μιας και το χρήμα δεν χάνεται. Απλώς αλλάζει χέρια. Όσο για τους μη μισθωτούς αυτοί θα καταγράψουν στη φορολογική τους δήλωση άπαξ, τα ποσά που έχουν στις τράπεζες και εφεξής το σύστημα της απαλλαγής από τη φορολογία θα οδηγεί στον εντοπισμό της διαδρομής του χρήματος, άρα και της κατάληξής του, για να φορολογηθεί εκεί όπου υπάρχει. Αλίμονο σε όσους δηλώσουν δαπάνες μεγαλύτερες από το άθροισμα καταθέσεων και εσόδων. Αυτό σημαίνει ότι αν δεν δηλώσουν τις πραγματικές καταθέσεις τους, δεν θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα επιπλέον χρήματα που έχουν. Εννοείται ότι το ΣΔΟΕ θα μπορεί ανά πάσα στιγμή να ελέγχει κάθε τι που σχετίζεται με τις καταθέσεις σε λογαριασμούς ντόπιων και ξένων τραπεζών, με τη διακίνηση του πετρελαίου προς αποφυγή της λαθρεμπορίας κ.ά.
Η λειτουργία αυτής της μεθόδου βασίζεται σε δυο αρχές. Η μία είναι ότι το κράτος πρέπει να γνωρίζει πόσα χρήματα έχει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Αν αυτό δεν συμβαίνει, τότε έχουμε φοροδιαφυγή. Η δεύτερη είναι ότι κάθε καταναλωτής, αποκτά πανίσχυρο κίνητρο να πιστοποιεί τις δαπάνες του, για να απαλλάσσεται κατά 100% από τον φόρο για το σύνολο των δαπανών του. Έτσι παύουν να υπάρχουν τεκμήρια διαβίωσης, φόρος ακίνητης περιουσίας, αντικειμενικές αξίες ακινήτων κ.λπ. Αλήθεια με ποια λογική άραγε, πρέπει να φορολογείται ένα ακίνητο, όταν δεν αποφέρει εισόδημα; Αυτά πρέπει να γίνουν κατανοητά από όλους. Μόνον έτσι θα γλυτώσουμε το άδικο στύψιμο στο οποίο μας υποβάλλουν.
Κι ύστερα καιρός είναι να δουλέψει σοβαρά το ΣΔΟΕ και να πάψει να κάνει αστείους ελέγχους στα καφενεία, στα ψιλικατζίδικα στις ταβέρνες κ.λπ. Για αυτά ας αναλάβει ο πολίτης τη δουλειά του ΣΔΟΕ, αφού όπως είπαμε έχει ακλόνητο κίνητρο – που άλλο ισχυρότερο δεν υπάρχει – και βασίζεται στην αρχή ότι θα φορολογείται για τη διαφορά μεταξύ εσόδων και εξόδων. Τόσο απλά. Όταν γίνουν τα παραπάνω, πολλοί θα κλάψουν. Είναι οι διεφθαρμένοι, στους οποίους αφιερώνω το παρακάτω ποίημα του Βάρναλη.
Να μασάει ο χοντρός είναι δουλειά του,
γουργουρίζει η πατρίδα στην κοιλιά του!
Νόμος: ο που προδίνει κι απατά,
όλο και πιο ψηλότερα πατά!
Και συ, Λαέ, με την καμένη ανάσα,
πότε θα κόψεις του χοντρού τη μάσα;
Ας δούμε λίγο παραπέρα από τη μύτη μας. Ας παραμερίσουμε το ενδιαφέρον μας για τα μικροσυμφέροντα που σήμερα εξασφαλίζονται κι αύριο εξανεμίζονται καθώς και για τις κοκορομαχίες των πολιτικάντηδων, που ανακυκλώνουν απεραντολογώντας τα προβλήματα που οι ίδιοι δημιούργησαν και τώρα καμώνονται πως θέλουν να τα λύσουν, αποκοιμίζοντάς μας. Ας προτρέψουμε τα συνδικάτα να αναστείλουν τις ακριβοπληρωμένες δίκες κατά των εργοδοτών, κάνοντας πλούσιους τους δικηγόρους, για να κερδίσουμε ίσως σήμερα, αυτό που κατά πάσα πιθανότητα θα χάσουμε αύριο.
Ας τα σπρώξουμε να ξεκινήσουν τον δικό μας πόλεμο. Με μαχητικά δελτία τύπου, με πληρωμένες καταχωρίσεις στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, με αναφορές στα blogs και με κάθε μορφής αγώνα, για να αποκτήσουν οι πολίτες ξανά την ελπίδα και να γίνουν κοινωνοί της αλήθειας που λέει ότι ναι, υπάρχει τρόπος να δούμε καλύτερες μέρες και δεν είναι δύσκολος. Υπάρχει τρόπος να ξεφύγουμε από το δρόμο προς την εξαθλίωση για να μη συνεχίσει να ισχύει η ρήση του Κολοκοτρώνη, “πουτάνα Ελλάδα δε θα ισιώσεις ποτέ”. Ας παλέψουμε για το αντίθετο για να δείξουμε ότι οι ιστορικοί εθισμοί μας, δεν θα αποβούν ισχυρότεροι από το ένστικτο της αυτοσυντήρησής μας.
σχόλια