Μεγάλωσα δίπλα σε προποτζίδικο. Καθημερινά, μετά το σχολείο, έβλεπα ανθρώπους με τσάντες φέρουσες την επιγραφή «Ξυστό» να με προσπερνάνε και να μπαινοβγαίνουν στο γειτονικό μαγαζί. Πάντα στα χέρια τους κρατούσαν πολύχρωμα αποκόμματα που υπόσχονταν εκατομμύρια, χάρτινη ευτυχία και λίρες να ξεχειλίζουν από τσέπες παντελονιών.
Ένας λοιπόν από τους πωλητές λαχείων ήταν βασικός και ταχτικός πωλητής του προποτζίδικου δίπλα από το σπίτι μου. Μία ζωή ξερακιανός, με μουστάκι και ρούχα που μύριζαν κακοπέραση και στέρηση. Τον έβλεπα να μεταφέρει αυτό το εμπόρευμα της ευμάρειας- τα χαρτάκια στηριγμένα στο ξυλάκι- και ευχόμουν να τα πουλάει όλα και να πηγαίνει σπίτι κουβαλώντας σακούλες με ψωμί και γλυκά.
Τύχη... Αυτός ο άνθρωπος εμπορευόταν και επαγγελόταν μία ζωή «τύχη», χωρίς ωστόσο η ίδια να του προσφέρει ούτε ένα πενιχρό μειδίαμα. Η δεύτερη λέξη που μου ήρθε κατακέφαλα και ανακάτεψα για ώρα μέσα στο στόμα μου, ήταν «ειρωνεία». Και σκληρή μάλιστα.
Αλλά τα χαρτάκια αυτά δεν τα έψαυε ο Τριβιζάς ώστε να γίνουν πλασματάκια που βοηθάνε και σπέρνουν την ευτυχία. Όχι. Αυτά τα λαχεία τα αγόραζαν άνθρωποι που κάθε άλλο παρά αλτρουιστικά σκεφτόμαστε ώστε να ενισχύσουμε έναν τέτοιο πλανόδιο. Οι περισσότεροι προσπερνάμε φουριόζοι, όπως στις κοπέλες που προσφέρουν αρώματα ή μυρίζουν φυλλάδια. Δεν έχουμε χρόνο μήτε διάθεση για προσφορά. Εκτός από τις περιπτώσεις που είμαστε με παρέα και πρέπει να αποδείξουμε πόσο «ανοιχτοχέρηδες» είμαστε.
Τα χρόνια πέρασαν-για να επανέρθω στον πρωταγωνιστή και ήρωα μου-και εγώ εγκατέλειψα την επαρχιακή πόλη που με μεγάλωσε, λόγω σπουδών. Επιστρέφοντας όμως, ξανασυνάντησα τον πωλητή λαχείων. Αυτή την φορά όχι να περνάει το κατώφλι του προποτζίδικου, αλλά καθισμένο σε πεζούλι, τείνοντας το σκελετωμένο χέρι το οποίο αποκάλυπτε ένα πλαστικό κεσεδάκι. Αντικρίζοντας τον, παρέλυσα και από μέσα μου επανέλαβα μηχανικά τη φράση «Κι αν σου κάτσει;» που διαφήμιζε κάποια σχετική εταιρία τύχης.
Τύχη... Αυτός ο άνθρωπος εμπορευόταν και επαγγελόταν μία ζωή «τύχη», χωρίς ωστόσο η ίδια να του προσφέρει ούτε ένα πενιχρό μειδίαμα. Η δεύτερη λέξη που μου ήρθε κατακέφαλα και ανακάτεψα για ώρα μέσα στο στόμα μου, ήταν «ειρωνεία». Και σκληρή μάλιστα.
Ολοκληρώνοντας την επιλογή λέξεων και αναλογιζόμενη τη δίνη της κρίσης ένιωσα μία βελόνα να μπήγεται στο δέρμα μου και να ρεκάζει «αδικία». Αδικία να βρίσκεσαι στον δρόμο χωρίς τα σχετικά ξυστά, λαχεία κλπ παρά μόνο ένα πλαστικό ταπεράκι. Αδικία να περιφέρεσαι μία ζωή με την ίδια ριγέ μπλούζα και πέδιλα χειμώνα-καλοκαίρι, περιμένοντας κάποιον άλλο να πλουτίσει ή να πιστέψει ότι θα πλουτίσει για να φας και εσύ μεσημεριανό. Αδικία να είσαι διαρκώς κατηφής και δύσθυμος και να μη χαίρεσαι και να χαμογελάς όπως οι υπόλοιποι. Αλλά ξέχασα. Αυτοί έχουν εξασφαλίσει το σημερινό ψωμί που θα τους βγάλει τη μέρα.
Όλες αυτές οι σκέψεις με ζάλισαν και προσπάθησα να κοιτάζω περισσότερα διακριτικά τη φτώχεια που είχε πρόσωπο σαν αυτά που πρωταγωνιστούσαν στις ιστορίες του Παπαδιαμάντη και μουστάκι που μου θύμισε τον παππού μου. Στην φευγαλέα ομοιότητα χαμογέλασα αλλά αμέσως σκυθρώπιασα. Φαντάστηκα τον παππού έτσι. Να μου ζητάει ψιλά και να στέκεται απεριποίητος απέναντί μου. Δικαστής και θύμα μου.
Τα γαμημένα χαρτονομίσματα στη τσέπη μου ήταν σαν να με κορόιδευαν καθώς μου υπενθύμισαν ότι δε διαθέτω καθόλου κέρματα. Ηττημένη, έσκυψα το κεφάλι και έκανα να φύγω.
Την επόμενη μέρα, ο πωλητής δεν στεκόταν στη γωνιά του. Είχε πολύ κρύο.
σχόλια