Μες στης νύχτας την αχλή
βήματα ακούγονται στο πεζοδρόμιο.
Βήματα αργόσυρτα που ο απόηχός τους
αντηχεί μες τα υγρά σοκάκια.
Μια ψιλόλιγνη φιγούρα ξεπροβάλλει
τυλιγμένη σε ένα μαύρο χειμωνιάτικο παλτό
κι όσο κι αν θες τα δυο της μάτια να τα δεις,
εκείνη δε γυρνάει.
Προχωρά αποφασιστικά,
με τ' άλλα πλάσματα της νύχτας
να εκπληρώσει κι αυτή με τη σειρά της
το δικό της σκοπό.
Αργός, κι όμως, ούτε μια στάλα νωχελικός,
ο χτύπος της καρδιάς της μοιάζει να συνυφαίνεται
με τον κρότο από τις γόβες που φορεί.
Μια αεικίνητη κίνηση εγκλωβισμένη στην απραξία.
Ζωή και θάνατος
για πρώτη φορά συμφιλιώνονται
πάνω στα κόκκινα σφραγισμένα της χείλη,
με ένα απόκοσμο φιλί.
Είναι η γυναίκα με τα μαύρα στιλέτο.