Καθόσουν πάντα στα δεξιά μου. Στην πλευρά που μου άρεσε να γυρίζω το κεφάλι και να σε κοιτάζω. Να σε ακούω να μιλάς για την καθημερινότητά. Την οικογένειά σου. Το παρελθόν σου. Τις απόψεις σου για τη ζωή. Τα σχέδια σου για το μέλλον, για μας...
Πάντα εσύ ξεκινούσες και εγώ συμπλήρωνα. Ναι, συμπλήρωνα μόνο. Δε θυμάμαι να έλεγες ποτέ κάτι που να με κάνει να διαφωνήσω.
Και κάπως έτσι κυλούσαν σχεδόν όλα τα βράδια του καλοκαιριού. Mαζί σου, σε εκείνο το στενό μπαλκόνι, στο δυάρι μου, στο κέντρο. Οι δυο μας και ένα μπουκάλι λευκό παγωμένο κρασί, να μιλάμε και να γελάμε για ώρες. Μέχρι την ώρα που κάποιος από τα διπλανά διαμερίσματα να μας κάνει παρατήρηση και να αναγκαστούμε να μαζευτούμε. Σα παιδάκια που τους έκανε παρατήρηση ο δάσκαλος. Να μπούμε μέσα στο μικρό μας φούρνο, το διαμέρισμα.
Κλεινόμασταν με κατεβασμένα τα κεφάλια, σα να μας είχαν βάλει τιμωρία. Πηγαίναμε στο κρεβάτι και αφού κάναμε έρωτα, συνεχίζαμε να μιλάμε, λες και θέλαμε να προλάβουμε να πούμε τα πάντα ο ένας στον άλλο. Μιλάγαμε ώσπου μας έπαιρνε ο ύπνος και σχεδόν παραμιλάγαμε. Παραμιλάγαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Όπως μας έβρισκε πάντα το πρωί.
Όλα ήταν τόσο όμορφα τότε. Σχεδόν μαγικά. Τόσο που δε θυμώμουν καν πως ήταν η ζωή μου πριν μπεις εσύ σ' αυτή. Έτρεμα στην πιθανότητα να γίνει κάτι και να σε χάσω. Ήθελα να ζω μόνο για τις ώρες που ήμουν κοντά σου.
Μένω ακόμα στο ίδιο διαμέρισμα με το στενό μπαλκόνι και η μερα σημέρα είναι τόσο ζεστή που νιώθω ότι μπήκε κιόλας καλοκαίρι.
Ίσως γι' αυτό σήμερα που σε συνάντησα πάλι στο δρόμο για τη δουλειά, ήρθε στο μυαλό μου αυτή η ανάμνηση. Τώρα όποτε συναντιόμαστε σε χαιρετάω και ρωτάω βιαστικά τα νέα σου. Όπως χαιρετάω και ρωτάω τα νέα οποιουδήποτε γνωστού. Αυτό έγινες πια για μένα. Άλλος ένας γνωστός. Ένας περαστικός στο δρόμο μου για τη δουλεία. Ένας περαστικός στο δρόμο της ζωής μου.
Σήμερα μόνο ήρθε στο μυαλό μου αυτή η ανάμνηση.
Η ανάμνηση μιας αγάπης που δεν υπάρχει πια.
σχόλια