Ξημέρωνε Δευτέρα. Έτρεχα να προλάβω το λεωφορείο για το Ελευθέριος Βενιζέλος. Δεν ήθελα να χάσω το αεροπλάνο. Έφτασα στο αεροδρόμιο σχεδόν τρεις ώρες πριν τη πτήση. Ναι, τόσο «φοβήθηκα» μην και καθυστερήσω - όσοι με ξέρουν θα καταλάβουν. Άφησα τα πράγματα μου, πήρα το εισιτήριο και άρχισα να εξερευνώ το εσωτερικό του αερολιμένα Αθηνών. Είχα άφθονο χρόνο μπροστά μου. Τριγύρω μου ανέμελοι και μαυρισμένοι τουρίστες επέστρεφαν στις πατρίδες τους μετά από τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Ανέβηκα τις σκάλες, προχώρησα λίγο και είδα στα δεξιά μου ανθρώπους ξαπλωμένους χάμω, να κοιμούνται στο πάτωμα. Συνομιλούσα διαδικτυακά με μια φίλη από Κύπρο. Εκείνη την ώρα της ανέφερα το περιστατικό. «Ε, τι; Πρώτη φορά το βλέπεις;», μου αποκρίθηκε. Όχι, δεν ήταν η πρώτη φορά, αλλά και πάλι, εγώ ένιωσα περίεργα. Στεναχωρήθηκα! Μπροστά μου οι ανισότητες της θηριώδης μοίρας: με τους ευνοημένους μετανάστες της πολυτέλειας, τους τουρίστες και τους άλλους, τους ξεριζωμένους που δεν ξέρουν τι θα τους ξημερώσει αύριο.
Ύστερα, προχώρησα παραπέρα μέχρι που βρέθηκα αντίκρυ στο μουσείο του Ελευθέριου Βενιζέλου. Κοντοστάθηκα. Πρώτη φορά το παρατηρούσα με τόση λεπτομέρεια (ύστερα από δεκά-τόσες πτήσεις από Αθήνα). Παίρνω μια βαθιά ανάσα, νιώθω μια ηρεμία μέσα στην τόση βαβούρα. Διάβαζα με προσήλωση τη Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία μέσω των επιφανειών. «Ελληνοτουρκική φιλία» ανέγραφε η μια – κι εγώ να κάνω κάτι περίεργους μορφασμούς. Συλλογίστηκα τις σχέσεις των δύο κρατών που έχουν περάσει από χίλια κύματα τα τελευταία 100 χρόνια. Τα εκατομμύρια που ξεριζώθηκαν από τους τόπους τους στη μεγαλύτερη ανταλλαγή πληθυσμών που έγινε στην ιστορία. Τι να κρύβεται άραγε πίσω από τη φράση της ελληνοτουρκικής φιλίας; Απόρησα και βαριαναστέναξα. Έφερα στο μυαλό μου τις εικόνες των μεταναστών που είχα αντικρίσει λίγα λεπτά πριν. Πως δεν διδαχτήκαμε τόσα χρόνια; Μήπως αφήνουμε το επίκτητο συναίσθημα της μισαλλοδοξίας να αποκρύπτει όλα τα διορθωτικά που κρύβονται πίσω από τη λέξη "φιλία", που θα έπρεπε να ακολουθεί ύστερα από μεγάλες εθνικές καταστροφές; Κάτι φταίει ψιθύρισα και συνέχισα να διαβάζω μέχρι που έφθασε η ώρα. Έπρεπε να φύγω. Αποχαιρέτησα την ελληνική ιστορία μαζί και τον Ελευθέριο Βενιζέλο και περπάτησα για την αίθουσα αναμονής. Ένιωθα λίγο αγχωμένη, παρότι τα τελευταία χρόνια ταξιδεύω σχεδόν κάθε δύο με τρεις μήνες. Πανάθεμα με! Φταίει η καναδική εκπομπή Μέιντέι που καθόμουν κι έβλεπα τα βράδια, έλεγα. Μπαίνουμε επιτέλους στο αεροπλάνο. Πρώτη φορά πετούσα μ' αυτή την εταιρεία – εξου και το εκτεταμένο άγχος. Εκεί ήταν που η μοίρα, η τύχη ή ο Θεός (όπως θες πες το) μου έμελλε να γνωρίσω ένα παράξενο άνθρωπο. Συνεπιβάτης και των δύο η μοίρα, για το ταξίδι με προορισμό τη Κύπρο.
Όπως πάντα άλλωστε, εμείς διαθέτουμε χαρισματική ανθρωπιά (!) και λεβεντιά, αυτοί όχι. Αλήθεια, τότε το διασκέδαζα κι εγώ με την ομάδα, σήμερα με θλίβει... Κάτι κάνουμε λάθος.
Η ατυχής ή τυχερή γνωριμία έγινε με την απογείωση, όταν και ελαφρώς ανήσυχη με τις αναταράξεις του αεροπλάνου ρώτησα τον διπλανό συνεπιβάτη μου αν έχει ταξιδέψει ξανά με την εταιρεία αυτή. "Δεν καταλαβαίνω. Στα αγγλικά, παρακαλώ;", μου απάντησε. Ρωτάω ξανά στην αγγλική. Λίγο το περίεργο όνομα που κρυφοκοίταξα στο εισιτήριο του, λίγο τα μεσογειακά χρώματα, πήρα το θάρρος και τον ρώτησα από πού είναι. "Από τη Κύπρο!", αποκρίθηκε. Σωπαίνω για λίγο. Έπειτα του λέω "Είσαι Τούρκ..", αυτός με διακόπτει και μου λέει "Ναι, είμαι Τουρκοκύπριος". Εν συνεχεία, μου αναφέρει ότι γεννήθηκε στη Κερύνεια. Εγώ από Λεμεσό του λέω. Χαμογελάει σκυθρωπά και μου λέει "Και οι γονείς της γυναίκας μου από Λεμεσό είναι, από τον Ασώματο. Έφυγαν τότε ... κι έμειναν στη Κερύνεια". Από εκεί και ύστερα ξεκινήσαμε μια απλή ανθρώπινη κουβέντα στην αγγλική γλώσσα– ούτε στην ελληνική, ούτε στην τούρκικη.
Συνειδητοποίησα ότι ένιωθα λίγο ντροπή, λίγες τύψεις επειδή μιλούσα με ένα άνθρωπο σαν τον Οκάν. Ένιωθα ντροπή που μιλούσα σε κάποιον «απόγονο του Αττίλα». Εν δυνάμει ρατσισμός στο μυαλό μου. Τι κι αν γεννήθηκε μετά τα γεγονότα του '74, εγώ τον αντίκριζα άσχημα. Λες και κληρονομούμε όλα τα κακά ή καλά των προγόνων μας. Είναι που η σημερινή αυτοσυνείδηση μας θεμελιώνεται επάνω σε μια σειρά από μύθους, στερεότυπα και φοβίες – σαν αυτούς της φυλετικής και πολιτισμικής ανωτερότητας ημών ή κατωτερότητας αυτών, της ιδιαιτερότητας, της θρησκευτικής ή γενεαλογικής καθαρότητας. Αυτό που αποκαλούμε «το ελληνικό ντι-εν-έι». Μα καλά πιστεύουμε ακόμα στους γαλαζοαίματους και τους τίτλους ευγενείας; Ε ναι, πιστεύουμε. Δε τ' αναφέρω σαν δικαιολογία, παρά μόνο σαν αυτογνωσία της «καθ' όλα ελεύθερης» συνείδησης που νομίζουμε ότι έχουμε.
Η συζήτηση βούτηξε μέχρι τα νερά του Βοσπόρου. Καθότι εξελισσόταν σε μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα, αυτός είπε ότι θα σηκωθεί για να δει τη γυναίκα και το παιδί του. Σε εκείνο το σημείο, με κυριάρχησε ο παραλογισμός. Το ευφάνταστο μυαλό μου δημιούργησε τη σκέψη ότι -και καλά- μπορεί να ρίξει το αεροπλάνο, μπορεί τέλος πάντων να κάνει κάτι κακό και άσχημο. Σκέψου σε ποιο σημείο φτάνουν τα στερεότυπα και οι φοβίες μας. Επέστρεψε κι όλα ήταν καλά. Αίσθηση ανακούφισης. Συνεχίσαμε μια ελαφριά συζήτηση έως ότου προσγειώθηκε το αεροπλάνο. Ξέσπασαν χειροκροτήματα από τους λοιπούς συμπατριώτες συνεπιβάτες μου. Χαριτολογώντας του ανέφερα πως πάντα με την προσγείωση συμβαίνει αυτό κι αυτός αποκρίθηκε "Μα κι εμείς τα ίδια κάνουμε". Κατεβήκαμε, περάσαμε από τους χώρους επιδείξεις ταυτοτήτων και ανταμωθήκαμε ξανά στο χώρο με τις βαλίτσες. Γνώρισα και τη γυναίκα του με το μικρό παιδί τους. Χαριτωμένοι άνθρωποι. Λίγο κουρασμένοι απ' το ταξίδι αλλά χαριτωμένοι. Εκεί λοιπόν, ένιωσα λιγάκι απαίσια, διότι αισθάνθηκα έτσι για κάποιον συνάνθρωπο μου. Μάλλον, όχι λιγάκι...
Θα ήθελα η παιδεία μας να με μάθαινε περισσότερα για τις πολιτικές προσπάθειες του Ελευθέριου Βενιζέλου για ειρήνη παρά να με γεμίζει με παράλογους φόβους και να με αφήνει εκτεθειμένη στο σκοτάδι, χωρίς να μου δίνει μια ευκαιρία να γνωρίσω, να ακούσω και να κρίνω τους ανθρώπους, είτε αυτοί ζουν δίπλα μου, είτε μακριά μου.
Υστερόγραφο: Εξομολογούμαι πως δεν ήταν η πρώτη φορά που γνώριζα άνθρωπο από τη βόρεια πλευρά του νησιού. Συνέβη και στο παρελθόν, όταν πήγαινα ακόμη γυμνάσιο. Όχι μέσω οργανώσεων ή κάτι παρεμφερή αλλά μέσω του αθλητισμού. Όντας κάποτε αθλήτρια και συγκεκριμένα παίκτρια καλαθοσφαιρικής ομάδας, αντιμετωπίσαμε τουρκοκυπριακή ομάδα στη πρωτεύουσα. Η τότε αντίδραση των τ/κ κοριτσιών έμεινε χαραγμένη στη μνήμη μου: φόβος, τρόμος – αίσθηση πως θα τους κάναμε κακό. Κι εμείς; Αμ, τι άλλο; το «διασκεδάζαμε» όσο τίποτα άλλο στο κόσμο – κάθε καλάθι, κάθε πόντος και μια ανύψωση της εθνικής περηφάνιας. Όπως πάντα άλλωστε, εμείς διαθέτουμε χαρισματική ανθρωπιά (!) και λεβεντιά, αυτοί όχι. Αλήθεια, τότε το διασκέδαζα κι εγώ με την ομάδα, σήμερα με θλίβει... Κάτι κάνουμε λάθος.
Τουλάχιστον πλέον είμαι ειλικρινής, πρωτίστως στον εαυτό μου.
σχόλια