"Πέρα στα Παλικαριανά, έχει παλικάρια να!! Μα, να μας χωρίζει τόση λίγη απόσταση; Μια ταμπέλα δρόμος!", είπε εκστασιασμένος ο νεαρός από τα Φλώρια που μόλις είχε επιστρέψει από την εξόρμησή του, απευθυνόμενος στον κολλητό του, τον Ιάκωβο. Είχε καταφέρει να περάσει κρυφά τα απαγορευμένα σύνορα! Για κακή του τύχη όμως, τον άκουσε ο πάτερ από τα Παπαδιανά που έτυχε να περνάει από τα Φλώρια.
"Μαζέψου, ξεφωνημένη! Κανείς δεν πατάει το πόδι του στα Παλικαριανά εξόν τα παλικάρια, που με χίλιες δυο δοκιμασίες στα δύσβατα βουνά πήραν τη θέση που τους αξίζει πάνω στο χάρτη! Δε θα μας χαλάσεις την τάξη εσύ... Γι' αυτό εβάλαμε ταμπέλες κι εγκατασταθήκαμε ανάμεσα στα δυο χωριά, ξυπνοπούλι! Για να ξεχωρίζουμε τα αρνιά από τα ερίφια και να διατηρείται η τάξις επάνω στη γης!", του φώναζε καθώς τον λιβάνιζε εξαγριωμένος, ενώ ταυτόχρονα σταυροκοπιόταν. Παραπίσω, ανάμεσα στα όρια των δυο χωριών, καμιά δεκαπενταριά παππάδες που δεν είχαν ιδέα για το συμβάν πηγαινοερχόταν βιαστικά προετοιμάζοντας το πανηγύρι των Παπαδιανών, με τα μακριά μαύρα τους ράσα ν' ανεμίζουν.
"Άπαπα, καλέ παππά! Αθώα πλάσματα είμαστε κι εμείς, ποίμνιό σου! Πως βαστάει η καρδούλα σου να μας φέρεσαι έτσι;;", του παραπονέθηκε με μάτια λυπημένα ο νεαρός από τα Φλώρια κι άρχισε να δακρύζει, καθώς όταν σκούπισε τα μάτια του επειδή έτσουξαν από τον καπνό, μπήκε μέσα μάσκαρα. Ο πάτερ ένιωσε περισσότερο θυμό παρά οίκτο με αυτά τα λόγια, καθώς όμως επικαλέστηκαν το έργο και τη θέση του δε μπορούσε να φερθεί διαφορετικά και να το δείξει. "Ας σας φωτίσει ο Θεός το λοιπόν... Να μη μαγαριστεί το Έργο Του, ελέησον", είπε κι έφυγε βιαστικά, συνεχίζοντας το λιβάνισμα σε όποιον κάτοικο από τα Φλώρια έβλεπε μπροστά του. Κι ενώ ο πάτερ έφυγε, εκείνος συνέχισε να στέκεται όρθιος και να κοιτάει προς τα πέρα, με τα μάτια του ίσα να διακρίνουν την απόμακρη ταμπέλα των Παλικαριανών.
Έφταναν ως εκεί τα γέλια τους, οι λεβέντικες φωνές τους, οι κούπες που τσούγκριζαν και τα κρασιά που χύνονταν χάμω. Ενώ στο δικό του το χωριό... Ακόμα και τα περήφανα αγριοκάτσικα έμοιαζαν να κοιτάζουν υποτιμητικά τους κατοίκους από τα Φλώρια. Κι όμως, κάποτε ήταν ιστορικό χωριό! Ωστόσο, πλέον, μόνο οι γεροντότεροι εξιστορούσαν τις ένδοξες μνήμες που φώλιαζαν στη θύμισή τους... Μόνο και μόνο λόγω των ονομάτων, αποφασίστηκε να γίνει διαλογή, να μη μπερδεύονται. Από δω τα Φλώρια, από κει τα Παλικαριανά. "Κάποιος λόγος θα υπάρχει, αφού όλα Εκείνος με σοφία εποίησεν", σκέφτηκε ένας πάτερ κι από κει και πέρα έγινε διαλογή στους κατοίκους κι όλα εφαρμόστηκαν και πήραν το δρόμο τους. Κι αλίμονο σε όποιον θα τολμούσε να παραβεί το άβατο τον Παπαδιανών!
Καμιά φορά ο νεαρός σκεφτόταν την αδικία. Όμως, μετά κοιτούσε τον εαυτό του στον καθρέπτη, έπιανε το τζελ για τα μαλλιά και τα ξέχναγε όλα. Το έβλεπε πως δεν είχε καμιά καταγωγή από τα Παλικαριανά κι αφού είχαν έτσι τα πράγματα, θα έπαιζε το παιχνίδι τους. Δεν είχε τρόπο να τους πείσει για το αντίθετο. Κι αφού έτσι είχαν τα πράγματα, καλύτερα στα Φλώρια. Εκεί είχε αφομοιωθεί, εκεί βρισκόταν οι φίλοι του. Μα πάντα κρυφά μέσα του σιγόκαιγε αυτή η επιθυμία κι όλο και λαχταρούσε να περάσει τα αναθεματισμένα τα σύνορα.
"Ιάκωβε!", φώναξε ξαφνικά και τα μάτια του λαμπύρισαν από χαρά.
"Τι σ' έπιασε καλέ και με τάραξες; Άντε, λέγε βρε!"
"Ιάκωβε, ετοιμάσου! Αύριο δεν είναι το πανηγύρι στο δίπλα χωριό;"
Ο Ιάκωβος τον κοίταξε καχύποπτα. "Χρυσό μου αφού το ξέρεις τί ρωτάς. Τσάμπα να μιλάω να κάνω ρυτίδες;"
Μα ο φίλος του δεν πτοήθηκε.
"Αύριο... Αύριο είναι η μέρα μας! Την ώρα που όλα τα Παπαδιανά θα είναι συγκεντρωμένα στην εκκλησιά, θα ξεπατώσουμε τις ταμπέλες και τότε θα λάμψει η αλήθεια! Χωρίς ταμπέλα, κανείς δε θα ξέρει πώς θα πρέπει να φερθεί και με ποιούς είναι! Τι νομίζεις, ένα τζελ για τα μαλλιά μας ξεχωρίζει; Θα τα 'χουν όλοι χαμένα σου λέω! Και τότε θα δούμε αν υπάρχουν πραγματικά φλώροι και παλικάρια!", είπε ο νεαρός και ένιωσε το όραμά του να τον καταπνίγει, να ξεπερνάει τα σύνορα, να φτάνει μέχρι τη θάλασσα της Παλαιόχωρας, να βουτάει να δροσίζεται και να επιστρέφει πίσω ολοκαίνουριο.
"Εμ, ναι... Αύριο, λοιπόν! Αφού θα 'ναι μεγάλη μέρα, ας πηγαίνω σιγά σιγά να κοιμηθώ νωρίς..!", απάντησε δήθεν νυσταγμένα ο Ιάκωβος κι αποχώρησε. Κι ο νεαρός παρέμεινε εκεί, με μόνη συντροφιά τη νύχτα.
"Τι ξεχωρίζει τα Φλώρια από τα Παλικαριανά αλήθεια, με μια δεύτερη ματιά;", σκέφτηκε ο νεαρός που δεν ήταν πια από τα Φλώρια, μα από τη Γης.
"Να βρίσκεις την ουσία και το αληθινό, ακόμη κι αν τραβάς μονάχος σου αντίθετα απ' όπου όλοι οι υπόλοιποι τραβάνε. Και να παλεύεις γι' αυτό, τότε είσαι παλικάρι", του απάντησε μια φωνή, μα δεν μπόρεσε να καταλάβει από που. Κι αφού ο Ιάκωβος τον είχε αφήσει, μάλλον η φωνή θα ήταν από μέσα του.
"Όντως, αύριο θα είναι μια μεγάλη μέρα", σκέφτηκε κι έπεσε κατάχαμα να ξαπλώσει, κάτω από τον έναστρο ουρανό, χωρίς πια να τον νοιάζει αν θα χαλάσουν τα μαλλιά του ή τι θα σκεφτεί κανείς άμα τον δει. Και καθώς κοιτούσε προς τα πέρα κι έκλειναν από τη νύστα τα μάτια του, είδε ευτυχισμένος όλες τις ταμπέλες να ξεθωριάζουν και να διαλύονται σαν αστρόσκονη στο πουθενά...
*Η ιστορία ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα των συγκεκριμένων χωριών του Δήμου Καντάνου, πέρα από τη διαβολική σύμπτωση των ονομασιών τους