Το θεατρικό σανίδι είναι ο τρόπος της να μαθαίνει τα όρια του εαυτού της και να μετατρέπει τα προσωπικά της βιώματα σε τέχνη. Στη σκηνή ξεχωρίζει για την απλότητα, την εύπλαστη υποκριτική της και την επικοινωνία με το κοινό. Για την ίδια, η παράσταση στην οποία παίζει τώρα αποτελεί σημείο αναφοράς. Είναι απόγευμα καθημερινής και το θέατρο Διάνα γεμίζει για άλλη μία μέρα ασφυκτικά. Για τρίτη χρονιά η σπουδαία ηθοποιός Ελένη Ράντου δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας. Ένας δίωρος μονόλογος που σε καθηλώνει, σε συγκινεί, σε κάνει να γελάς και, κυρίως, σε προβληματίζει. Το «Πάρτυ της ζωής σου» δεν είναι μια solo performance που θα δεις μόνο μία φορά.
Εμπνευσμένο από τον θεατρικό των Ντάνκαν Μακμίλαν και Τζόνι Ντόναχιου «Every brilliant thing», το έργο που υπογράφει η Ελένη Ράντου, σκηνοθετεί ο Ανέστης Αζάς και επενδύουν μουσικά οι String Demons, αποτελεί μια συναρπαστική ιστορία μνήμης και λήθης. Είναι ένας ύμνος στη ζωή, μια αξέχαστη θεατρική εμπειρία, μια τρυφερή εξομολόγηση, ένας υποκριτικός άθλος και διόλου τυχαία μια πρωτοφανής επιτυχία. Για πέντε ημέρες κάθε εβδομάδα η Ελένη Ράντου ξετυλίγει με χιούμορ, δάκρυα και αφοπλιστική ειλικρίνεια πενήντα χρόνια «τραυμάτων» της ηρωίδας της, έχοντας ως σκηνικό τις «πληγές» της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Ταυτόχρονα, αναζητά 5.000 λόγους που αξίζει να ζεις.
Οι γονείς νομίζουν ότι τους ανήκουμε, ότι επειδή μας γέννησαν πρέπει να είναι παρεμβατικοί. Στο τέλος αυτό που καταφέρνουν είναι να σε ευνουχίζουν. Αυτό χρήζει ενδελεχούς ψυχανάλυσης. Δεν μπορούν να πιστεύουν ότι είμαστε συνέχεια της ύπαρξής τους.
Το ραντεβού μας είχε δοθεί στο φουαγέ του θεάτρου. Στη συνομιλία μας διέκρινα μια σεμνή, ανοιχτή και τολμηρή προσωπικότητα, άλλοτε ανεπιτήδευτη, ευγενική και προσηνή, άλλοτε αιχμηρή και καυστική. Σίγουρα είναι ένας άνθρωπος γεμάτος, μια σαρωτική παρουσία. Αισθάνεται τυχερή για όσα έχει ζήσει. Είναι χορτασμένη. Πορεύεται με ένα διαρκές «γιατί» και έχει βρει την ευτυχία στον κόπο και τον μόχθο της υποκριτικής. Φανερώνει τη δύναμη του χαρακτήρα της όταν κατά τη διάρκεια της θεατρικής της ερμηνείας, με τη σωστή δοσολογία χιούμορ και δράματος, μεταπηδά αβίαστα απ’ το τραγικό στην κωμωδία και απ’ το γέλιο στον προβληματισμό. Το έργο που ανεβάζει προέκυψε από συγγραφική απόγνωση. Πρόκειται για ένα κείμενο σε μορφή μονολόγου που έγραψε η ίδια κατά τη διάρκεια του δεύτερου lockdown και εξελίχθηκε σ’ ένα πάρτυ γεμάτο γέλιο και μελαγχολία. Mια γλυκόπικρη γιορτή συναισθημάτων που σημειώνει απανωτά sold out από την πρώτη κιόλας εβδομάδα παραστάσεων, για μια σπουδή στην ανθρώπινη ελευθερία και έναν στοχασμό πάνω στη δύναμη του χρόνου. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο τέλος το κοινό στο κατάμεστο θέατρο χειροκροτεί όρθιο για πολλή ώρα και αποχωρεί με δάκρυα στα μάτια.
«Το σώμα μου υποφέρει πολύ από αυτή την παράσταση. Κάθε φορά με καταλαμβάνει ο ίδιος πανικός και κάθε βράδυ βιώνω μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Υπάρχουν στιγμές που όταν ξεκινώ από το σπίτι μου σκέφτομαι να στρίψω το τιμόνι στην πρώτη γωνία που θα δω και να ακολουθήσω άλλη διαδρομή, να φύγω προς τον Πειραιά ή προς την εθνική οδό. Σκέφτομαι, πολλές φορές, πώς μπορώ να το αποφύγω. Αλλά όλα τα βράδια βλέπω τη θετική ανταπόκριση του κόσμου, έτσι νιώθω μια λύτρωση, μια συγκίνηση. Λέω στον εαυτό μου "γι’ άλλο ένα βράδυ τα κατάφερα". Ξέρεις, έχω συμπληρώσει ήδη περισσότερες από 320 παραστάσεις και πάντα παίζω με τον ίδιο ζήλο, την ίδια αφοσίωση και αγάπη. Νομίζω ότι αυτή η παράσταση είναι για μένα μια βουτιά στο κενό. Δεν υπάρχει δίχτυ προστασίας και ίσως γι’ αυτό γνωρίζει τέτοια επιτυχία. Άλλωστε η τέχνη, εκτός από επιδραστική, είναι και ανακουφιστική», περιγράφει.
Τι αλλαγές διακρίνει στην παράσταση, στον τρίτο της χρόνο πλέον; «Όταν έγραφα το έργο δεν το έκανα με πρόθεση την επιτυχία. Συνήθως, όμως, εκεί προκύπτουν οι μεγαλύτεροι θρίαμβοι. Κι έχω αντιληφθεί ότι έτσι αποκτάς καλύτερη σχέση με την αλήθεια σου. Ωριμάζεις, διότι αποφεύγεις τα τεχνάσματα. Κοιτάς το τέρας στα μάτια. Την πρώτη χρονιά είχα το άγχος να τα βγάλω πέρα ως προς το τεχνικό κομμάτι. Είχα πολλή αγωνία μήπως δεν το αντέξω σωματικά. Αυτήν τη χρονιά έχω μεγάλο άγχος πώς θα το αντιμετωπίσω ψυχικά», αφηγείται.
Η Ελένη Ράντου είναι μια γυναίκα που δεν της αρέσουν οι αφορισμοί, οι επεξηγήσεις και οι θεωρίες. Αφού κάνω ένα διάλειμμα από τα της θεατρικής ερμηνείας, τη ρωτώ τι εποχή είναι αυτή που ζούμε. «Θεωρώ ότι ζούμε στην εποχή της σύγχυσης. Όλο αυτό που μας περιβάλλει είναι μια ατελείωτη Βαβέλ. Μάλιστα, το κυρίαρχο χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι ότι ενώ υπάρχει γύρω μας τόση πληροφορία, τελικά δεν επικοινωνεί κανείς με κανέναν. Με τόσους διαύλους επικοινωνίας οι άνθρωποι έχουν καταφέρει να εκφράζονται από απόσταση. Ίσως φταίει και το γεγονός ότι πορευόμαστε σε μια εποχή όπου κυριαρχεί το διογκωμένο "εγώ". Κι αυτό έχει φέρει μπόλικη μοναξιά, ενώ τα πολλαπλά φίλτρα έχουν μουδιάσει τα μυαλά μας», επισημαίνει.
Στη συνέχεια η συζήτηση οδηγείται στο ακανθώδες θέμα της παράστασης που βασίζεται στη σημαντική αλλά και περίπλοκη σχέση μητέρας - κόρης. Πώς αλλάζει η καθημερινότητα όταν ο αγαπημένος σου μπαίνει στα μονοπάτια της λήθης; Με ποιους τρόπους μπορείς να διαχειριστείς μια θλιβερή κατάσταση όταν από τη μνήμη της μητέρας σου έχουν σβηστεί όλα όσα έχει ζήσει στο παρελθόν; Τι μαθαίνεις από μια ασθένεια που διαγράφει, ουσιαστικά, τις αναμνήσεις; «Η ασθένεια της μητέρας, η άνοια, ήταν η αφορμή γι' αυτή την παράσταση, στην οποία λέγονται ουκ ολίγες μη κολακευτικές αλήθειες. Νομίζω ότι επαναπροσδιορίστηκα ως άνθρωπος. Με πυροδότησε δημιουργικά, εγκεφαλικά και καλλιτεχνικά», υποστηρίζει. «Θα ήθελα να την έχει δει αυτή την παράσταση η μητέρα μου; Όχι. Και τόλμησα να την κάνω όταν ήξερα πως και να τη δει, δεν θα την καταλάβει. Έχω γράψει μύχιες σκέψεις που γνωρίζω ότι δεν θα ήθελε να τις ακούσει», τονίζει και τα μάτια της υγραίνονται. Και συμπληρώνει: «Αυτή η παράσταση είναι μια παρατεταμένη συγχώρεση από μένα προς τους άλλους. Ένας αποχαιρετισμός, θα έλεγα καλύτερα».
Ποια είναι η τελευταία φράση που θυμάται να της λέει η μητέρα της όταν ακόμα μιλούσε, γιατί τώρα έχει χάσει την ικανότητα της επικοινωνίας; «Πάλι πάχυνες;» λέει χαμογελώντας και εξηγεί: «Προφανώς και δεν είχα παχύνει, αλλά είχε πάντα ένα άγχος ότι θα γίνω υπέρβαρη. Εκεί άρχισα όμως να αντιλαμβάνομαι ότι η ζωή της μητέρας μου εξελίσσεται ήδη διαφορετικά».
Στο «Πάρτυ της ζωής μου» η Ελένη Ράντου θίγει επώδυνα ζητήματα όπως η κατάθλιψη. Είναι χαρακτηριστικό ότι είναι τόση η ένταση του θεατρικού κειμένου που στο τέλος ξεσπά σε λυγμούς. Όταν τη ρωτάω γιατί συμβαίνει αυτό, μου απαντά: «Μία είναι η λέξη-κλειδί: η λύτρωση. Γι’ αυτό και όταν αδειάζει το θέατρο από κόσμο, γειώνομαι. Άλλη μια γενναία εξερεύνηση στα άδυτα έχει ολοκληρωθεί, σκέφτομαι». Έχει περάσει ποτέ από το στάδιο της κατάθλιψης; Πώς το αντιμετώπισε; «Κάποια στιγμή πήγα για ψυχοθεραπεία, αλλά δεν συνέχισα. Τελικά πήγα κατευθείαν στον ψυχίατρο. Ξέρεις, η κατάθλιψη είναι μια λαίλαπα. Και είναι εντυπωσιακό το ότι στην Ελλάδα διατηρούμε τα πρωτεία στα αυξημένα ποσοστά της. Όταν πάσχεις από κατάθλιψη δεν έχεις το κουράγιο να κάνεις τίποτα. Δεν έχεις όρεξη να σηκωθείς από το κρεβάτι. Δεν έχεις κίνητρο να υλοποιήσεις τα πλάνα σου. Γίνεσαι μισάνθρωπος. Δεν θέλεις κανέναν, ούτε καν τον ίδιο σου τον εαυτό. Ζούμε σε μια καπιταλιστική εποχή που ευνοεί την κατάθλιψη. Αυτός ο αβυσσαλέος ανταγωνισμός σε οδηγεί στον πάτο. Θεωρώ ότι άλλος ένας λόγος που οδηγεί στην κατάθλιψη είναι και η υπερκόπωση του μυαλού αλλά και η τοξική πόλη στην οποία ζούμε. Είναι τόσο απόμακρη, τόσο εχθρική, καλείσαι να παίρνεις αποφάσεις διαρκώς. Πράγματα αυτονόητα σε άλλες πόλεις εδώ μας ταλαιπωρούν και μας διαλύουν. Αναλώνεσαι σε ανούσιες σκέψεις, π.χ. αν πρέπει να ξεκινήσεις νωρίτερα από το σπίτι σου επειδή είναι βέβαιο ότι θα βρεις κίνηση. Πάντως, σε προσωπικό επίπεδο η κατάθλιψη που πέρασα με ωρίμασε, με τροφοδότησε δημιουργικά. Και συνειδητοποίησα τι μπορεί να αντικαταστήσει ένα αντικαταθλιπτικό χάπι, η ομορφιά ή τα μακρινά ταξίδια, που εμένα με βοήθησαν πολύ να ξαναβγώ στο φως. Πολλές φορές πηγαίνω μόνη μου. Νομίζω ότι η Ζανζιβάρη ήταν το τελευταίο θεραπευτικό ταξίδι μου».
Στην παράσταση η ταλαντούχα ηθοποιός απαριθμεί μια ατελείωτη προσωπική λίστα με τους λόγους για τους οποίους αξίζει να ζεις. Στη δική της λίστα ποιες θα ήταν οι πρώτες τρεις λέξεις; «Η κατανόηση. Την έχω τοποθετήσει στην κορυφή. Αλλά κάθε χρόνο με πυροδοτεί άλλη φράση από το κείμενο. Φέτος, για παράδειγμα, σχεδόν λυγίζω τη στιγμή που η ηρωίδα λέει ότι “θάνατος είναι όταν ένα αγαπημένο σου πρόσωπο γίνεται αντικείμενο”. Με συγκλονίζει. Επίσης, το σημείο όπου λέω: “Κράτα τον θάνατο μαμά, εγώ θα κρατήσω τη ζωή”. Δεν είχα αντιληφθεί τα προηγούμενα δύο χρόνια το φορτίο αυτής της φράσης και τον ηλεκτρισμό που μου δημιουργεί».
Άραγε, τι την ενοχλεί σήμερα στην ελληνική κοινωνία; «Το ότι δεν μαθαίνουμε από τα λάθη μας και επαναλαμβάνουμε τις ίδιες παθογένειες. Για παράδειγμα, στην τραγωδία των Τεμπών είναι ξεκάθαρο ότι συγκεντρώθηκαν όλες οι χρόνιες παθογένειες: το ρουσφέτι, η αναξιοκρατία, η ανευθυνότητα κ.ά. Νομίζω ότι είμαστε μια κοινωνία που της αρέσει το βόλεμα κι αυτό με θυμώνει. Επίσης, στη διάρκεια της πανδημίας ανακάλυψα πόσο βαθιά φοβικοί είμαστε. Με έχει κουράσει να βλέπω σε αυτήν τη χώρα να προβάλλονται μόνο όσα με κάνουν να ντρέπομαι και όχι εκείνα που με κάνουν να αισθάνομαι περήφανη».
Πάντως, σε προσωπικό επίπεδο, μετά την πολυετή και επιτυχημένη διαδρομή της, αυτό που εξακολουθεί να την εκνευρίζει είναι όταν προσθέτουν δίπλα στο όνομά της το επίθετο «δημοφιλής». «Νιώθω ότι μειώνεται ο κόπος τόσων ετών. Είναι σαν να προσδίδουν κάτι εφήμερο με το "δημοφιλής". Είναι δυνατό, μετά από σαράντα χρόνια, να σε προσφωνούν κατ’ αυτόν τον τρόπο; Όταν είσαι στην πρώτη γραμμή τόσο μεγάλο διάστημα αυτό είναι απόρροια σκληρής δουλειάς, έχεις ξεπεράσει το στάδιο του “επίκαιρου”. Το "δημοφιλής" είναι ό,τι πιο προσβλητικό μου έχουν πει. Είναι άλλο να σε αγαπά ο κόσμος και άλλο να σε ακολουθεί. Τι πάει να πει ότι έχεις το κοινό σου, τι πάει να πει το κουτάκι της δημοφιλίας; Κάθε παράσταση χτίζει το δικό της κοινό. Και χαίρομαι γιατί είμαι μια ηθοποιός που έλαβε τα “μπράβο” από τον κόσμο και όχι από τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάστηκα ή από άλλους που δουλειά τους είναι μόνο να κρίνουν. Ούτε μετανιώνω για δουλειές που κάνω γιατί όλα κάτι σου δίνουν. Επί παραδείγματι, τη σειρά “Ζακέτα να πάρεις” δεν την ευχαριστήθηκα, αλλά έγινε μες στην πανδημία και μου έδωσε ένα κίνητρο να ξυπνώ το πρωί. Δεν παίζει πάντα, λοιπόν, ρόλο το αισθητικό αποτέλεσμα».
Όσον αφορά το κεφάλαιο τηλεόραση, λέει: «Στην τηλεόραση πλέον βαριέμαι. Με τα χρόνια εξελίχθηκα, ενώ η τηλεόραση παραμένει το ίδιο ερασιτεχνική. Η αυτοεκτίμησή μου έρχεται σε κόντρα με την επικρατούσα τηλεοπτική συνθήκη. Όλα είναι διεκπεραιωτικά, λείπει το μεράκι. Η τελευταία φορά που παρακολούθησα κάτι ήταν η πρώτη σεζόν της σειράς "Άγριες Μέλισσες". Το ότι δεν βλέπω τηλεόραση, δεν με κρατάει ένα τηλεοπτικό προϊόν είναι ενδεικτικό».
Ποια είναι η άποψή της για την «αγία ελληνική οικογένεια»; «Προφανώς και δεν είναι "αγία". Η Ελληνίδα μάνα είναι τεράστιο κεφάλαιο για την Ψυχιατρική. Οι γονείς νομίζουν ότι τους ανήκουμε, ότι επειδή μας γέννησαν πρέπει να είναι παρεμβατικοί και στο τέλος αυτό που καταφέρνουν είναι να σε ευνουχίζουν. Αυτό χρήζει ενδελεχούς ψυχανάλυσης. Δεν μπορούν να πιστεύουν ότι είμαστε συνέχεια της ύπαρξής τους. Αν όλοι βοηθήσουμε να ωριμάσει η Ελληνίδα μάνα, η κοινωνία μας θα γίνει πιο υγιής», αναφέρει. «Αυτό το διάστημα προβάλλεται στην ΕΡΤ η σειρά "Η Μαρία που έγινε Κάλλας", στην οποία συμμετέχω. Και επειδή μιλούσαμε για τηλεοπτικές δουλειές, ανήκει στις πολύ όμορφες εξαιρέσεις και μπορεί να τη δει ο κόσμος μέσω του Ertflix. Εκεί υποδύομαι τη Λίτσα, τη μητέρα της Μαρίας Κάλλας. Αυτός ο ρόλος είναι πολυδιάστατος. Η πρόκληση για μένα είναι ότι ζω την παθογένεια της μάνας, του πώς ευνουχίζεις το παιδί σου, αλλά και το ότι το τραύμα που δημιουργείς μπορεί να αποδειχθεί κινητήρια δύναμη για την τέχνη. Την αγάπησα αυτή την ηρωίδα. Αντιμετώπισα μια ναρκισσιστική προσωπικότητα και ήταν κάτι που με ερέθισε».
Στην προσωπική της διαδρομή θυμάται περισσότερο τις νίκες παρά τις ήττες, που ωστόσο τη δυνάμωσαν. Θεωρεί ότι η επιτυχία σε παραλύει, ενώ η αποτυχία σε κινητοποιεί. Είναι φουλ τελειομανής, μια γυναίκα που την πυροδοτεί η αμφιβολία· όταν δώσει την απάντηση στο προσωπικό της «γιατί» θα είναι η στιγμή που θα σταματήσει τα πάντα. Το ύφος της γίνεται μελαγχολικό. Ποιος είναι ο μεγαλύτερός της φόβος; «Ο θάνατος. Με τρομάζει η ανημποριά και η αναξιοπρέπεια. Η φθορά του σώματος με απασχολεί αρκετά. Δεν σου κρύβω ότι θα ήθελα να μου συμβεί ένα τροχαίο, ένα έμφραγμα, όχι όμως μια παρατεταμένη μορφή ακινησίας. Το σημαντικότερο είναι να μη χάσω τη διαύγεια της σκέψης μου. Φοβάμαι πολύ ότι μπορεί να συμβεί και σε μένα ό,τι και στη μητέρα μου, να αρχίσω δηλαδή να μπερδεύομαι, να τα χάνω. Τρέμω στην ιδέα του να απολέσω την εσωτερική φωνή της λογικής μου», απαντά ενώ καπνίζει διαρκώς το ηλεκτρονικό της τσιγάρο.
Λίγο πριν την αποχαιρετήσω τη ρωτώ ποιος θα ήταν ο τίτλος της ζωής της. «Έζησα πλήρης», απαντά και ο τόνος της φωνής της έχει μια παράξενη τρυφερότητα. Και προσθέτει: «Ήμουν πάντα ειλικρινής». Ένα μεγάλο λάθος; «Δεν χόρτασα σαρκικές απολαύσεις, ήμουν περισσότερο εγκεφαλική. Θα έλεγα ότι ζούσα περισσότερο μέσα στο μυαλό μου. Είμαι βέβαιη ότι στη ζωή μου αγαπήθηκα περισσότερο απ' ό,τι αγάπησα. Ίσως στο μόνο που έχασα χρόνο ήταν σε κάποιες ναρκισσιστικές περιπέτειες, αναμετριόμουν με ασήμαντα πράγματα, όπως αν κάποιος μ’ έχει τελικά αγαπήσει. Πλέον, δεν έχω χρόνο για άλλο πόνο, για άλλα δάκρυα δεν έχω πια καιρό, για να θυμηθώ το γνωστό τραγούδι. Και δεν ξοδεύω άσκοπα τον χρόνο μου», αναφέρει με αφοπλιστική ειλικρίνεια.
Είναι λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Η αυλαία έχει πέσει, το θέατρο έχει αδειάσει, τα φώτα κλείνουν και αυτό το ανεξίτηλο πάρτυ συναισθημάτων και αισθήσεων, αυτή η βαθιά ψυχαναλυτική εμπειρία, έχει τελειώσει. Βγαίνω ξανά στη βουή της πόλης. Σκέφτομαι τις πικρές αλήθειες που μοιράστηκε η Ελένη Ράντου μέσα σε δύο ώρες αλλά και τη γοητεία της ελευθερίας και του θάρρους που τη διακρίνουν. Και καθώς περπατώ στην οδό Πανεπιστημίου, κυριαρχεί ακόμη στο μυαλό μου η φράση της ηρωίδας της όταν μονολογεί: «Μία λίστα είναι η ζωή μας». Πράγματι, έχεις αμέτρητους λόγους να παραμένεις αισιόδοξος, όπως η Ελένη Ράντου, κάθε φορά που η ζωή σε εκπλήσσει δυσάρεστα.