Τιμής ένεκεν μάλλον έγινε το 1963 δήμος ο Υμηττός γιατί ήταν από τους πιο μικρούς Δήμους της Αττικής.
Το 1963 ήταν και η χρονιά που γεννήθηκα εγώ, οι συμμαθητές μου, οι φίλοι μου και λίγο μετά τα αδέλφια μας.
Οι γονείς μας είχαν έλθει από την Ελληνική επαρχία ή την Μικρά Ασία και κουβαλώντας μαζί τους τις συνήθειες του τόπου τους έφτιαξαν μια γειτονιά γεμάτη χρώμα και μυρωδιές κουζίνας. Τα πεδινά του Δήμου είχαν πανέμορφα χαμηλά σπίτια με πολύχρωμες πρασιές γεμάτες γιασεμιά, αγιόκλημα και γλάστρες με βασιλικούς και γεράνια, ενώ τα ορεινά ήταν ακόμη τότε στάνες. Ευτυχώς ακόμη υπάρχουν πολλά από αυτά τα σπίτια και όσα αντικαταστάθηκαν έφτασαν μόνο τους τρεις ορόφους ίσα-ίσα για να στεγαστούν γονείς και παντρεμένα πλέον παιδιά.
Εκτός από τους δύο κεντρικούς δρόμους ο Υμηττός είχε τότε μόνο χωματόδρομους και αλάνες, δρόμους με ευκαλύπτους και πεύκα και πολύ χώρο για να παίξεις και να τρέξεις ατελείωτα.
Όταν έβρεχε, η μάνα μου μας έβαζε στη μασχάλη στην κατηφόρα για το σχολείο, για να μην μας πάρει το ρέμα όταν έβρεχε, ενώ κάθε μέρα πέρναγε ο και παγοπώλης μπροστά από τα σπίτια και όποια νοικοκυρά αργούσε να μαζέψει τον πάγο τον έβρισκε λιωμένα κομμάτια, βορά των καλόπαιδο στο δρόμο για το σχολείο.
Πήγα στο 1ο Δημοτικό Σχολείο Υμηττού δίπλα από την Παπαστράτιο σχολή, ένα πέτρινο φωτεινό σχολείο με τεράστια αυλή και δένδρα για να παίζουμε και να κάνουμε γυμναστικές επιδείξεις. Πολύ πρόσφατα δεν κρατήθηκα και περνώντας με τα κορίτσια από το σχολείο προσπάθησα να περάσω μέσα από τα κάγκελα όπως τότε, και ενώ τα κορίτσια έπιαναν την κοιλιά τους από τα γέλια, μου φάνηκε ότι άκουσα ξανά την δασκάλα μου, την κυράΤασία να φωνάζει «Αμάν!!! αυτό το παιδί κλεισμένο το 'χουν μες στο σπίτι και ζητά να φύγει συνεχώς ... έλα εδώ πουλάκι μου».
Κλεισμένη δεν ήμουν ποτέ, όλο έξω στην γειτονιά ήμασταν όλοι και παίζαμε κρυφτό, κυνηγητό, μπικοτενεκέ, στρατιωτάκια ακίνητα-αμίλητα και στο τοίχο κολλημένα. Ήμασταν ελεύθερα, καταχτυπημένα και χαρούμενα. Εγώ όμως την είχα την λαχτάρα της φυγής και κάποια στιγμή έφυγα.
Γυμνάσιο πήγαμε στο νέο σχολείο τότε, στα όρια με την Ηλιούπολη. Θηλέων βέβαια, ποδίτσα μπλε και γιακαδάκι. Κοριτσοπαρέες και κοπάνες. Έρωτες και πολιτική. Η γενιά του Πολυτεχνείου μας είχε προφτάσει και τρώγοντας την σκόνη της ονειρευόμαστε έναν ροκ κόσμο. Σουλάτσο στην πλατεία, αφισοκόλληση και ένα μήνα στην Παλιόχωρα το Καλοκαίρι ρεφενέ. Τον Σεπτέμβρη όλοι πάλι πίσω στα ωραία μας, ευτυχισμένα ρεμπετοφρικιά σε διακοπές διαρκείας. Επανάσταση στα νταμάρια, που έχουν γίνει τώρα το ξακουστό θέατρο Βράχων Μελίνα Μερκούρη και έχοντας την μεγάλη τύχη να έχουμε Δήμαρχο τον προχωρημένο Ανδρέα Λεντάκη και το Φ.Ο.Υ (Φιλοπρόοδο Όμιλο Υμηττού) στεγάζαμε δημιουργικά τις καλλιτεχνικές μας ανησυχίες.
Ακόμα και τους έρωτές μας είχαμε να στεγάσουμε στο πάρκο Άρη Αλεξάνδρου που φυτέψαμε οι δημότες με τα χεράκια μας. Έναστρες βραδιές και καρδιοχτύπια με άρωμα πεύκου.
Μόλις τελειώσαμε το σχολείο σιγά-σιγά σκορπίσαμε. Κάποιοι έφυγαν για αλλού, κάποιοι χωρίς γυρισμό μεθυσμένοι από την αδιάκοπη αναζήτηση και τα αναπάντητα ερωτηματικά τους. Έφυγα και εγώ μακριά από τον Υμηττό γιατί δεν μπορούσα να φανταστώ -πως είναι δυνατόν να ζω χωρίς όλα αυτά που είχα την τύχη να έχω δεδομένα- και κάποια στιγμή εξαφανίστηκαν μαζί με τους ανθρώπους ή νόμιζα, αφού τότε ο Υμηττός ήταν πλέον πολύ μικρός για μας.
Χρόνια μετά, όταν σκέφτηκα που θα 'θελα να κάνω επανεκκίνηση ξαναγύρισα. Ξαναβρεθήκαμε και τα ξαναείπαμε με παλιούς φίλους στις πρασιές και στις ταράτσες μας πλέον, βλέποντας την Ακρόπολη, τον Λυκαβηττό και την γαλάζια Αίγινα. Θυμηθήκαμε πόσο τυχεροί ήμασταν και εξακολουθούμε να είμαστε αφού ακόμη έχουμε την γειτονιά και την παρέα μας.
Γνωρίζουμε σχεδόν όλοι όλους τρεις γενιές τώρα και οι χαιρετούρες είναι άπειρες κατεβαίνοντας στο δρόμο για καφέ και ψυχοθεραπεία στης Αριάδνης. Βολτάρουμε μέχρι την πλατεία Δημαρχείου και τα απογεύματα βλέπουμε ταινίες στο καλοκαιρινή σινεμά «Αμύντας» που το θυμάμαι από πάντα.
Άνοιξε πάλι το καφέ στην ταράτσα του Φ.Ο.Υ. και αφού επισκεπτόμαστε πρώτα την έκθεση στο ισόγειο, ανεβαίνουμε τα σκαλιά για ένα χαλαρό ποτάκι με θέα τον Υμηττό.
Γιορτάζουμε τις χαρές μας με την παραμικρή ευκαιρία στα ουζερί της περιοχής και την 25η Μαρτίου το μεσημέρι κλείνουμε όλο το μαγαζί για μπακαλιάρο ενώ τα παιδιά ακόμα παίζουν στο δρόμο και πάνε πλατεία. Μαζεύονται έξω από το ίδιο φροντιστήριο Αγγλικών που πηγαίναμε και εμείς, και όλοι μας ξέρουμε που βρίσκονται τα απογεύματα, εκτός και αν δεν θέλουν.
Συνοδεύουμε τις λύπες μας σε βουβές γραμμές αγκαλιασμένοι στην ανηφόρα του Βύρωνα και ξενυχτάμε όλοι μαζί για να τις ξορκίσουμε.
Τα παιδιά μας όταν μας βλέπουν, όλους μαζί, σε μία ξελιγωμένη από τα γέλια παρέα κοιτούν παραξενεμένα μην καταλαβαίνοντας τον παλιμπαιδισμό μας. Διαισθανόμενα όμως ότι εδώ κάτι μεγάλο γίνεται κάτι τόσο μοναδικό που αξίζει να μην βγάλουν την εφηβική τους γλώσσα, αρκούνται σε ένα ελαφρό μειδίαμα φεύγοντας όλα μαζί για το Mall. Τα μεγαλύτερα αποζητούν πλέον την παρέα των 50ριδων γιατί όπως και να το κάνουμε είναι ωραίο να μπορείς να γελάς και να κλαις με παρέα.
Στη επίθεση που έχουμε όλοι μας δεχτεί απαντάμε με ρεφενέ και στέλνουμε τους αγωνιστικούς μας χαιρετισμούς δυναμώνοντας τα μπάσα «είναι τρελός είναι τρελός ο Υμηττός...» παραμένοντας έτοιμοι.
σχόλια