''Σε αυτή τη στάση κατεβαίνουμε,μπαμπά;''
Με δυσκολία ανοίγει, τρίβει τα μάτια του και αρχίζει να περιεργάζεται τον χώρο. Το κεφάλι του κινείται σε μικρούς νοητούς κύκλους, ενώ προσπαθεί να καταλάβει πού ακριβώς βρίσκεται. Όταν τελικά προσανατολίζεται, πέφτει βαριά στο κάθισμα και επανέρχεται στο λήθαργό του. Τελικά δεν ήταν η σωστή στάση.
''Εεε.. όχι, όχι σε αυτή.''
Ο μικρός κοιτάζει επίμονα το παράθυρο μη τυχόν και περάσουν έξω από το σπίτι του και δεν προλάβουν να βγουν από το τρένο. Αφού επιβεβαιώνει την απάντηση του πατέρα του, ρίχνει το βλέμμα του προς εκείνον.
''Μπαμπά, γιατί τα μάτια σου είναι κόκκινα;''
''Δεν.. δεν.. είναι τίποτα..''
Πηγαίνει δίπλα του και να τον αγκαλιάζει. Ούτε οι αγκαλιές του πεντάχρονου γιου του τού λένε τίποτα πια. Τον φαντάζομαι να του δείχνει τις ζωγραφιές του, τους βαθμούς του, την αρραβωνιαστικιά του και τα χαριτωμένα παιδιά του, αλλά ούτε αυτά θα του λένε τίποτα.
''Μήπως σε αυτή τη στάση, μπαμπά;''
''Εεε... περίμενε λίγο.''
Σηκώνεται υποβασταζόμενος από το χέρι του γιου του και κατευθύνεται προς τη μεριά μου.
''Προς Πειραιά πάμε;''
''Ναι, Πειραιά.''
Ξεκινά να μου απαγγέλλει τη διαδρομή που πρέπει να ακολουθήσουν για να φτάσουν σπίτι, όχι για να ελέγξω αν όντως είναι έτσι, αλλά για να μπορέσει να την ακούσει το ζαλισμένο κεφάλι του. Ο μικρός με τα μεγάλα, σπινθηροβόλα μελί του μάτια, με κοιτά γεμάτος ανησυχία και προσμονή για την απάντησή μου. Εγώ του χαμογελάω και τον ρωτώ το όνομά του.
''Μάριο με λένε.''
''Σου αρέσει το σχολείο, Μάριε;''
''Ναι, μου αρέσει.''
Παρ' όλο που με το που άφησα την μικρή μου επαρχία και μετακόμισα στην μεγάλη μου πρωτεύουσα, μου έχουν συστήσει να μην μιλάω σε ''αποβράσματα'', ειδικά δέκα και μισή το βράδυ, δεν γινόταν να προσπεράσω έτσι το θέαμα που αντίκρυζα. Το βλέμμα αυτού του παιδιού που βίωνε την τραγωδία του πατέρα του μου ράγιζε με τον χειρότερο τρόπο την ψυχή. Δεν κοιτούσε, ούτε χάζευε, όπως τα άλλα παιδιά, αλλά έλεγχε εξονυχιστικά τον χώρο γύρω του.
''Ο Μάριος είναι πολύ έξυπνος. Να τον προσέχετε.''
''Τον προσέχω, αλλά δεν μπορώ κοπέλα μου. Προσπαθώ, αλλά είναι δύσκολο. Από τότε που πέθανε ο μικρός Θοδωράκης, έχω χάσει τα μυαλά μου. Είχα δύο παιδιά τον Θοδωράκη και τον Μάριο, και τώρα έχω ένα. Πηγαίνω ακόμη στο σχολείο του και τον ψάχνω στο διάλειμμα ανάμεσα στα άλλα παιδιά, αλλά δεν είναι πουθενά. Δεν είναι σοβαρό αυτό που έφυγε; Δεν είναι σοβαρό;''
Τον κοιτάζω με τα μάτια ορθάνοιχτα, αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι να του πω.
''Πες κάτι...''
''Είναι σοβαρό, αλλά μπορείτε να προσπαθήσετε να το ξεπεράσετε. Έχετε τον Μάριο τώρα κοντά σας, αυτό θα σας βοηθήσει.''
Ως υπερπροστατευτική που είμαι, μου' ρχόταν να αρπάξω τον μικρό που μας κοίταζε, να του κλείσω τα αυτιά και να του δώσω όση αγάπη δεν έχω δώσει σε κανέναν. Θα έκανα τα πάντα για να μην ακούσει όλα αυτά που ο πατέρας του αφηγήθηκε. Ιστορίες που το κράτος και οι άνθρωποι αρνούνται να ακούσουν. Κολλούν την ταμπέλα ''πρεζάκι'' και αδιαφορούν για το παρελθόν ή το μέλλον τους, μη τυχόν και μπλεχτούν με επώδυνες εμπειρίες και ταράξουν την δική τους ευφάνταστη ρουτίνα. Εξάλλου, "είναι κάτι που συνηθίζεις να βλέπεις εδώ στην Αθήνα'', λένε.
Ο Μάριος με κοιτούσε με τα μεγάλα, γεμάτα απορία μάτια του, χωρίς όμως να μου ανταποδίδει το χαμόγελο που του έδειχνα. Το δικό του χαμόγελο έχει πια χαθεί, γιατί όλες του οι δυνάμεις επικεντρώνονται στο να συγκρατήσουν το ξεχυμένο και αποσυναρμολογημένο κορμί του πατέρα του.
''Μπαμπά, εδώ σταματάμε!''
Τον βλέπω να οδηγεί τον πατέρα του προς την έξοδο του τρένου. Άραγε, θα καταφέρει αυτός να βρει τη δική του στάση ή θα περιπλανάται σε αχανή βαγόνια; Σκουπίζω τα δάκρυά μου και του εύχομαι σιωπηλά καλή τύχη...