Καθώς παρατηρώ τους ΝεοΑγανακτισμένους που ανηφορίζουν για να βρίσουν αυτή την κακιά, άσχημη, ανέραστη Καγκελάριο που αυτή φταίει για όλα, μονολογώ..
Παραφράζοντας τον Θωμά Γκόρπα,
Νοστάλγησα κυριακάτικα, κόκκινα, στρωμένα τραπέζια στο σπίτι μας, με την μάνα μου να χαμογελά και τον πατέρα μου να μιλάει δυνατά, κατακόκκινος απ’ το κρασί και από πίσω να παίζει το μαγνητόφωνο.
Νοστάλγησα τα Πάσχατα στο χωριό, τα δυναμιτάκια και τα γδαρμένα γόνατα από το ποδήλατο.
Νοστάλγησα τους θείους και τις θείες που σε τίποτε δεξιώσεις και συνευρέσεις μου βάζανε στην τσέπη δεκαχίλιαρο, να πιω μια μπύρα ή να κεράσω την γκόμενα καφέ.
Νοστάλγησα τα πρώτα κάμελ που έκρυβα στην γλάστρα για να μην τα βρούνε στο σπίτι γυρνώντας από το σχολείο.
Νοστάλγησα τις βόλτες στο Λυκαβηττό και την βαβούρα από τα μπαλκόνια τριγύρω.
Νοστάλγησα το Pigalle στην Πατησίων και τους καπνούς πάνω από τα μπιλιάρδα με τις τρίσποντες.
Νοστάλγησα όλα εκείνα τα κοριτσόπουλα που όταν τα φίλαγες κλείνανε τα μάτια.
Νοστάλγησα τις νύχτες σαν φοιτητής και τις ταινίες που βλέπαμε στην μικρή 14άρα Philips.
Νοστάλγησα το χιλιάρικο που σε έκανε βόλτα στα Εξάρχεια και σου’μεναν και ρέστα.
Νοστάλγησα να κάθονται γριές στα σκαλιά των πολυκατοικιών.
Και πιο πολύ νοσταλγώ τον ήλιο, που νομίζω είναι διαφορετικός τώρα.
Κι οι μυρουδιές έχουν αλλάξει.
Άσπρο και μαύρο μαζί. Το καινούργιο γκρι παντού.
Και συνεχίζω να μετράω τις αντοχές.
Προσπαθώ να διασχίσω μια σήραγγα και να βγω στο φώς ή προσπαθώ από το σκοτάδι των ημερών μας, να μπω σε μια σήραγγα γεμάτη φως..
Και αγάπη.