Όταν έκλαψε η Αθήνα…

Όταν έκλαψε η Αθήνα… Facebook Twitter
0

Τω καιρώ εκείνω, εν Αθήναις, κόσμος πολύς συνωστίζοντο και εστοιβάζοντο στα παράπλευρα των θηριωδών, yet, πανέμορφων κτιρίων του ιστορικού κέντρου. Αλλόγλωσσοι αλλοεθνείς προσγειώνονταν και προσάραζαν όλο αλαλαγμούς στη βουβή, πλέον, αττική γη με την άγρια χαρά του θηρευτή που παραμονεύει για το μερίδιό του στην ιστορία. Σύσσωμη η ανήλικη κοινότητα του άλλοτε αγέρωχου και "σταρίστικου" περικλαϊκού κλέους ποδοπατούσε τους ξέπνοους μη ταυτοποιήσιμους υπηκόους προκειμένου να προωθήσει τα must-have ενθύμια ενός καταρρεύσαντος πολιτισμού. Και τσολιαδάκια με σκoροφαγωμένα φέσια και ξεμαλλιασμένες φουντίτσες παρακαλούσαν να βρεθούν σε κάποιο οικονομικά εύρωστο μπουφέ ή –γιατί όχι;- πλάι σε μια μεγαλόψυχη plasma του εξωτερικού, αφήνοντας πίσω την τραυματική εμπειρία των δουλεμπόρων τους.

Τω καιρό εκείνω, στις πλατείες εγκαθίσταντο "περιπεσούσες" μορφές που εύγλωττα προφήτευαν το Τέλος και φωνασκούσαν περί μετανοίας στις ώρες καταστημάτων αλλά και εκτάκτως σε θρησκευτικές και εθνικές εορτές. Αυτοσχέδια πανηγύρια στήνονταν μετά το πέρας των διαδηλώσεων, μοιράζοντας σφηνάκια από λεηλατημένες κάβες προκειμένου να εξαγνιστεί ο τόπος από το αμάρτημα της επιθυμίας. Κι επιθυμία, σαφώς, συνέτριψε κράτος αμόλυντο, ανεπαίσχυντο, ειρηνικό.

Τω καιρώ εκείνω, μητέρα Ιωάννη, Πέτρου, Ιάσονα και Bob εγκατέλειψεν αυτούς εις την εξώθυραν της μοίρας τους ίνα μετοικήσει μετά του συζύγου της στον ουρανό. Και τέκνα τούτων ανέλαβαν να προστατεύουν κόσμο, bar και supermarket από την οργή Θεού. Οι αγγελικές μορφές τούτων, μάλιστα, περιφέρονταν σε εύθραυστες τσίγκινες άμαξες εκτελώντας το δρομολόγιο της μπλε γραμμής επιγείως ώστε να ελέγξουν τη ροή δακρύων στο ιερό χώμα της πόλης τους

Τω καιρώ εκείνω, για να είμαστε ακριβείς, δεν επιτρέποντο όπως δάκρυ αγγίξει το χώμα και δώσει ανθρώπινη, πλέον, υγρασία στη γη που φλέρταρε με τον αθηναϊκό ουρανό. Απαγορευόταν η κάθε μορφής πράξη που δήλωνε, ανοιχτά ή συγκεκαλυμμένα, ένοχα ή ξεδιάντροπα, ανθρώπινη ιδιότητα –ή έστω κάποιο απομεινάρι της . Δια τούτο (και για αναψυχή, φυσικά), οι μυστικές υπηρεσίες του κράτους εκτελούσαν κρυφά δρομολόγια σε άλλους πλανήτες για να συλλέξουν πληροφορίες απανθρωποίησης που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν, επιπλέον, στην πόλη.

Τω καιρώ εκείνω που το αίμα επιτιθόταν στο αίμα, που τα κορίτσια γάριαζαν επίτηδες τα λευκά τους φορέματα και τα αγόρια έτριβαν μπαταρίες στα μάτια τους και οι υπάλληλοι καθαριότητας, τις νύχτες, άνοιγαν σακούλες απορριμμάτων κάτω από τα μπαλκόνια για να τις μαζέψουν, την επομένη, γεμάτες απονενοημένα κορμιά, άρχισε στην πόλη να ακούγεται μία παράξενη βουή. Ακουγόταν για μέρες, φιλοξενώντας στους κόλπους της όλες τις καθημερινές δραστηριότητες της τόσο μεγάλης όσο και μικρής αυτής πόλης. Σιγά- σιγά το έδαφος άρχισε να τρέμει αδύναμα όπως κι οι τοίχοι, τα μάρμαρα, τα περβάζια, τα ξύλα, τα γυαλιά, τα βελούδα και τα σατέν. Όλα άρχισαν να αγκαλιάζονται από το τρέμουλο που συνέπαιρνε τα πάντα στο πέρασμά του και γινόταν ολοένα και πιο δυνατό, πιο απαιτητικό, πιο ανυπόμονο. Όταν πια όλα γύρω χόρευαν κι οι άνθρωποι άρχισαν να παύουν την κίνηση απ'το σώμα τους για ν' αφουγκραστούν αυτό που συνέβαινε, οι καθημερινοί ήχοι έσβησαν και μία φλέβα ανέμου φύσηξε από τον Πειραιά αναδίδοντας λαγνεία παιδικής ηλικίας. Ξαφνικά όλα ράγισαν κι εξερράγησαν όπως εκρήγνυται η καρδιά από αναπάντεχη ευτυχία.

Κι εγένετο κλάμα, κλάμα γοερό κι ολολύγμιο. Εγένετο χείμαρρος, χείμαρρος από δάκρυα φυλακισμένα για χρόνια και ανθρωπότητες. Ό,τι είχε αγγίξει ανθρώπου χέρι έκλαιγε και θρηνούσε. Θρηνούσε για χάρη κι εκ μέρους αυτών που σταμάτησαν να το κάνουν. Κι έκλαιγε το χώμα, η άμμος, το τσιμέντο, το σίδερο, ο πηλός, ο γύψος, ο χαλκός κι έρεαν τα χρώματα κι όλα τριγύρω χύνονταν κι αναποδογύριζαν απ' την ορμή. Αν, τότε, λένε κάποιοι, χαμήλωνες το κέντρο βάρους σου κι αναπηδούσες κοιτώντας στον ουρανό, μπορούσες να εκτοξευθείς σε μικρές αποστάσεις- κάτι σαν το τραμπολίνο.

Και το κλάμα συνέχιζε χωρίς καμία ανάπαυλα σα να ήθελε να υμνήσει όλη την ευτυχία και να μοιρολογήσει όλη τη δυστυχία των χρόνων που φορτώθηκε αυτό το κομμάτι γης. Κι οι άνθρωποι άρχισαν να παραδίνονται στην αρχή πιο δειλά και μετά όλο και πιο διψασμένα σ' αυτόν τον ανεξέλεγκτο δακρυροϊκό αδένα κι έπλεναν το στέρνο τους και το λαιμό τους και τα χέρια τους και βουτούσαν, τέλος, ολόκληροι μ 'ανοιχτά μάτια και στόματα. Κι αυτή η εκστατική παράνοια συνεχιζόταν για ώρες, τόσες όσες το αγέρωχο φως της ημέρας την είχε υπό την προστασία της. Κι όταν κουράστηκε πια από την αναπάντεχα λυτρωτική και λυτρωθείσα μέρα, μάζεψε τα πράγματά του και φεύγοντας σιγά-σιγά το ακολουθούσαν τα τέλεια, πλέον, αυτοπροσδιορισμένα δάκρυα.

Όταν είχε πέσει πια η νύχτα, μόνο κάποια ρυάκια από δω κι από κει μαρτυρούσαν τα όσα είχαν προηγηθεί. Και μόνο κάποια παιδιά τσαλαβουτούσαν από δω κι από εκεί μέχρι να φτάσουν σπίτι τους. Τα περισσότερα από αυτά, ευτυχώς, θυμήθηκαν να απλώσουν τα υγρά ρούχα και καλτσάκια τους πριν περάσουν το κατώφλι του σπιτιού τους.

Το πρώτο ξημέρωμα της επόμενης ημέρας βρήκε τους κατοίκους στα βολικά ή άβολα στρώματά τους βυθισμένους και άυπνους. Κι εκείνη ακριβώς την ώρα, την ώρα που νιώθεις πως δεν υπάρχει κανένας και πως η πόλη μετακόμισε αλλού, στην άκρη της τελευταίας ξεχασμένης από Θεό κι ανθρώπους βλεφαρίδα κάθε ματιού, τρεμόπαιξε μια υδάτινη, κρυστάλλινη υποψία. Κανείς δεν ήταν σίγουρος εάν έπρεπε να την πάρει μαζί του βγαίνοντας και πάλι έξω στη ζωή γι' αυτό και αρκέστηκαν στο να ποτίσουν και να δροσίσουν μ' αυτή το μαξιλάρι τους. Τω καιρώ εκείνω, στην πόλη δεν άλλαξε τίποτα, ήδη, όμως, είχαν αρχίσει να πάλλονται απ'τον ζωντανό χυμό και να βλασταίνουν τα πρώτα όνειρα...

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ