Μπήκε στο βαγόνι του κυλικείου και έψαξε με τα μάτια της το χώρο. Δε βρήκε κάποια εμφανή πρίζα και με μια μικρή αμηχανία άρχιζε να κοιτάζει κάτω από τα άδεια τραπέζια,μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι διαθέσιμες υπήρχαν μόνο στα δύο γεμάτα. Το ένα με μια παρέα (νέοι, λίγο μικρότεροι της) και το άλλο με ένα τύπο με λάπτοπ. Μεσήλικα.
Αναγκαστικά πήγε εκεί που χωρούσε και του ζήτησε αν μπορεί να καθίσει για να φορτίσει το κινητό της. Αυτός,ψυχρά κι ευγενικά δέχεται. Αναγκάζεται να του ξαναμιλήσει με αμηχανία για να αλλάξει θέση στο φορτιστή του ώστε να χωρέσει κι ο δικός της.Για άλλη μια φορά την καθησυχάζει πως δεν υπάρχει πρόβλημα.Τακτοποιείται. Κάθεται. Βγάζει το βιβλίο της και προσπαθεί να αναζητήσει το χαμένο χρόνο. Δε συγκεντρώνεται εύκολα όμως ,ακούει και τη συζήτηση των παιδιών δίπλα. Τον παρατηρεί κρυφά. Απορεί ναρκισσιστικά πως του περνάει τόσο αδιάφορη.Είναι όμορφη και νέα,και το ξέρει.
Συνειδητοποιεί ότι στον υπολογιστή του του έχει κολλημένα αποσπάσματα από την Αγία Γραφή και άλλα παρόμοια χριστιανικά αποφθέγματα,μάλιστα.Κατά τα άλλα γιάπης βέβαια πουκαμισάκι,καφές κινητό και δουλειά στο λάπτοπ. Περίεργος συνδυασμός.
Είναι πολύ όμορφη.Του θυμίζει μια κοπέλα που του άρεσε στη σχολή.Δεν της είχε μιλήσει,ποτέ.Καπου κάπου τη βλέπει να πίνει νερό, παρατηρεί τα χείλη της, τον τρόπο που κινείται ο λαιμός της όταν καταπίνει.
Το τρένο σταματά για αλλαγή μηχανής και το ρεύμα κόβεται,οπότε προστίθεται λίγη αναμονή ακόμα.Συνεχίζει να τον παρατηρεί-αυτό το βιβλίο δεν θα το τελειώσει ποτέ,το έχει πάρει ήδη σε άλλα δυο-τρία ταξίδια και τίποτα.Σκέφτεται,ακούει και παρατηρεί.Το βιβλίο μπροστά της όλη αυτήν την ώρα.Καμιά φορά πίνει νερό απ΄το μπουκαλάκι που έχει μαζί της.
Το τρένο ξαναξεκινά. Υποδέχεται το ρεύμα με ανακούφιση. Για να κάνει κάτι,αποφασίζει να μαζέψει τα μαλλιά της, έχουν μακρύνει κιόλας και την ενοχλούν. Τα πιάνει μια ψηλή κοτσίδα. Περιμένει να περάσει ο χρόνος μέχρι να ανοίξει το κλεισμένο κινητό που με τα πολλά ανοίγει. Φεύγει ανακουφισμένη και πάει στη θέση της, έχει ακόμα τόσες ώρες μπροστά της.
Την είδε ανασηκώνοντας φευγαλέα τα μάτια του από την πρώτη στιγμή που μπήκε στο βαγόνι.Λεπτή,μελαχρινή με όμορφο πρόσωπο. Νεα. Τη βλέπει να ψάχνει κάτι (ρεύμα προφανώς ,σχεδόν όλοι γι΄αυτό έρχονται).Νιώθει κάτι παράξενο μέσα του,άγχος κι επιθυμία να κάτσει κοντά του. Αυτός είναι μόνος άλλωστε,όλοι οι άλλοι σε ζευγάρια ή παρέες. Τη βλέπει να μη βρίσκει κι αναθαρρεύει. Ξέρει ότι μόνο στο τραπέζι του και στων διπλανών παιδιών υπάρχουν πρίζες και μπορεί να πάει.Αυτοί είναι πολλοί,μακάρι να μη θέλει να κάτσει μαζί τους.Και νέοι όμως.Και όμορφοι.Ίσως λίγο πιο μικροί της.Πόσο να είναι άραγε;Στην αρχή του φάνηκε μικρούλα,τώρα όσο κλεφτά την κοιτάζει περισσότερο υπολογίζει γύρω στα εικοσιπέντε.
Έρχεται προς το μέρος του και νιώθει ένα αδικαιολόγητο τσίμπημα στην καρδιά του.Τον ρωτά αν μπορεί να καθίσει.Της απαντά τυπικά ναι,τι άλλο μπορούσε να πει.Του ξαναμιλάει,έχει ένα πρόβλημα,κάτι με τις θέσεις ,το κινητό της δε χωράει ,τον ρωτάει να αλλάξει,της λέει πάλι ναι χωρίς να το πολυσκεφτεί.Ικανοποιημένη κάθεται.Ωστόσο του φάνηκε αμήχανη κι αυτή και κάπως αγχωμένη.
Συνεχίζει να γράφει αυτό που έγραφε.Πρέπει να τελειώσει αυτή την πρόταση που ετοιμάζει μέχρι μεθαύριο.Για δουλειά άλλωστε ταξίδευε και τώρα πίσω πάλι.Εκείνη βγάζει ένα βιβλίο και το ανοίγει μπροστά της.Δεν πρόλαβε να διαβάσει τον τίτλο.Διαβάζει.
Το τρένο σταματά για αλλαγή μηχανής.Θέλει να της μιλήσει αλλά και τι να της πει.Πρέπει να τελειώσει κι αυτή την ηλίθια πρόταση.Την κοιτάζει κρυφά ακόμα,αναρωτιέται αν διαβάζει ή αν απλά σκέφτεται.Τι να σκέφτεται.Που να πηγαίνει,στο τέρμα ή θα κατέβει κάπου ενδιάμεσα.Μακάρι να μην πάει στη θέση της μέχρι να κατέβει.
Είναι πολύ όμορφη.Του θυμίζει μια κοπέλα που του άρεσε στη σχολή.Δεν της είχε μιλήσει,ποτέ.Καπου κάπου τη βλέπει να πίνει νερό, παρατηρεί τα χείλη της, τον τρόπο που κινείται ο λαιμός της όταν καταπίνει. Ευτυχώς την περισσότερη ώρα είναι σκυμμένη και δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι την κοιτάζει. Ξαναγυρνάει στην πρόταση.Πρέπει να την τελειώσει μεθαύριο.Τόσα χρόνια στην εταιρία δεν έχει καθυστερήσει δουλειά ποτέ.
Κάποια στιγμή αφήνει το βιβλίο και βγάζει κάτι από τα πράγματά της.Σηκώνει τα χέρια,τα μπράτσα της διαγράφονται σχεδόν ανεπαίσθητα,στριφογυρίζει μερικές φορές τα μαλλιά της ώσπου να τα πιάσει επάνω.Της πάνε περισσότερο έτσι,της πάνε πολύ.Ξαναγυρνά με δυσκολία στην πρόταση.
Ξαφνικά σηκώνεται.Όχι μη φεύγεις ,πήγαινε να πάρεις κάτι και ξαναέλα.Όση ώρα σηκώνεται την παρατηρεί σαν σε αργή κίνηση.Σκέφτεται πυρετωδώς να της πει κάτι.Τι να της πει.Το κυλικείο δεν είναι από εκεί που πάει,προχωράει προς την άλλη έξοδο του βαγονιού ,αυτήν απ΄την οποία ήρθε.Βλέπει την πλάτη της και τα μαλλιά της.Η κοτσίδα της κουνιέται όσο προχωρά.Σκέφτεται πως έχει υπέροχα μαλλιά.Η πόρτα ανοίγει κι εξαφανίζεται.
Όλη αυτή την ώρα δε σκέφτηκε τη γυναίκα του ούτε μία φορά.Γενικότερα δεν τη σκέφτεται και πολύ πλέον.Τα ταξίδια για δουλειά είναι μια διέξοδος.Όχι ότι θα την απατούσε ποτέ φυσικά.Πίσω στην πρόταση,δύο σελίδες του έμειναν δεν είναι τίποτα για αυτόν.Δεν θέλει και να τις τελειώσει όμως,προτιμά να δουλέψει λίγο στο σπίτι αλλιώς θα πρέπει να λέει τι έκανε και πως πέρασε.
Πάλι του ήρθε στο μυαλό. Ήταν πολύ όμορφη.
σχόλια