Προσδοκώντας ανάσταση ζωντανών...
«Όχι Σταύρο, μη ! Σε παρακαλώ! Μη!»
Αυτή η πνιχτή κραυγή απόγνωσης θα μείνει για πάντα χαραγμένη στο μυαλό μου.
Συνηθίζω να γράφω τη νύχτα και να κοιμάμαι αργά προς το ξημέρωμα. Τότε συγκεντρώνομαι καλύτερα, με τους ιδιαίτερους ήχους της νύχτας. Τα πρώτα κελαϊδίσματα της αυγής είναι για μένα η λήξη της εργασίας μου αυτής. Σηματοδοτούν την αρχή μιας ακόμη ημέρας δουλειάς, αφού μεσολαβήσει ένας μικρός, συνήθως δίωρος, ύπνος.
Ποτέ ξανά έκτοτε δεν κοιμήθηκα ήσυχα. Ξύπναγα συχνά στον ύπνο μου τον πρώτο καιρό. Ένιωθα θαρρείς τον λυγμό της την ώρα της πτώσης, τον πόνο του αποχωρισμού από τα παιδιά της, τα αντιφατικά, τρομακτικά συναισθήματα. Όλα να περνούν από το μυαλό και να δημιουργούν μια σύγχυση που οδηγούσε στην τρέλα.
Άκουγα μέσα στη νύχτα τις κραυγές και τα κλάματά της, ενώ το πρωί την έβλεπα χαρούμενη και χαμογελαστή να με χαιρετά. Δεν μπορούσα να αξιολογήσω την κατάσταση, δεδομένου ότι στο σπίτι ζούσαν και οι δυο τους κόρες. Δυο κοπέλες πανέμορφες, στην εφηβεία. Αναρωτιόμουν, εκείνες δεν άκουγαν; Δεν ανησυχούσαν για τη μάνα τους; Τους είχε πει ότι αυτό είναι ένα «παιχνίδι» με τον μπαμπά και ότι δεν κινδυνεύει; Τι τους είχε πει; Η αλήθεια είναι ότι το γραφείο μου ήταν μεσοτοιχία με την κρεβατοκάμαρά της, όπου εκτυλίσσονταν αυτές οι σκηνές κυρίως Παρασκευή και Σάββατο βράδυ που εγώ κατά σύμπτωση, τότε πιο πολύ ξενυχτούσα επειδή δεν δούλευα το άλλο πρωί.
Πώς γίνεται να πέφτουν από τα σύννεφα οι μικρές κοινωνίες ή οι γειτονιές όταν διαπιστώνουν ότι μπαμπάδες, θείοι, ξαδέλφια και φίλοι βίαζαν ή κακοποιούσαν συζύγους, ανήλικα παιδιά από το περιβάλλον τους; Ποια η ευθύνη του περιβάλλοντος αυτού; Η υπόθαλψη της βίας, την ενθαρρύνει και τη γενικεύει.
Εκείνη, η Τζένη, μια μικροσκοπική γυναίκα, "λιγάθινο" θα την έλεγες, πάντα ελαφρά μακιγιαρισμένη και καλοντυμένη κάθε πρωί, πάντα περιποιημένη, έβγαινε για τα καθημερινά της ψώνια. Φαινόταν νοικοκυρά, αν κρίνω από την δραστηριότητά της, τα πλυμένα και απλωμένα ρούχα, το συγύρισμα που κανείς μπορεί να το επιβεβαιώσει από το γειτονικό μπαλκόνι. Όταν την συναντούσα δεν έδειχνε ίχνος ψυχικής δυστυχίας, πόσο μάλλον σωματικής κακοποίησης. Δεν ήξερα τι να υποθέσω και πράγματι δεν μπορούσα να καταλάβω αν υπήρχαν περιθώρια να επέμβω.
Καθώς έχω μια προδιάθεση να επεμβαίνω σε ό, τι συμβαίνει γύρω μου, είχα κάποτε τολμήσει να κάνω παρατήρηση σε κάποιον που μίλαγε με άγρια φωνή υποτιμητικά στη γυναίκα, που συνόδευε, ενώ κιόλας η στάση του σώματος του ήταν απειλητική απέναντί της και ευθύς αντέδρασε εκείνη, ζητώντας μου το λόγο. «Και τι σε νοιάζει εσένα κοπελιά;» Ντράπηκα και μαζεύτηκα, ενώ θα μπορούσα να της πω ότι με νοιάζει όταν ακούω μέσα στα αυτιά μου τον «εξωγήινό» της να την προσβάλλει. Σκέφτηκα ότι αν γινόταν αυτό σιγά δεν θα τον άκουγα. Ενώ έκανα αυτόν τον συλλογισμό, ούσα συγχυσμένη, αμέσως μετάνιωσα και στενοχωρήθηκα που δεν εξέφρασα την άποψή μου. Τι θα πει να μην τον ακούω; Ένα ήσυχο έγκλημα, ένας σιωπηλός, αφανής εγκληματίας, δεν είναι εγκληματίας; Δεν πρέπει να του ασκηθεί δίωξη; Και άσε τις διώξεις, δεν πρέπει ο καθένας ενεργός και ευσυνείδητος πολίτης να κάνει ό,τι χρειάζεται για να τον αναχαιτίσει;
Ωστόσο για την Τζένη- τη γειτόνισσά μου και μητέρα των δυο κοριτσιών - είχα ψάξει όλα τα τηλέφωνα των υποστηρικτικών δομών για την κακοποίηση γυναικών και ήμουν έτοιμη να τηλεφωνήσω και στην αστυνομία με το που θα άκουγα «Βοήθεια!». Δεν ζήτησε ποτέ, δεν φώναξε ποτέ, μόνο εκείνου του ζήταγε το λόγο. «Γιατί Σταύρο μου; Τι σου έκανα; Όχι πάλι! Λυπήσου με! Λυπήσου τα παιδιά μας!» Ήμουν ετοιμοπόλεμη. Δεν έκανα όμως τίποτα! Λούφαξα. Έμεινα στο θαλάμι μου, δειλή και συρρικνωμένη και περίμενα. Τι περίμενα; Να συμβεί κάτι; Τι δηλαδή; Τι θα μπορούσε να σταματήσει ένα άρρωστο μυαλό; Ε, αυτό το κάτι συνέβη!
Ένα πρωί την ώρα που άκουγα τα πουλιά να προϋπαντούν την ημέρα, άκουσα αντάρα και παράλληλα σπαρακτικές φωνές από το ισόγειο της πολυκατοικίας, όπου και έμενα τότε. Κατέβηκα παγωμένη γρήγορα, έχοντας, το ομολογώ, μια κρυφή υποψία - φόβο και είδα στον κήπο να έχει μαζευτεί κόσμος, να φωνάζουν και κάποιοι να έχουν αναλυθεί σε έναν βαρύ θρήνο. Το θέαμα, που αντίκρισα θα το θυμάμαι για πάντα. Mε πέτρωσε! Γροθιά στο στομάχι, μπουνιά στη μούρη. Η Τζένη είχε ριχτεί από το μπαλκόνι της. Η Ιουλιέτα αυτή δεν περίμενε τον Ρωμαίο, αλλά στην απελπισία της βούτηξε στο κενό. Έβαλε μόνη της τέλος στη δυστυχία της, που μάλλον δεν μπορούσε να διαχειριστεί διαφορετικά και για την οποία κανείς δεν κινητοποιήθηκε για να τη σώσει. Κανένας δεν της άπλωσε το χέρι. Άφησε και σημείωμα απολογίας στα κορίτσια της, όπως μάθαμε αργότερα. Είναι ποτέ δυνατόν; Μαρτύρησε! Λένε ότι στο γραφείο τελετών που είδαν το σώμα της, αυτό ήταν γεμάτο μώλωπες και καψίματα σε μέρη που δεν ήταν ορατά. Βασανίστηκε, άντεξε χωρίς λόγο, χωρίς να μιλά σε κανέναν. Υπέμεινε τα βασανιστήρια του Ιησού Χριστού. Και τώρα πώς θα αναστηθεί το γλυκό αυτό πλάσμα ; Και μαζί της πώς θα αναστηθεί ο δυνάστης της; Ακόμα χειρότερα, πώς θα συνεχίσει να ζει τη ζωή του μετά από αυτό; Οι κόρες της τι σταυρό θα σηκώνουν από εδώ και μπρος; Θα κατάλαβαν ότι όλα αυτά δεν ήταν ερωτικό παιχνιδάκι ή θα τις παραμύθιασαν ότι η μητέρα τους είχε ψυχολογικά προβλήματα ή διαγνώστηκε με βαριά ψυχική ασθένεια και δεν μπορούσε να το διαχειριστεί όποτε και αυτοκτόνησε; Μήπως ο πατέρας εμφανιστεί κιόλας σαν ο ήρωας που ήθελε να την στηρίξει και δεν τα κατάφερε ποτέ γιατί η κατάστασή της συνεχώς επιδεινωνόταν; Να πως μπορεί κάποιος να σκοτώσει χωρίς να βάψει ποτέ τα χέρια του με αίμα! Μετά όμως αυτό δεν χαράζεται στα χέρια, στα μάτια, στη ψυχή του; Πώς μπορεί να ζει στη συνέχεια; Όλοι μας πώς μπορούμε να ζούμε μετά από αυτό; Εκείνο το μεγάλο αυτί και το μεγάλο μάτι, όπως το ανέφερε ο Καζαντζάκης, που όλοι έχουμε μέσα μας, η συνείδηση, πώς θα φιμωθεί, πώς θα πάψει να φωνάζει στον καθένα από εμάς.
Εμένα με ξυπνά κάθε τόσο. Θέλω να αναλάβω την ευθύνη του αμέτοχου παρατηρητή, του ανενεργού αυτού ατόμου, που φοβήθηκε και άφησε έναν άνθρωπο να βυθιστεί και να πνιγεί, χωρίς καν να πάρει ένα τηλέφωνο, παρά έμεινε με το δάκτυλο πάνω στο κουμπί μια τηλεφωνικής συσκευής, χωρίς να το πατήσει ποτέ.
Κάθε Γολγοθάς, κάθε σταύρωση δυστυχώς δεν συνοδεύεται από μιαν Ανάσταση. Ο Χριστός αναστήθηκε, δεν γίνεται το ίδιο για τους θνητούς, για όλους εμάς τους άλλους, τους απλούς!
Ο δυνάστης επιλέγει κάθε φορά ένα συγκεκριμένο προφίλ ανθρώπου, διακρίνοντας πότε κάποιος είναι ευάλωτος, σε αδύναμη θέση για να μπορέσει να τον χειριστεί πρώτα ψυχολογικά και μετά σωματικά. Είναι κάτι που γίνεται σε προσωπικό επίπεδο και έχει ακόμα και πολιτικές διαστάσεις. Είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα. Θύματα οι ευαίσθητοι άνθρωποι, συνήθως πιο αδύναμοι, όπως η Τζένη. Μια νέα, από φτωχική οικογένεια. Οι γονείς της, απλοί άνθρωποι, γεωργοί, ήρθαν ταπεινοί και ήσυχοι από το χωριό για την κηδεία της. Δέχτηκαν την μοίρα αγόγγυστα και έκλαψαν το παιδί τους. Η Τζένη είχε χαμηλό εισόδημα, αν είχε κιόλας, καθώς δεν εργαζόταν. Είχε ενδυθεί το ρόλο της «αγίας μητέρας» δυο παιδιών και έγινε παιχνίδι στις βίαιες αρρωστημένες ορέξεις του τυράννου συζύγου της, τον οποίο ποτέ δεν εξέθεσε, ούτε ξεμπρόστιασε βέβαια νομικά, ή με οποιοδήποτε τρόπο, γιατί φοβόταν. Και καλά εκείνη, φοβόταν. Εμείς οι άλλοι; Εγώ; Πόσο δειλή, αδιάφορη και τελικά συνένοχη είμαι σε όλα αυτά; Εγώ πώς θα αναστηθώ, αν αναστηθώ ποτέ; Θα το ξεχάσω με τον καιρό; Αποκλείεται! Τα παιδιά που σκότωσαν εκείνο το παιδάκι, θα ξεχάσουν ποτέ το έγκλημά τους όταν γίνουν ενήλικες; Οι ενήλικες που ήταν ενήμεροι για το νεκρό παιδί και δεν έκαναν τίποτα, μόνο κάλυψαν τα παιδιά τους, θα αναστηθούν; Θα ξαναγελάσουν ; Δε θα φέρνουν πάντα στο μυαλό τους ότι με ένα σπρώξιμο σε μια διαφωνία, χτύπησε ο φίλος τους και εκείνοι έκρυψαν το τραυματισμένο κορμί του σε εγκαταλελειμμένο σπίτι και μετά τον πέταξαν στο ποτάμι, να μην βρεθεί ποτέ το σώμα του και βέβαια εκείνοι να γλιτώσουν; Θα ξεχάσουν ποτέ τις ικεσίες, το κλάμα αυτής της μάνας που αναζητούσε απεγνώσμενα το παιδί της στους δρόμους, στις τηλεοράσεις, παντού; Οι μόνοι που σταυρώνονται και θα αναστηθούν είναι οι αμέτοχοι γονείς του σκοτωμένου παιδιού, που το αναζητούσαν απεγνωσμένοι. Εκείνοι έχασαν τη ζωή τους με τον θάνατό του. Αυτός είναι και ο Γολγοθάς τους, οπότε περιμένουν μια Ανάσταση για να ζήσουν την άλλη, την πραγματική ζωή. Για αυτούς η ζωή αυτή εδώ τελείωσε με τον θάνατο του παιδιού τους.
Πώς γίνεται να πέφτουν από τα σύννεφα οι μικρές κοινωνίες ή οι γειτονιές όταν διαπιστώνουν ότι μπαμπάδες, θείοι, ξαδέλφια και φίλοι βίαζαν ή κακοποιούσαν συζύγους, ανήλικα παιδιά από το περιβάλλον τους; Ποια η ευθύνη του περιβάλλοντος αυτού; Η υπόθαλψη της βίας, την ενθαρρύνει και τη γενικεύει.
Παρόμοια γεγονότα μας καταδικάζουν σε μιαν ατέρμονη κόλαση, με μαύρες σκέψεις για όσους από εμάς δεν πήραμε θέση. Ένιωσα γελοία, ισοπεδωμένη, ανύπαρκτη. Το περιβάλλον μπορεί αν θέλει να αποτρέψει ή να προλάβει ένα κακό.
Σεξουαλικές παρενοχλήσεις, κακοποιήσεις, ξυλοδαρμοί , λεκτικές προσβολές και κάθε μορφή βίας, που ασκείται γύρω μας και δεν αντιδράμε, από δειλία, από κανονικό φόβο ή από διάθεση να μην χάσουμε τη βολή μας. «Μην ανακατεύεσαι και μπλέξεις!» Μα από την ώρα που ζεις έχει «μπλέξει!»
Η παρενόχληση από μόνη της είναι έγκλημα, είτε αυτή εξελίσσεται σε φονικό, είτε όχι. Εκείνα τα άτομα που παρενοχλούσαν τον φοιτητή επειδή δεν τον θεωρούσαν αποδεκτό, διέπραξαν έγκλημα, είτε τον σκότωσαν με τα ίδια τους τα χέρια είτε τον ώθησαν στην αυτοκτονία. Αυτό κι αν έχει πολιτικές διαστάσεις και εφαρμογές στην οδυνηρή και αιματοβαμμένη ιστορία του ανθρώπου. Σε κάθε περίπτωση υπάρχουν και οι άλλοι, αυτοί που γνωρίζουν αλλά σιωπούν. Ο φόβος, η «ομερτά» κατατάσσουν τον δειλό στην πιο χαμερπή και ελεεινή μορφή ύπαρξης.
Εγώ που τα λέω αυτά, «ηρωικά», προχθές σε συνέλευση συναδέλφων στην εταιρία που δουλεύω και ενώ διασύρεται κάποιος συνάδελφός μου, από κάποιον προϊστάμενο, κάθομαι φοβισμένη μαζί με τους υπόλοιπους , περιμένοντας να τελειώσει ο προσωπικός και κακόβουλος οχετός . Με το που τελείωσε η συνεδρίαση όλοι, σαν να μην συνέβαινε τίποτε συνεχίσαμε τη δουλειά στο πόστο μας.
Σιχαμάρα! Ανενεργός και ακυρωμένος άνθρωπος να περιμένει την εξιλέωση από μια Ανάσταση, μια Δευτέρα παρουσία, όπου θα έχει ζητήσει συγχώρεση, όμως από ποιον;
Εδώ η Ζωή, εδώ και ο Θάνατος και η Ανάσταση, η εσωτερική ανάταση, που δεν είναι άλλο από το αποτέλεσμα μιας εσωτερικής διαδρομής, που οδηγεί στην όρθωση του ηθικού αναστήματος του ανθρώπου. Αυτή είναι η Ανάσταση.
σχόλια