…στα ινδικά σημαίνει αυτό που χρωματίζει τον νου. Αγάπη, πόνος, έρωτας, νοσταλγία, απογοήτευση, μελαγχολία, χαρά. Αυτές οι πέντε νότες του ράγγα, δυο όργανα μόνο, σιτάρ και ταμπoυρα. Δύο όργανα, πέντε νότες, ένα φεγγάρι, άπειρα μόρια που δονούνται. Εκείνη τη νύχτα ένιωσα σαν να έγινα μάρτυρας μιας μυστικής συνομωσίας, μιας ιεροτελεστίας μεταξύ των ψυχών, της μουσικής και της πανσέληνου. Κανείς δεν μιλούσε, κανείς δεν κουνιόταν, ήταν όμως όλοι εκεί, ήταν εκεί εκτός από τα σώματα τους και το πνεύμα τους και όλες τους οι αισθήσεις. Ήταν λίγο το ποτό, λίγο η πασηφαής σελήνη που ταράζει τα νερά, λίγο το κλίμα, πολύ η μουσική. Θυμήθηκα το μύθο που λέει πως τις νύχτες της καλοκαιρινής πανσελήνου οι νεράιδες και τα ξωτικά ξεχύνονται στα δάση και σκορπούν παντού τον έρωτα με τα ραβδιά τους λίγο πριν φύγουν το ξημέρωμα αφήνοντας τη φύση, τους ανθρώπους και τα ζώα κεραυνοβολημένους για πάντα. Ο αέρας φυσούσε δυνατά, τα δέντρα γύρω μου χόρευαν ήμουν σίγουρη στο ρυθμό της μουσικής. Και η ατμόσφαιρα μύριζε σκέψεις, συναισθήματα, σαν να ξεχύνονταν όλα μαζί από τα σεντούκια των ψυχών μας και μπλέκονταν με τα δέντρα, τη θάλασσα, τις νότες…
Το φεγγάρι έβλεπε το είδωλό του στην επιφάνεια του νερού και ήταν σαν να διαλαλούσε σιωπηρά τον ναρκισσισμό του. Τα αστέρια διαγωνίζονταν ποιο θα πέσει πρώτο, ποιο θα χαράξει τον ουρανό με την ουρά του αυτοκτονώντας μόνο για να ζήσει μια λαμπρή στιγμή. Τα μάτια μου καρφωμένα στα δάχτυλα του μουσικού που έπαιζε το σιτάρ. Όπως μπλέκονταν τα ακροδάχτυλά του μπλέκονταν και οι σκέψεις μου, ήταν όμως τόσο έντονες που πάντα έβρισκα την άκρη. Σκέφτηκα τα εμπόδια που βάζουμε στους εαυτούς μας. Σκόπιμες ή ακούσιες τρικλοποδιές που μας πάνε πίσω, μας κάνουν να κοιτάμε χαμηλά αντί να ατενίζουμε μπροστά, μακριά και ψηλά. Όλα αυτά τα στοπ που μας κρατούν στάσιμους, όλα τα βάτα που εμποδίζουν το διάβα μας. Πως εμείς οι ίδιοι είμαστε υπεύθυνοι για την απώλεια της ελευθερίας μας, πως εμείς φταίμε που μέσα μας πλέκουμε συρματοπλέγματα γιατί φοβόμαστε. Φοβόμαστε μην φοβηθούμε… φοβόμαστε τι θα συνέβαινε αν βγάζαμε μπροστά την ψυχή μας, τα θέλω μας, όλα αυτά που λαχταράμε, εμείς φταίμε που κατασπαράζουμε όλα τα αυθόρμητα κύτταρά μας και αφήνουμε να επιζήσουν αυτά που «πρέπει» για να μπορούμε μέσα από την σκληράδα τους να επιβιώσουμε, άλλη μια μέρα σαν τις ίδιες αυτές που πέρασαν κι αυτές που θα έρθουν, άλλες πολλές μέρες χωρίς παλμό, χωρίς ψυχή. Εμείς φρενάρουμε τις καρδιές μας να τις φυλάξουμε από τον πόνο, τη θλίψη, το απρόσμενο, την απώλεια… εμείς δεν ανοίγουμε τα φτερά μας να πετάξουμε μακριά σαν τον γλάρο, να κοιτάξουμε από μακριά τους καταπιεσμένους εαυτούς μας και απλά να τους αγνοήσουμε.
Σκέφτηκα πως ο καθένας μας από μόνος του είναι κάτι το θαυμάσιο, σαν μια χορδή σιτάρ που αρκεί να την αγγίξεις με ειδικό τρόπο για να βγάλει από μέσα της έναν υπέροχο ήχο. Πως όλοι θέλουμε κάποιον δίπλα μας να αγγίξει την μυστική μας χορδή και να μας κάνει να τραγουδήσουμε, να ανθίσουμε σαν το μπουμπούκι και να λάμψουμε σαν την πανσέληνο… Στην παραλία διάφορες σκιές, δύο παιδιά σπρώχνονταν και κυνηγιούνταν, μερικοί φίλοι πιο πέρα απλά άραζαν και ένα ζευγάρι αγκαλιά, μόνο αυτό, πάνω τους το φεγγάρι σαν φωτοστέφανο έφεγγε όσο πρέπει για να τους προκαλέσει αυτήν την γλύκα που νιώθουμε όταν αγαπάμε.
Μια χορδή σιτάρ από μόνη της ηχεί μαγικά, σε συνδυασμό όμως με μια δεύτερη παράγει μελωδία. Παρατηρώντας τα δάχτυλά του που άγγιζαν τις χορδές χαμογέλασα αχνά. Βεβαιώθηκα πως η αγάπη περιμένει πάντα αυτόν που την αναζητά. Όπως oι νεράιδες φανερώνονται μόνο σε αυτούς που πιστεύουν ότι υπάρχουν. Και αυτή ήταν η σκέψη που τελικά κυριάρχησε μέσα μου ακόμα κι όταν η μουσική σταμάτησε να αντηχεί, τα δέντρα κουράστηκαν να χορεύουν και ο εκστασιασμένος διπλανός μου έψαξε το πακέτο με τα τσιγάρα του. Ήταν σαν να ξυπνήσαμε όλοι απότομα από ένα γλυκό όνειρο. Από τα όνειρα που είναι έγχρωμα και έχουν τέλος. Κοίταξα τα μάτια γύρω μου και είδα αυτό που ήθελα, πως έστω και για μια ώρα ο καθένας μας βρήκε μέσα του την γαλήνη που επιζητά… και απέκτησε παραπάνω ελπίδες πως θα τη βρίσκει πιο συχνά από δω και πέρα. Σηκώθηκα μην έχοντας τι άλλο να μου πω εκτός από : τώρα θα πάω να κοιμηθώ, καληνύχτα…