Το βράδυ που σε βρήκα ο αέρας είχε κομματιάσει την πόλη, έσπρωχνε τους ανθρώπους
μέσα στους δρόμους και όλη τη σκόνη στον ουρανό. Και έτσι τίποτα δεν μαρτυρούσε θλίψη ή κόπο και
από τον σταθμό του τραίνου μέχρι την αποβάθρα όλα έμοιαζαν να είχαν γεννηθεί ξανά.
Ο αέρας είχε διώξει κάθε αστέρι και τα δέντρα είχαν για μία ακόμη φορά λυγίσει. Μόνο τα φώτα του λιμανιού
καρφωμένα στην πέτρα ταξίδευαν το φως τους στο κορμί της θάλασσσας, που εκείνο το βράδυ έμοιαζε τόσο
στο κορμί σου.
Περπατήσαμε δίπλα στο εγκαταλλελειμένο καράβι, βυθισμένοι στον άνεμο. Τα μάτια σου ήταν κρυμμένα στα μαλλιά σου
και γκρίζα άμμος στα χείλη σου χτυπούσε. Καθίσαμε κάτω από τα καραβόσχοινα, πάνω στις πέτρινες μικρές επάλξεις,
σιωπηλοί μπροστά στα κύμματα. Είχες τότε ένα ρούχο μου τυλιχτεί, και εγώ είχα κιόλας τα δυο μας σώματα μετρήσει.
Θυμάμαι κάτι που μου είπες, όταν το νερό σε χτύπησε στα πόδια και τα μάτια σου με βρήκαν στο σκοτάδι.
Είπες πως εκείνο το ρούχο το είχα πια χαμένο, γιατί η μυρωδιά σου είχε ποτίσει την κλωστή.
Εκείνο το ρούχο είπες, είχε πάρει το σχήμα το δικό σου, και από εκείνο το βράδυ πάντα θα σε θύμιζε.
Και εγώ που όλη την ώρα έψαχνα κάτι για να πω, σώπασα, γιατί κατάλαβα πως κάτι τρομερό είχε ειπωθεί.
Τα ξημερώματα μας βρήκαν να κοιτάμε από πολύ ψηλά την πένθιμη πλατεία, και εκεί, πέντε ορόφους πάνω από
την γη, μου έδειξες τα χαρτιά που πάνω τους είχες γράψει τη ζωή σου, και από το laptop έπαιζε μία μουσική πολύ αργή,
έτσι που τα χείλη σου έμοιαζαν μισάνοιχτα, και στο ορκίζομαι τα μάτια σου καθόλου δεν φαίνονταν να κλείνουν.
Τα μάτια σου.
Επέστρεψα σπίτι, περπατώντας μέσα από τα βρεγμένα πεζοδρόμια των ψαράδικων, και ένας ήλιος σατράπης έσβηνε
με μανία τα ίχνη που άφηνα. Ίχνη που στην τελική οδηγούσαν σε εσένα.
Στα χέρια κρατούσα τη ζακέτα, πολύ σφιχτά, σαν κάτι να σήμαινε. Και όπως τα μάτια μου ήταν έτοιμα να κλείσουν
και τα πόδια μου σκόνταφταν στον πεταμένο πάγο σκέφτηκα πως εκείνη η ζακέτα ήταν στα αλήθεια μια πληγή.
Δες λοιπόν αυτό που σου έγραψα σαν την ουλή μου.
σχόλια