Ο άντρας και η γυναίκα είναι φωτιά και ο διάβολος φυσάει. Και όταν ο αέρας αγκαλιάζει τη φωτιά, αυτή γίνεται μανιώδης και παντοδύναμη, το νερό αποδυναμωμένο μπροστά της αδυνατεί. Και τρέχει μέσα στα δάση και στριφογυρίζει σαν αίμα.Και όπως η ταυτότητα του αίματος, έτσι κι αυτή ποτέ δεν θα εξαφανιστεί, ποτέ δεν θα εγκαταλείψει το χώμα. Από μέσα του αιώνια θα γεννιέται πράσινη ζωή που ουρλιάζοντας από το φύσημα θα μένει ακίνητη, καθηλωμένη στο σκοτάδι της. Πόσο να αντέξει έτσι; Η ακινησία οδηγεί στον ακρωτηριασμό.
Πώς ένα σώμα να σταθεί με άξονα μια ακρωτηριασμένη ψυχή; Θάνατος. Θάνατος κι ανυπαρξία έπονται. Θάνατος και τα τραγούδια για τις γυναίκες που αγαπάνε γιατί φοβίζει η αρχοντιά της γέννας. Ναι, αλλά χωρίς γέννα πώς θα συνεχιστεί η ζωή; Γυμνή η σκέψη, γυμνό το συναίσθημα χωρίς τη πραγμάτωσή του. Επιβιώνει μονάχο, μα όλοι δεν έχουμε ανάγκη από κάτι όμοιο να ανήκουμε; Πώς αλλιώς να βρούμε κίνητρο να παλέψουμε για την επιβίωση μας και ποιος μπορεί να ζει με την ιδέα πως απλώς επιβιώνει; Ίσα ίσα για να επιβιώσουμε σε μια αλλαγή Ανατολής και Δύσης που έρχεται και φεύγει συλλογισμένη μέχρι κι εμείς να σβήσουμε κι από κείνες πιο συλλογισμένοι...Και κανένας Βορράς ή Νότος δεν θα καταφέρει να γίνει ποτέ σπίτι μας, μόνο εκείνες οι δύο θα είναι γενέτειρα και Ιθάκη μας συνάμα. Γιατί έτσι ο Σκοπός υπακούει στην υπερκόσμια ενέργεια, όπως το ερωτικό κάλεσμα ενός ανήξερου ζώου που σηκώνονται οι τρίχες πάνω στο ζεστό του δέρμα. Επιδιώκει πηγαία, επιδιώκει ασυνείδητα να γίνει κι αυτό ένα με τη φλόγα που όλοι λυσσάμε να αγγίξουμε και να καούμε μένοντας με σημάδια ανεξίτηλα πάνω στην σάρκα και όχι μόνο...Άραγε η Ανάγκη θα ξανανάψει για τον καθένα μας ένα ακόμη κεράκι σε καιρό ανεμοδαρμένο; Και άραγε για πόσο ακόμη θα σε έχω μπρος μου στο θανατικό το φως του έρωτος μου;