Sin City

Sin City Facebook Twitter
0

«Αλήθεια δεν υπάρχει,

υπάρχουν μόνο ιστορίες.»

Harrison, J.

 

Φυλακές  ένας θεός ξέρει που, λίγο πριν ξημερώσει.

Από το τρανζιστοράκι ενός κρατούμενου ακούγονται εκκλησιαστικοί  ύμνοι, από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Βατικανού.

-Μπαίνουν οι ανάπηροι φυλακή;

- Γιατί  ρε μαλάκα, το ότι είμαι ανάπηρος σημαίνει πως  ήμουν ή είμαι καλός άνθρωπος;

-Εεεε, δεν εννοούσα αυτό. Πως και βρέθηκες εδώ;

- Μέχρι τα 18 μου ζούσα σε ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας.

Γρε-βε-νά!

Τι σου λέω τώρα!!! Όχι Γεβενά, ρε μαλάκα.

Καλά, γιατί δεν το λες το ρο, ρε;

Μήπως είσαι λαθραίος; Τι ρωτάω και εγώ τώρα!

Λοιπόν, μέχρι εκείνη την ηλικία δεν είχα φύγει από το χωριό. Έδωσα εξετάσεις και μπήκα στο πανεπιστήμιο. Πάντειο. Κοινωνική Ανθρωπολογία αλλά τα γίδια, γίδια. Κανείς δεν το πίστευε πως θα κατάφερνα να μπω στο πανεπιστήμιο και όμως ήμουν πολύ έξυπνος. Ακαλλιέργητος ναι. Έξυπνος, και πάλι ναι.

Οι φίλοι από το χωριό,  δεν το είχαν με το διάβασμα, έφυγαν για να σπουδάσουν στην  ενιαία και αδιαίρετη Γιουγκοσλαβία. Ακούγεται σαν ψέμα. Εγώ στη θέση των αδελφών γιουγκοσλάβων θα πολεμούσα για να μείνει ενιαία. Άλλο κύρος το όνομα Γιουγκοσλαβία όπως και να το κάνουμε.

Λοιπόν,  με τις δέσμες δεν περνούσε «όποιος και όποιος» και μεταξύ μας αυτοί ήταν «όποιοι και όποιοι». Ζήλεψαν  όμως από εμένα και τις ιστορίες που τους έλεγα για την Αθήνα. Στο μυαλό τους έπρεπε να έπαιρναν μαγικές διαστάσεις.

Οι περισσότεροι δεν είχαν πάει ποτέ, θεωρούσαν δε, πως η Αθήνα είναι κάτι το πολύ μακρινό. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που νόμιζαν πως η Γερμανία ήταν πιο κοντά. Εντάξει, ας μην είμαι άδικος, αυτοί ήτα λίγοι αλλά υπήρχαν. Είχαμε συγγενείς  στο Ντίσελντορφ.  Όχι μόνο εμείς, όλο το χωριό είχε συγγενείς εκεί πέρα. Όποιος έφευγε από το χωριό, πήγαινε είτε  στο Ντίσελντορφ, είτε στο νεκροταφείο. Δεν τίθεται θέμα διλήμματος, έτσι δεν είναι;

Ή μάλλον, κάτσε ένα λεπτό, εγώ δεν πήγα ούτε στο ένα, ούτε στο άλλο. Ας πούμε πως ήταν οι δυο επικρατέστερες επιλογές, αν θέλεις.

Καλύτερα έτσι;

Κουνά το κεφάλι ρε άνθρωπε να δω αν παρακολουθείς.

Αυτή η πόλη, μην την ξαναλέω,  μου ηχούσε παράξενα, τη συνέχεα με τη λέξη Ντίσνεϊ. Φανταζόμουν πως ήταν γεμάτη λούνα παρκ.

Υπήρχε μια περίοδος, από τα 9 έως τα 12, που όλοι θέλαμε να πάμε στο Ντίσελντορφ. Εμένα μου κράτησε κατιτίς παραπάνω.

Μετά γινόμασταν άντρες.  Ανοίγαμε   την εγκυκλοπαίδεια και μαθαίναμε τα πάντα. Τι σπουδαίο πράγμα!

Όποιο σπίτι στα τέλη της δεκαετίας του 80 σεβόταν τον εαυτό του, είχε τουλάχιστον ένα ράφι γεμάτο με εγκυκλοπαίδειες για τις οποίες περηφανευόταν και μερικά συρτάρια με λυσάρια, τα οποία αποσιωπούσε.

Είχα επιπλέον παρατηρήσει ότι όλοι νιώθαμε περήφανοι όσο πιο διαδεδομένη ήταν η εγκυκλοπαίδειά μας και όσο λιγότερο γνωστά τα λυσάρια μας. Οφείλω μεγάλο μέρος από την κατοπινή μου επιτυχία στις ατελείωτες ώρες που πέρασα πάνω στην Υδρία και την Υδρόγειο, τόσο που εάν ποτέ βραβευόμουν με Νόμπελ ή Όσκαρ  (και βραβείο Lifo δεν θα μου κακόπεφτε), θα ευχαριστούσα πρώτα από όλους εκείνον που μου τις αγόρασε.

Ήταν  1988. Ωραία χρόνια! Ζούσα  σε ένα διαμέρισμα σε μια κάθετη στη Συγγρού, Ευαγγελιστρίας 38.  Η Συγγρού για να μαθαίνεις, είναι ένας δρόμος γεμάτος τραβέλια αλλά τότε ήταν άλλο πράγμα. Την δεκαετία  εκείνη οι τραβεστί ήταν πιο αρρενωποί από τους νταβατζήδες τους: Κυβέλη, Βενετία, Ντάλια, Ροδούλα, Πάμελα.

Στο σπίτι δεν είχα τηλέφωνο συνεπώς οι δικοί μου δεν μπορούσαν να με βρουν. Βέβαια, για να είμαι δίκαιος κάποιες μέρες έπινα τόσο πολύ που ούτε εγώ μπορούσα να με βρω. Έπινα μόνο Καμπάρι  με σόδα ή  με χυμό κίτρο. Μου άρεσε η διαφήμισή του και το γεγονός πως δεν το έπινε κανείς άλλος. Για να μην αναφέρω το  κόκκινο χρώμα του.

Για να το παίζω μορφωμένος και προσπαθώντας να περιγράψω, το περίπου κόκκινο χρώμα του, έλεγα ότι είναι ιώδες. Μόλις  το 1994 κάποιος με διόρθωσε. «Όχι δεν είναι ιώδες», μου είπε, γκρεμίστηκε η εικόνα μου για το Καμπάρι. Δεν με έλεγε άμπαλο καλύτερα! Συνέχισα να πίνω αλλά λιγότερο φανατικά. Άκου εκεί δεν είναι ιώδες! Και τι είναι; για να έχουμε καλό ρώτημα.

Για έναν ακόμα λόγο με σημάδεψε η αποφράδα  εκείνη  μέρα της 1ης Ιουλίου του 1994, ήταν τότε  που έφαγαν τον  Αντρές Εσκομπάρ διότι είχε βάλει  αυτογκόλ στον αγώνα της Κολομβίας  με τις ΗΠΑ. Δεν βαριέσαι! Τι είναι ο άνθρωπος; ένα τσαφ!

Τηλεφωνούσα  στους δικούς μου,  μια φορά τη βδομάδα από ένα καφενείο στην Καλλιθέα, "Manhattan". Μα, καφενείο  "Manhattan", ρε πούστη;

Είχε μια μεγάλη  ασπρόμαυρη αφίσα της Αστόρια και το καλύτερο λουκούμι της πόλης. Άνηκε σε δυο αδέλφια ναυτικούς από την Ικαρία που είχαν κάνει ένα ανεπιτυχές πέρασμα από τις ΗΠΑ, στα τέλη της δεκαετίας του 70. Ο ένας από αυτούς ήταν ίδιος με τον Λαυρέντη Διανέλλο.

Όταν ξεμέναμε από λεφτά, μέρα παρά μέρα δηλαδή, δουλεύαμε σε έναν χοντρό. Αυτός είχε φορτηγάκι και  έκανε μετακομίσεις. Ήταν από την Γαστούνη.

Την ξέρεις την Γαστούνη ρε παπάρα;

Τι κουνάς το κεφάλι, ρε; Εδώ, δεν την ξέρω εγώ. Που στο διάολο είναι αυτό το μέρος, ποτέ δεν έμαθα.

Τον έλεγαν Διομήδη.  Ο Διομήδης που λες ήταν ο πρώτος άνθρωπος που είδα ποτέ να καπνίζει πούρο.

Ξυπνούσαμε που λες το πρωί,  παίρναμε  μια ετοιμοθάνατη Φλορέτα του 1949. Την είχαμε βρει σε μια χωματερή. Της βάλαμε ψεύτικες πινακίδες. Μπρός έπαιρνε μόνο με σπρώξιμο για αυτό πάντοτε την οδηγούσαμε δυο, δυο.

Τι έλεγα;

Ναι, που λες, ξυπνούσαμε κατά τις 7, ίσως και πιο νωρίς και πηγαίναμε στον χοντρό.  Είχε το γραφείο του  στην πλατεία Καραϊσκάκη.  Φτάναμε κορνάροντας. Τον βρίσκαμε να παίζει κλαρίνο, γυμνός από τη μέση και πάνω. «Κοίτα σε κάτι μαλάκες που πάνε και πέφτουν τα λεφτά!», απορούσαμε. Δεν του πέφτανε ακριβώς, τα κυνηγούσε.

Ακολουθούσαμε το φορτηγάκι του, άλλοτε  στο Περιστέρι, άλλοτε στην Πετρούπολη, στον Βύρωνα. Με το φορτηγάκι αυτό είχε μεταφέρει αρκετές φορές την ομάδα του Φωστήρα σε εκτός έδρας αγώνες, σε όλο το λεκανοπέδιο, για τον λόγο αυτό και το είχε ονομάσει «Ο ΦΩΣΤΗΡ».

Μέσα σε λίγους μήνες το βεληνεκές μας  είχε απλωθεί  μέχρι το Καπανδρίτι και το Κρυονέρι. Κάναμε μετακομίσεις. Καλά λεφτά. Τότε δεν υπήρχαν ξένοι. Έβρισκες δουλειά στο άψε σβήσε. Μέχρι τις δέκα άντε δέκα και μισή, είχαμε τελειώσει και είχαμε τσεπώσει ένα πεντοχίλιαρο. Μετά πηγαίναμε στο προαύλιο της σχολής και κάναμε τους καμπόσους.  Πίνανε Milko  και τρώγανε τυρόπιτα, οι άλλοι γιατί εγώ δεν πρόδωσα ποτέ το Carnation.

Οι γεύσεις αυτές με ταξίδευαν στο σχολικό μου θρανίο. Ωραία η αίσθηση του να έχεις χρήματα στην τσέπη και να παίζεις τάβλι καθισμένος δίπλα στο καλοριφέρ, πράγμα που δεν θα έλεγα για την αίσθηση που μου δίνει το τσαλακωμένο σακουλάκι της τυρόπιτας αφημένο μέσα σε ένα τασάκι ή οι τσίχλες που κάποιοι κολλούν κάτω από καρέκλες και τραπέζια.

Το 1991 με προσκάλεσαν οι φίλοι στο Ζάγκρεμπ. Μπορεί να μην πέρασαν στην Αθήνα αλλά έκαναν αυτό που ήθελαν. Γυμναστική ακαδημία.  Με είχαν προειδοποιήσει ότι ζούσαν σαν βασιλιάδες. «Ούτε ο Μαικλ Τζάκσον δεν κάνει τέτοια ζωή», έγραφαν κλείνοντας το γράμμα τους. Οι γονείς τους, τους έστελναν 40χιλιάδες δραχμές και αυτοί έκαναν ζωή μεγιστάνων. Είχαν ότι ήθελαν. Πήγα και τα είδα με τα μάτια μου. Πράγματι, έτσι ήταν. Ήμασταν τσοπάνηδες, βάζω και τον εαυτό μου μέσα.

Ήταν  ή πρώτη φορά  που ήρθα αντιμέτωπος με τη δύναμη του χρήματος. Εξαγοράζαμε τον σεβασμό τους με 200 δραχμές. Τρώγαμε στα καλύτερα εστιατόρια και όταν μας έφερναν τον λογαριασμό, οι δικοί μου έκαναν την αναγωγή των δηναρίων σε δραχμές και ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια. «Μα είναι δυνατόν», λέγαμε και τότε παραγγέλναμε όλο το μαγαζί και μας ξαναέλεγαν τον λογαριασμό. «Τώρα μάλιστα, αυτό είναι λογαριασμός!» φωνάζαμε σκουπίζοντας τα δάκρια από τα  γέλια.

Ήταν το καλοκαίρι που ξέσπασε ο πόλεμος. Πίναμε τόσο πολύ που μια φορά ξύπνησα σε μια  υπαίθρια λαϊκή ανάμεσα σε ραδίκια και αγγούρια. Και δεν  είναι καθόλου ευχάριστό να ανοίγεις τα μάτια σου και να βλέπεις ραδίκια και αγγούρια, δεν το συζητώ.

Τρομοκρατήθηκα.

Είχα ξεχάσει πως ήμουν στη Γιουγκοσλαβία. Έψαχνα την Πανεπιστημίου για να προσανατολιστώ.  Ήρθα στα συγκαλά μου μετά από μισή ώρα, ίσως και παραπάνω.

Η ατμόσφαιρα μύριζε πόλεμο και μούχλα. Οι δικοί μου έφυγαν εσπευσμένα, ήταν άλλωστε καλοκαίρι, που θα πει δεν είχαν μαθήματα. Εγώ θα έφευγα 6 ώρες αργότερα, είχα κλείσει τα εισιτήρια της επιστροφής, πριν καν πάω και δεν μπορούσα να τα αλλάξω.  Το «θα» έμεινε  «θα».

Με πρόλαβε ο πόλεμος. Οι πτήσεις ακυρώθηκαν 20 λεπτά πριν φύγω. Επί 2 μέρες τηλεφωνούσα  κάθε δέκα λεπτά, από το δωμάτιο του ξενοδοχείου, μία στο προξενείο, μία στο Ελληνικό. Όλοι με καθησύχαζαν, οι βόμβες πάλι όχι. Επί δυο μέρες έτρωγα κρουασάν σοκολάτας ακούγοντας βόμβες να σκάνε.  Εκείνες τις ώρες σκέφτηκα πως αν ήταν να πεθάνω θα ήθελα προηγουμένως να έχω πιει λίγο Carnation.

Την τρίτη  πέταξα με μια πτήση Κινέζων.

Στο τηλέφωνο, η υπάλληλος της αεροπορικής εταιρείας Swissair μου είπε σε σπαστά αγγλικά ότι υπήρχε μια πτήση προς Τζινίβα.  Χωρίς να ξέρω που εννοούσε δέχθηκα.

«Ναι, σε όλα», της είπα.

Στην αρχή νόμιζα πως επρόκειτο για πόλη της ΕΣΣΔ.  Όταν  όμως στο αεροπλάνο είδα τόσους ασιάτες θεώρησα, περίπου βέβαιο, πως θα βρεθώ στην Κίνα. Βλέπετε τα αγγλικά μου ήταν περιορισμένα, για να μην σχολιάσω τα δικά τους που ήταν επιεικώς ανύπαρκτα, για τους κινέζους μιλάω.

Θες να πλουτίσεις; Άνοιξε μια Interlingua  στην Σαγκάη!

Τελικά με ανακούφιση αποδείχτηκε πως η Τζινίβα, ήταν η Γενεύη. Όταν μετά από μια  μικρή, σε σύγκριση με το τι θα μπορούσε να μου συμβεί, ταλαιπωρία, έφτασα την  επομένη στο Ελληνικό,  φιλούσα τον διάδρομο προσγείωσης λες και ήμουν  ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής σε ομάδα της Ιορδανίας.

Μου ζήτησαν και τα κανάλια συνεντεύξεις. Σιγά μη δεν έδινα. Για 3 βδομάδες ήμουν πρώτη μούρη. Από εκεί ίσως με ξέρεις.  Ατύχησα που δεν είχε ανθίσει ακόμα η ιδιωτική τηλεόραση, ίσως τώρα να είχα διαφορετική εξέλιξη. Ήταν όνειρο ζωής να παρουσιάσω το Μεγάλο Παζάρι.

Οι φίλοι μου επέστρεψαν, στην Κροατία αυτή τη φορά. Στα γράμματα που μου έστελναν ήταν σαφείς. «Κάνε όσα πιο πολλά Μάρκα μπορείς  και  έλα. Δεν το χωράει ο νους σου». Την επόμενη χρονιά ξαναπήγα. Εξαργυρώναμε τα Μάρκα στο τοπικό νόμισμα. Δεν θυμάμαι πως το λένε. Να μην έχει wireless  η γαμημένη η φυλακή! Σωφρονισμός σου λένε μετά. Παπάρια!

-Πως το πες; Ναι, ρε σκύλε Κούνα, που το ήξερες;

Τους δίναμε Μάρκα και μας κοιτούσαν σαν μαλάκες. Ήταν τέτοιος ο πληθωρισμός του εγχώριου νομίσματος! Εμάς δεν μας ένοιαζε καθόλου τα τρώγαμε όλα την ίδια μέρα.  Αν  δεν ήμασταν τόσο σπάταλοι, τα λεφτά που τους πήγα την πρώτη μέρα ίσως και να αρκούσαν για να αγοράσεις  σπίτι, μερικούς μήνες  μετά.

Το χρήμα μας είχε ανοίξει τις πύλες της ακολασίας. Εκκολαπτόμενες τραγουδίστριες, μοντέλα με μεταξωτά βρακιά -τότε ακόμα φορούσαν- αυτοκίνητα, πάρτι. Μπαίναμε στα καλύτερα σπίτια. Γεμίζαμε τα σιντριβάνια με ουίσκι, νοικιάζαμε την ολυμπιακή πισίνα της πόλης, με 2 μόλις χιλιάρικα, για 6 ώρες για  να κάνουμε γλέντια.  Στην πισίνα που λες πετούσαμε τα Κούνα λες και ήταν χαρτοπόλεμος.

Κάναμε παρέα με τους μπασκετμπολίστες, τους ποδοσφαιριστές. Κάποιοι από δαύτους έγιναν αργότερα μεγάλα αστέρια του παγκόσμιου αθλητισμού. Τι κάποιοι; Όλοι.

Βέβαια, εξαιτίας της θέσης που είχε πάρει ο ελληνικός λαός υπέρ των Σέρβων, αποφεύγαμε να λέμε ότι είμαστε Έλληνες, στους πιο έξω. Το παίζαμε Ιταλοί, τρομάρα μας! Φορούσαμε και ιταλικά κοστούμια με γυαλιά ηλίου ακόμα και στις 12 τα μεσάνυκτα.

Λίγους μήνες μετά τα πράγματα αγρίεψαν και άλλο, οι φίλοι μου πήραν μεταγραφή για το Βελιγράδι όπου οι  Έλληνες έχαιραν προνομιακής μεταχείρισης. Και εκεί  όμως, όπως και  στο Ζάγκρεμπ, αρκούσαν μερικά πεντοχίλιαρα για να περάσεις τα μαθήματα μιας ολόκληρης εξεταστικής.

-Τι με ρώτησες;  Έχω μια ροπή στον ελεύθερο συνειρμό.

Α ναι! Μια νύχτα αποπειράθηκα να τρέξω κάθετα την Συγγρού. Ε! Δεν πρόλαβα.

 

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ