Τα χέρια της

Τα χέρια της Facebook Twitter
1
Τα χέρια της Facebook Twitter

Ξύπνησε απότομα, μ ένα τίναγμα, φοβήθηκε ότι θα πέσει κι έψαξε κάτι ν αδράξει μέσα σ εκείνο το σκοτεινό κι άδειο τραίνο που τον γύριζε απ το Leyden στο Amsterdam για τη νυχτερινή πτήση της επιστροφής στην Αθήνα και ανακάθισε στρώνοντας τα μαλλιά με τα υπολείμματα του εφιάλτη που τον ξύπνησε.Πνιγόταν και πήρε να ξυπνάει τη στιγμή που παιρνε τη τελευταία ανάσα του.Κυριολεκτικά.Εισπνοή, εκπνοή και μετά τίποτα.Σα να βούλιαζε σ ένα σιωπηλό σκοτεινό ωκεανό αχαρτογράφητο, που δεν υπήρχε ψυχή.Απύθμενος.Παγωμένος.


Είχε νιώσει ξανά την ίδια αίσθηση όταν τους άφηνε για τα καλά η μητέρα τους, πάνω απ το κρεββάτι της, σ εκείνη την άθλια μικρή κλινική στο Παγκράτι.Χίλια χρόνια πίσω.Κατακαλόκαιρο, τρέχοντας σ άδειους δρόμους, με τ αλάτι της θάλασσας ακόμη πάνω του και μια ενοχικά δανεική ευφορία, μιας και φρόντιζε προφασιζόμενος διάφορες ανοησίες να μένει σ απόσταση τελευταία, δεν τ άντεχε όμως, ίσα να προλάβει να τη δεί για τελευταία φορά.Να καταλάβει.


Την πρόλαβε τις στιγμές που αφηνόταν ήρεμα χωρίς να τον νιώθει δίπλα της.Είχε περάσει εκείνο το σημείο πιά.Απόμεινε μόνος του σα παιδάκι που το ξέχασαν σ ένα άγνωστο τόπο.Μέτραγε με δέος τις αναπνοές της και στην τελευταία, αφουγκράστηκε κρατώντας τη δική του.Αυτό ήταν.Πέθανε.Έφυγε.Έτσι απλά.Τίποτα δραματικό και σπαραξικάρδιο.Αμηχανία.Τώρα τι;


Με τι να μοιάζει αυτή η στιγμή;Τόσο μοναδική κι αφόρητα μοναχική.Μιά έκρηξη εντός ή κάτι άλλο;Πάλη να μην παραδοθείς ή απλά αφήνεσαι να σβήσεις στην αποδοχή;Σιγή.Σκέφτηκε ότι δε θα υπήρχε άλλη ανατολή και δύση γι αυτήν.Ο κόσμος θα συνέχιζε να γράφει Ιστορία, μόνο που δε θα ταν πια μέρος της.Δε θα έβλεπε αυτόν να μεγαλώνει.Δε θα ζούσε μαζί του τις χαρές και τις λύπες του.Δε θα τη ξανάπαιρνε τηλέφωνο ξανά απ ένα ξεχασμένο τόπο γιατί ξέμεινε από χρήματα.


Έμεινε απλά να αιωρείται στο χάος χωρίς να βρίσκει σταθερό σημείο αναφοράς.Δεν αναγνώριζε τίποτα εκεί μέσα.Κάτι έσπασε όμως εντός του.Θα ορκιζόταν ότι το νιωσε.Σα παγωμένο καρφί που χώνεται στο μυαλό.Ένας δεσμός τόσο σημαντικός απ τη πρώτη μνήμη του, κόπηκε.Πως γεμίζει αυτή η στιγμή;Κατάπληξη.Μια ακίνητη εικόνα μόνο, σαν αποτυχημένο θεατρικό που όλοι ξέχασαν τις ατάκες τους και οι θεατές τους κοιτάνε με συμπάθεια και αμηχανία.


Κοίταζε το είδωλο του στο τζάμι καθώς πότε πότε ένα ανώνυμο χωριό τον έβγαζε στιγμιαία απ το σκοτάδι του και δεν ένιωθε τίποτε.


Δεν ένιωθε τίποτα-άδειος σα κέλυφος-κι όταν κατέβαζε μόνος, ότι είχε απομείνει απ αυτή στον πατρικό τάφο, χρόνια μετά στo χωριό που γεννήθηκε.Ότι άφησε αυτό που την έλιωνε μέρα με τη μέρα.Τόσο όσο να τη κάνει πούπουλο, σπασμένο παιχνίδι, μονάκριβο, που τη σήκωνε στα χέρια του πανεύκολα να τη μεταφέρει απ το κρεββάτι για ν αλλάξουν τα σεντόνια.Δε θυμάται πιο θλιμμένες ώρες.


Και τα ξέφτια της ύπαρξης, θραύσματα ελάχιστα, ώστε να χωρέσουν σ ένα κουτί.Μικρό κουτί.Toυ έκανε εντύπωση αυτό όταν το έβαζε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου.Θυμόταν πως γονάτισε προσεκτικά να τ' απιθώσει στην άσφαλτο για ν ανοίξει τη πόρτα.Προσεκτικά όπως θα κράταγε το παιδί του πολύ αργότερα. Που θα παιρνε το όνομα της.


Πρίν κλείσει τη πόρτα, γύρισε να προσέξει το αρχαίο φώς του σούρουπου χρυσαφί και παρηγορητικό στην ερημιά του, το ίδιο που είχε στη πρώτη ανάμνηση του.Ένα φώς που υπήρχε πριν απ αυτόν και θα συνέχιζε και μετά, αιώνια.Για μια στιγμή ένιωσε τόσο κοντά στο απόλυτο του θανάτου στην ασημαντότητα της ύπαρξης κι ας ήταν ακόμη νέος.Κι ας είχε πολύ καιρό μπροστά του να πιεί πολλά ποτήρια παγωμένο νερό σε καυτά απομεσήμερα κι ας είχε να φιλήσει πολλά χαμογελαστά κορίτσια τρώγοντας δροσερά καρπούζια.Πάντα καλοκαίρια.Μόνο καλοκαίρι.Κι αυτά όμως σαχλαμάρες ήταν.Δεν υπήρχε εκεί η απάντηση που γύρευε.Παραείταν εύκολο.Το νιωθε.


Ήθελε τόσο, όμως να μάθει που πήγε η τελευταία ανάσα της.Σα να ήταν το δικό του κλειδί για όσα αυτόν κατέτρωγαν.Το τρόμο και την έλξη που του ασκούσε δαιμονικά το επέκεινα χρόνια τώρα.Γύρευε απεγνωσμένα μια απάντηση στη φανερή ματαιότητα της ζωής.Το μικρό βασίλειο που έφτιαξε από φθαρτά, φθαρτός κι ο ίδιος, δε του αρκούσε, ούτε δεχόταν τη μοιρολατρία σα στάση ζωής για ν αντέξει το αναπόφευκτο.Για θεούς ούτε λόγος.


Πηγαίνει κάπου η ζωή που έφευγε απ το διαλυμένο κορμί;Αυτό το θαυμαστό, πυκνό κι ανεξιχνίαστο σύνολο που ήταν η ίδια, με τον Harrison και το My Lord, το Νέο Κύμα και Μια αγάπη για το Καλοκαίρι, το Χατζιδάκι και τον Ελύτη της, τoν Truffaut και τον Bergman της.Τον Nichols και την περφεξιονιστικά ανυπόφορη σεκάνς του Arkin να περπατά σε μια παρηκμασμένη Ρώμη στο Catch 22 και το σπαραξικάρδιο μαραθώνιο της Fonda στο They shoot horses, Dont they?


Και να του δείχνει πάντα με νόημα το ίδιο βιβλίο στο τρίτο ράφι κάπου στη μέση, στη μικρή βιβλιοθήκη της, όταν τη ρώταγε το γιατί.Το παιρνε πάντα στα χέρια του.Σαν μια απάντηση που αφορούσε μόνο αυτούς, γιατί, «Εάν αυτό είναι ο Άνθρωπος» του Levi.Ανάθεμα στον άνθρωπο σκεφτόταν μ όλη αυτή την έκπτωση του ανθρώπου που νόμιζε ότι είναι θεός.


Είχαν αρχίσει κι οι πρώτες υποψίες.Μεστές ήδη, χωρίς την εμπειρία του vivere pericolosamente της που έλεγε τόσο συχνά η ίδια σαν αντίβαρο στη χαυνωτική, πνιγηρή, ευωχία του κάθε μέρα.Και τέλος οι βόλτες της σ εξοχές που τώρα είναι προάστια μ ένα σαραβαλιασμένο σκαθάρι, με τον μοναδικό έρωτα της που ποτέ δε μετάνιωσε.Άφησε όλους τους υπόλοιπους να το κάνουν, μιάς και το μονολιθικό κι απηνές της παρουσίας του δεν άφηνε πολλά περιθώρια παρερμηνείας.Φρόντιζε να το υποδηλώνει άσπλαχνα και ακατανόητα.Συχνά πυκνά.Γιατί έτσι έπρεπε.Γιατί δεν ήξερε άλλο τρόπο.


Δε καταλάβαινε τίποτα.Ούτε στη κηδεία της δυο μέρες μετά δε κατάλαβε τίποτα.Προσπάθησε να κλάψει και τα κατάφερε, λερώνοντας το δανεικό λευκό πουκάμισο κι ας έκλαιγε αργότερα χωρίς λόγο και πάντα ξαφνικά, αλλά αυτή δεν ήταν εκεί σ εκείνο τα απέραντο νεκροταφείο.Κενό.Έκπληξη.Ίσως περίμενε μια μάζωξη και μια εμπειρία ανάλογη με τη πρώτη σεκάνς απ το The Big Chill.Αυτή που μαζεύονται όλοι οι φίλοι μ αφορμή το θάνατο αυτού που τους κράταγε ενωμένους.Επιθυμία που κατέρευσε μαζί με τη λογική του.Την επόμενη μέρα άρχισε να πίνει.Ότι έβρισκε μπροστά του.Ίσα να τιμωρείται και μετά να βουλιάζει σ εκείνη την υπέροχη λήθη.Ασπρόμαυρη άβυσσος.


Άρχισε να μπαίνει στη πόλη.Ετοίμασε τα λιγοστά του, για να κατέβει, κλέβοντας το χρόνο που χρειαζόταν για να ξαναζήσει την τελευταία ανάμνηση του απ αυτή.


Κοντοστάθηκε από πάνω της λίγο πριν φύγει απ το πνιγηρό δωμάτιο.Όταν όλα είχαν τελειώσει.Πρόσεξε τα χέρια της.Τακτοποιημένα στην αταξία της στιγμής, από ένα ανώνυμο στοργικό χέρι, παράλληλα μεταξύ τους χαμηλά στη κοιλιά της.Όχι σταυρωμένα.Άλλωστε ποτέ δεν υπήρξε επαίτης ούτε ικέτης.Περήφανη μ αυτά τα δυνατά κάποτε χέρια που έδωσαν χάδια και πόθο και τρυφερότητα.Και φορές, λίγες, πόνεσαν.


Τα μακριά νευρώδη, καλογραμμένα δάχτυλα-πιανίστα που θα πεθάνει στη ψάθα, έλεγε και γέλαγε- που έπλυναν κι άπλωσαν άπειρες μπουγάδες και κτύπαγαν αργά τα βράδια με μαεστρία και ταχύτητα τα πλήκτρα μιας αρχαίας Royal, του πατέρα της, ποιητής αυτός, με τον καπνό να γεμίζει τη κουζίνα και το αιώνιο τσιγάρο στραβά στο στόμα, με τη στάχτη σ αιώρηση.Ίσα να μη χαθεί ο δαίμονας εντός.Ο αχόρταγος και υπέροχος δαίμονας.


Πάλευε να τον παγιδέψει εκεί, στο χαρτί, πριν χαθεί και χάσει την ίδια.


Αργότερα βρήκε αυτά που άδειαζε από μέσα της ότι την έκαιγε κι ότι τη λύτρωνε.


Τα ίδια δάχτυλα που τον άρπαξαν γερά κάποτε, χρόνια ξεχασμένα πίσω, ένα ηλιόλουστο παγωμένο πρωινό μέσα σ ένα μισοκομμένο πράσινο λινόλεουμ βαρέλι γεμάτο νερό και τη παλιά γαλάζια λαστιχένια μάσκα να χει μισοφύγει κι αυτός να χει σφηνώσει στο πυθμένα, αφού τα χέρια του μικρού αδελφού δεν τον κράταγαν άλλο.


Σφιχτά μ απόγνωση, τον τράβηξαν έξω χτυπώντας τον στα σκουριασμένα τοιχώματα, για να πάρει κυριολεκτικά τη πρώτη του ανάσα.Όπως όταν έβγαινε από μέσα της.Τον έσφιγγε στην αγκαλιά της κι έκλαιγαν και οι δύο μαζί.


Τα ίδια χέρια που παρέλυσαν μαζί μ όλο το κορμί, όταν αποφάσισαν να χτυπήσουν το κέντρο του ανυπόφορου πόνου της.Ίσα για να μην ουρλιάζει μέσα στη νύχτα.Δε καταλάβαινε πάλι τίποτα.Έφυγε και δε κοίταξε πίσω...

1

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

σχόλια

1 σχόλια