Τελικά, μετά από ολιγόλεπτη προσπάθεια ανακάλυψε μια μισάνοιχτη πόρτα, κοίταξε αναποφάσιστα μέσα από το στενό άνοιγμα και χτύπησε μαλακά τη πόρτα με τα νύχια της. Ξαφνικά, ένα αδύναμο φως φώτισε το εσωτερικό του χολ, η πόρτα άνοιξε απότομα και μια ξεχαρβαλωμένη φάτσα έκανε την εκνευριστική της εμφάνιση. Κοίταξε από κάτω μέχρι πάνω την Ζουλιάντα και της έκανε νόημα να περάσει χωρίς να αρθρώσει ούτε λέξη. Μόλις όμως η Ζουλιάντα έκανε να μπει μέσα, μια αποπνικτική μπόχα της έκλεισε το δρόμο κάνοντας την να κοντοσταθεί, κοιτάζοντας τον χροντρό οικοδεσπότη με αδικαιολόγητη απορία. Ο χοντρός της έριξε ένα απαξιωτικό βλέμα και της έδειξε ένα ξεσκισμένο δερμάτινο καναπέ στα δεξια του δωματίου. Η Ζουλιάντα προχώρησε προς τα εκεί απρόθυμα, έπιασε τα μαλιά της με την παλάμη της και έκανε να καθίσει αργά στην άκρη διαλυμένου επίπλου. Όταν όμως το βλέμμα της έπεσε στους ύποπτους γυαλιστερούς λεκέδες που κάλυπταν τα μαξιλάρια του καναπέ, αποφάσισε να μείνει όρθια. Ο χοντρός την κοίταξε παραξενεμένος και είπε «θέλεις τατού για όχι;». Η Ζουλιάντα δικαιολογήθηκε εξηγώντας πως η οσφυαλγία της επιβαρύνεται όταν κάθεται σε μαλακές επιφάνειες. Ο χοντρός χωρίς να την κοιτάξει, έκανε μια στροφή 180 μοίρες και έφυγε προς το σκοτεινό δωμάτιο στα αριστερά. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα ακούστηκε ένα σύρσιμο και ο χοντρός βγήκε με καμια δεκαριά τσοντοπεριοδικά στο χέρι. Αφού τα ακούμπησε κάτω, της έκανε νόημα να κάτσει και έφυγε για να φέρει το ντοσιέ με τα σχεδία, το πιστόλι και τα χρώματα.
Όταν επέστρεψε, άφησε κάτω το σκονισμένο βαλιτσάκι και άνοιξε άγαρμπα το βαρύ ντοσιέ δείχνοντας με το δάχτυλο μερικά κοριτσίστικα σχεδιάκια. Η Ζουλιάντα του εξήγησε πως θέλει κάτι πιο ξεχωριστό, το οποίο να συμβολίζει και την ιδιαίτερη προσωπικότητά της. Ο χοντρός κούνησε τη κεφάλα του αργά, κοίταξε κοιμισμένα την Ζουλιάντα και γύρισε γρήγορα τις σελίδες. Μόλις έφτασε στα τελευταία σχέδια, χτύπησε το δάχτυλό στη ζελατίνα δείχνοντας ένα σχέδιο μιας καρδιάς τυλιγμένης περίτεχνά με συρματόπλεγμα και άγρια τριαντάφυλλα. Η Ζουλιάντα ενθουσιάστηκε. Πήρε το ντοσιέ στα χέρια της και το κοίταξε από κοντά με προσοχή. Φυσικά της άρεσε πολύ, ήταν σχεδόν αυτό που φανταζόταν. Χωρίς να χάσει χρόνο έδειξε στον χοντρό την μέσα μεριά του καρπού της, του εξήγησε λίγο πώς ακριβώς το θέλει και άπλωσε το χέρι της. Ο τύπος έπιασε με τα κιτρινισμένα, κοντόχοντρα χέρια του το λευκό αδύνατο καρπό της Ζουλιάντα και έσκυψε για να ξεκινήσει να ζωγραφίζει. Ξαφνικά σταμάτησε απότομα, σήκωσε αργά το πλατύ κεφάλι του και γούρλωσε τα κόκκινα γυαλιστερά μάτια του κάθως πρότεινε στην Ζουλιάντα να μην κοιτάζει για να πονέσει λιγότερο. Όταν η Ζουλιάντα συμφώνησε και γύρισε το κεφάλι της προς την τουαλέτα, ο χοντρός έσκυψε και πάλι για να αρχίσει να ζωγραφίσει το σχέδιο.
Μετά από μερικά λεπτά επώδυνης αναμονής, η Ζουλιάντα δεν άντεξε και κρυφοκοίταξε τον καρπό της. Το θέμα που αντίκρισε ήταν αποκρουστικό. Ο ηλίθιος ιπποπόταμος είχε μουτζουρώσει σχεδόν όλο της το καρπό και είχε σκοπό να της μουτζουρώσει όλο το χέρι! Η Ουρίκε τινάχτηκε στον αέρα ουρλιάζοντας από ζοχάδα, βρίζοντας το σιχαμερό βρώμικο ζελέ που έχασκε μπροστά της, με ό,τι προσβολή της ερχόταν στο κεφάλι. Αφού τον ξέχεσε βρίζοντας και χειρονομόντας ακατάπαυστα, κοίταξε ορυώμενη το κατακόκκινο χέρι της με τις φουσκωμένες μαύρες καμπύλες και έπιασε το ζαλισμένο κεφάλι της ξεσπώντας σε κλάματα.
Συνεχίζεται...
σχόλια