Ξημερώνει σε λίγο. Κοιτάς από το παράθυρο και βλέπεις το σκούρο μπλε του ουρανού να σπάει σιγά σιγά. Μια ακόμη νύχτα πέρασε και νιώθεις ανακούφιση που είσαι ζωντανός και αυτό το βράδυ. Πόσες αλλαγές ποθείς να κάνεις το ξημέρωμα και με το πρώτο ως του Ήλιου μετανιώνεις!
Ζεις στην πιο όμορη πόλη του κόσμου. Αθήνα. Κι ας λένε το Παρίσι πόλη του φωτός, για σένα η Αθήνα θα 'ναι πάντα ο έρωτας σου, το φως, το υπέρτατο αγαθό. Λατρεύεις να περνάς μέσα από φωταγωγημένα στενά, να μυρίζεις το τσιγάρο των περαστικών, να χαζεύεις τα αθώα γελάκια της παρέας που σε προσπέρασε. Το κέντρο σου ανήκει. Κάθε γωνία, κάθε σοκάκι, κάθε μικροσκοπική πέτρα στα μεγάλα παλιά αρχοντικά που πιάνεις τον εαυτό σου να τα χαζεύει μετά μανίας.
Σε γοητεύει που ακόμα και σε μια τέτοια εποχή βλέπεις το κόσμο να μη παραιτείτε, να μη μένει στον καναπέ του και να ζει μια μίζερη ζωή. Τους βλέπεις να τριγυρνάνε στην Αβραμιώτου με μια μπύρα στο χέρι και με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο. Εσύ ώρες ώρες, έχεις το δικαίωμα να το κάνεις λες. Εσύ ξέρεις. Εσύ μπορείς. Εσύ θα τον αλλάξεις τον κόσμο, αλλά δε βιάζεσαι.
Ήθελες να περάσεις να δεις τη φωτισμένη οδό Πιττάκη με το τελευταίο σου αίσθημα. Κρύωνε και δε τη πήγες από εκεί. Τελικά δεν πήγες ούτε εσύ. Ακόμα. Υπάρχει καιρός...
Αγαπάς να χαζεύεις από τη Καπνικαρέα, τα ζευγαράκια που περπατάνε χέρι χέρι, που φιλιούνται, που βγάζουν ϕωτογραϕιες, κυρίως όμως, αυτά που τσακώνονται. Γιατί ο ουρανός αυτός, που όπως τραγούδησε παλιά μεν, σωστά δε ο Δεληβοριάς, "δε κρύβει από πάνω θεό και εσύ είσαι εσύ- και εγώ είμαι εγώ" , θα τους βρει λίγη ώρα μετά να αγκαλιάζονται ακόμα περισσότερο αγαπημένοι.
Αν είχες κοπέλα, σίγουρα θα την λέγανε Αθήνα. Θα είχε πλούσιο παρελθόν, αλλά και αβέβαιο μα λαμπρό μέλλον. Θα σε ταλαιπωρούσε αλλά θα σε μυούσε στον δικό της μικρόκοσμο, τον όποιο βρίσκεις απλά υπέροχο. Θα σε ταξίδευε μέσα από τα μνημεία της στο ένδοξο της χθες, θα σου μιλούσε μέσα από γκράφιτι, μονολογώντας ποσό "βασανισμένη" είναι και προχωρώντας στην Ασώματων θα μιλούσε για το μυαλό της. "γλομπάκια κόκκινα, κίτρινα, μπλε" και θα σε ρωτούσε με ορθάνοιχτα μάτια, "που είναι η καρδιά της". Θα το ήθελες, έτσι;
Πήγε μόλις έξι και πέντε. Αυτά τα βράδια που ξενυχτάς αναίτια, ακούγοντας Τρύπες και Ξύλινα Σπαθιά και μονολογείς πως σε λάθος εποχή γεννήθηκες.
Έξι και έξι. Νομίζω πως ήρθε η ώρα να κάνεις μια ευχή!
σχόλια