Δεν θυμάμαι και πολλά. Απλά αργόσερνα τα βήματά μου πάνω στις πλάκες μιας πλατείας. Ούτε αυτή τη θυμάμαι καλά καλά. Η νύχτα πρέπει να ήταν στα τελευταίας της μιας και το φως της Κυριακής την έσερνε σιγά σιγά.
Κάθισα, σχεδόν έπεσα σαν άγκυρα πάνω στο παγκάκι. Το βάρος του ποτού! Δεν ξέρω γιατί αλλά όποτε πίνω αναπολώ το παρελθόν μου προσπαθώντας εκβιαστικά να το επαναφέρω στο παρόν.
Θυμήθηκα που κάποτε είχα ασχοληθεί με τα κοινά όπως λένε. Και συνδικαλιστής. Πως μου ήλθε τώρα; Ίσως επειδή όσο μπορούσα να ανοίξω τα μάτια μου, έβλεπα απέναντι ένα σχολείο. Ναι, αυτό θα φταίει! Πρώτα μαθητής, μετά φοιτητής και τελευταία δάσκαλος. Είτε έτσι είτε αλλιώς πάντα βαρούσα το χέρι μου με δύναμη στο τραπέζι, νομίζοντας ότι οι καπιτάλες έκλαναν μέντες. Σιγά! Που τα θυμήθηκα τώρα; Πάντα όταν πίνω θυμάμαι καλύτερα.
Τις θύμησες μου διέκοψαν κάτι ωραίοι τύποι.
Ρε Νίκο μου είπαν, τι έγινε πάλι;
Δεν θυμάμαι πολλά. Μόνο ότι κάποιος πήγε για νερό και ένας άλλος για καφέ. Ένας που έμεινε να με προσέχει, το μόνο που πρόλαβε να κάνει, είναι να καθαρίζει από τα ρούχα του τη ρουκέτα που εκτόξευσα από το στόμα μου!
Ήλθαν κάποια στιγμή και οι άλλοι δυο. Το μισάνοιχτο βλέμμα μου στο σχολείο, πρέπει παρά τη σούρα μου να ήταν πολύ έντονο, γιατί αυθόρμητα και με κάποια απορία γύρισαν το βλέμμα τους και οι άλλοι τρεις σε αυτό. Άκουσα τον έναν να λέει: «Μπουρδέλο. Πήγαμε σε αυτό με όνειρα και καταλήξαμε με εφιάλτες. Μισή γνώση, μισά βιβλία, μισοί καθηγητές. Όλα μισά και φτιασιδωμένα στα μέτρα των αρχόντων».
Δεν ξέρω αν ο καφές ή τα λόγια του με έκαναν κάπως να ξεστανιάρω!
Θυμήθηκα πόσο στιβαγμένοι ήμαστε σαν μαθητές στις υγρές και κρύες αίθουσες του σχολείου. Δεν θυμάμαι αν οι αίθουσες ήταν και μικρές, πάντως έτσι όπως ήμαστε ο ένας κοντά στον άλλον, κάπως έσπαγε το κρύο. Αν μάλιστα το κορίτσι δίπλα σου ήταν και αυτό που γούσταρες; Έσκαγες από την κάψα!
Είχαμε όμως τότε ένα ρομαντισμό ανάμικτο με την αγριάδα της νιότης.
Το σπίρτο του οινοπνεύματος άναβε ακόμα. Αλλά δεν έκαιγε τόσο. Ήταν και αυτοί οι τύποι. Οι θύμησες όμως καλά κρατούσαν!
Ήλθα εδώ και σαν δάσκαλος τους λέω. Ίδια κρεατομηχανή, στοίβαγμα ψυχών και ονείρων.
Ό ένας μου έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα. Τράβηξα δυο καβαλητές, και σήκωσα όσο μπορούσα το βλέμμα μου πάνω τους.
Θυμάμαι και τότε κάτι απεργίες. Ίδια τα αιτήματα, όπως και τώρα. Κάποιοι λίγοι από εμάς σε αυτήν την πλατεία. Οι πιο πολλοί μέσα στις κρύες αίθουσες να μας κοιτάνε λάθρα πίσω από τις κουρτίνες, σαν να είχαν ενοχές.
Άστε τα. Δε με πείραζε τόσο αυτό ρε! Όλα τα κάνανε λάθρα και από λίγο. Λίγος έρωτας, λίγη φαντασία, λίγη αγάπη. Όλα με τη μεζούρα. Κάτι θα ξέρανε όμως. Γιατί εγώ δεν έχω τίποτα, αλλά αυτοί έχουν λίγα ακόμα.
Σας στεναχωράω ε;
Εντάξει ρε Νίκο δεν είμαστε και μάρμαρα. Αλλά γίνε πάλι φανατικός και άσε τα ξίδια που κατεβάζεις, τίγκα στο συντηρητικό. Σε κάνουν λάσπη. Άντε τράβα τώρα στο τσαρδί σου. Τώρα που ξεστανιάρισες.
Τους άκουσα. Άρχισα να τσουλάω πάλι πάνω στις πλάκες της πλατείας.
Οι τύποι μείνανε να με κοιτάνε και σαν να άκουσα έναν από αυτούς να λέει. τουλάχιστον αυτός κοντράρισε.
Σταμάτησα για λίγο. Γύρισα το κεφάλι. Το βάφουνε ρε;
Ναι ρε Νίκο. Το βάφουνε.
Πέστε τους ρε να βάλουνε ωραία και έντονα χρώματα. Να ζεσταθούν οι ψυχές!
σχόλια