ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

Τι μας λες τώρα;

Τι μας λες τώρα; Facebook Twitter
0
Τι μας λες τώρα; Facebook Twitter


Είχε μια τρομερή σπαστικότητα. Πότε σήκωνε τον έναν ώμο, πότε τον άλλο. Είχε το κεφάλι γερμένο και ένα βλέμμα μπουχτισμένο από τη ζωή, σαν να τον απασχολεί κάτι δυσεπίλυτο. Το βλέμμα του δεν έμενε σταθερό. Περιεργαζόταν τον χώρο σαν να έψαχνε κάτι. Όταν δεν κινούνταν έμενε χωμένος στον καναπέ και εκεί έπιανε δύο θέσεις. Είχε ένα περίεργο χαμόγελο, σαν να του ξεχείλωνε το στόμα από την αριστερή πλευρά. Το περίεργο μειδίαμά του ερχόταν σε αντιδιαστολή με εκείνο του Κούρου, άγαλμα, αντίγραφο δίπλα στο τζάκι. Λες και ο εκείνος κορόιδευε τον Κούρο, ενώ το αρχαίο άγαλμα τον κοίταγε με εκείνη την παγερή καθαρότητα του ειλικρινούς βλέμματος. Ο Κούρος με εκείνη την ακινησία και το επίμονο, σταθερό βλέμμα και ο Σωτήρης με την ειρωνική αυτή, ακούσια έκφραση σαν να λέει « Τι μας λες τώρα ; Εσύ θα με κρίνεις; Και τι νομίζεις ότι ξέρεις εσύ για μένα;»


Σηκωνόταν, καθόταν πάλι στην ίδια ακριβώς θέση, κινούνταν ασταμάτητα ο Σώτος στην αίθουσα αναμονής του ιατρείου, χαμογελούσε και έκανε και έναν ήχο σαν να μασάει τσίχλα. Φόραγε ένα χακί βαμβακερό παντελόνι, με άσπρο και πράσινο καρό πουκάμισο, ζώνη ανοιχτό λαδί, παρόμοιο χρώμα με τα παπούτσια και ανοιχτή πράσινη κάλτσα. Κάπως παλιομοδίτικο ντύσιμο ασύμβατο με την ηλικία του, δεν ήταν δα και τόσο μεγάλος για να ντυθεί σαν περιποιημένο γεροντοπαλίκαρο! Θα μπορούσε να φορά ένα Τζην και ένα πουκάμισο ή φούτερ. Ήταν τρομερά ανήσυχος. Είναι καιρός πια που επισκέπτεται αυτόν τον γιατρό. Τα έκανε μαντάρα με τη ζωή του. Πέρασε ο καιρός και καθώς δεν ορθοποδούσε, άρχισαν οι ταχυκαρδίες και ιδιαίτερα το βράδυ. Έχασε τον ύπνο του. Έγινε η σκιά του εαυτού του.


Κάπνιζε συνέχεια σαν να ήθελε να βάλει φωτιά σε ό,τι τον έτρωγε μέσα του. Οι σκέψεις τριβέλιζαν το μυαλό του, άλυτα ερωτήματα. Πώς πήρε αυτές τις αποφάσεις; Δε βρέθηκε κάποιος να τον συμβουλέψει; Άκουγε και κανέναν; Και ποιος να βρεθεί; Έχει κανέναν φίλο; Γνώριζε μόνο κάτι ναυάγια της ζωής, ανίκανα να βοηθήσουν και τον ίδιο τους τον εαυτό.


Στο γιατρό αυτόν, ο καθένας είχε τη γωνία του. Απόλυτη ησυχία στο χώρο και μόνο να ακούγεται το μασούλημα του Σώτου. Έκανε έτσι αισθητή την παρουσία του, σαν να φοβόταν τις πνιγηρές του σκέψεις. Ήχος και κίνηση! Άλλοτε χυνόταν στον καναπέ πιάνοντας πάντα δύο θέσεις και άλλοτε σηκωνόταν προσπαθώντας να ξεφύγει με κάποιον τρόπο από την καταδικαστική του σκέψη. Καμία διαφυγή! Και να οι σπαστικές κινήσεις και να, να κρατά το κεφάλι του, καθώς ο εκκωφαντικός θόρυβος των εσωτερικών εκρήξεων τον τρέλαινε.


Δούλευε σ' εκείνη την εταιρία καμιά δεκαριά χρόνια. Ήταν καλά τακτοποιημένος σε μια οικογένεια με μια γυναίκα, αρκετά μεγαλύτερή του. Τη διάλεξε, έτσι τηρώντας τη συμβουλή μιας θείας. Αυτό διάλεξε να ακούσει. « Κοίτα Σωτηράκο, η γυναίκα που θα παντρευτείς να έχει το κατιτί της, μην είναι καμιά φτωχή ! Αν τυχόν χωρίσετε να έχεις καλοπεράσει ή και γιατί όχι να έχεις αποσπάσει ό,τι μπορέσεις. Μην βγεις και χαμένος! Κοτζάμ άντρας, παλικάρι!» Η γυναίκα του, της εκκλησίας, καλό κορίτσι, μοναχοκόρη, δασκάλα, δεν πρόσεχε και πολύ τον εαυτό της, έδειχνε κιόλας ότι ήταν μεγαλύτερη, όμως ήταν αφοσιωμένη μάνα στα δύο παιδιά, που έκαναν με τον Σώτο.


Η μάνα της, χήρα, πάντα διαθέσιμη να τους συνδράμει, να τους μεγαλώσει τα παιδιά, να τους ψωνίσει, να κάνει τις δουλειές. Αγάπη και συμφέρον. Ασύμβατες έννοιες. Τόσοι άνθρωποι εξοικειωμένοι με αυτό. Διπλός γάμος με τη γυναίκα και τη μάνα. Τη δεύτερη την καθιστούν παραδουλεύτρα, νταντά, υπηρεσία χωρίς διάλειμμα, χωρίς ρεπό και διακοπές, για να είναι ευτυχισμένοι, εκείνη και εκείνος. Κηδεία με ξένα κόλλυβα ! Γάμος με πατερίτσες, για να μην φανεί η αναπηρία. Διαφορετικά η "Μαίρη Παναγιωταρά" γίνεται η καθημερινότητά τους. Όλα αυτά για να μην της φύγει, μη πετάξει το πουλάκι. Να του χρυσώσει το απ' αυτό του. Αμφίβολο όμως, ούτως ή άλλως και αυτό. Πάλι μπορεί να φύγει, να ξαναγυρίσει, να ξαναφύγει, ανάλογα με τα περιθώρια που θα άφηνε εκείνη. Και εκείνη άφηνε πολλά για να νιώθει και είναι ο Σώτος αφεντικό. Της έλεγε η γιαγιά της «Ο άντρας στο σπίτι χρειάζεται, ακόμα και χάρτινος!». Έτσι και ο Σωτήρης, όταν αισθάνθηκε κάπως δυνατός, άρχισε να του βρωμάει η δουλειά, σκεφτόταν και εκείνο το απωθημένο μεταπτυχιακό, έπηξε με την ευνουχιστική καθημερινότητα. Δουλειά, παιδιά, οικογενειακές συνεστιάσεις, η πεθερά μέσα στο σπίτι όλη την ώρα. Ήρθε και ξενέρωσε τη ζωή του. Ήθελε να ερωτευτεί ξανά και τα έκανε όλα μαζί.


Στη δουλειά τον τελευταίο καιρό, είχε πήξει. Ήταν η κρίση, ο μειωμένος μισθός, οι περισσότερες αρμοδιότητες, το όνειρο μιας μεγάλης καριέρας, μιας άλλης ζωής, που κλωθογύριζε στο μυαλό του.


Ήταν και αυτή η συνάδελφος, νέα, όχι και πολύ όμορφη, λίγο παχουλή, αλλά πολύ ποθητή, με σπουδές Μάρκετινγκ σε ΤΕΙ και ένα μεταπτυχιακό στην Αγγλία. Ήθελε να της μιλά, να μάθει για τα μεταπτυχιακά, για τις εστίες, για τη ζωή των φοιτητών εκτός Ελλάδας. Ήθελε μια άλλη δόση ζωής.


Εκείνη κολακεύτηκε. Μετά την Αγγλία αποφάσισε να είναι πιο ανοιχτή με τους ανθρώπους και ιδιαίτερα με τους άνδρες. Καταγόταν από ένα χωριό έξω από το Αγρίνιο. Οι γονείς της ήταν αγρότες, όπως και τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια της. Στην Αθήνα είχε ήδη μια σχέση με έναν συμφοιτητή της, άνεργο, που εύρισκε δουλειές ευκαιριακές, πότε σερβιτόρος σε καφετέρια, πότε βοηθός σε έναν μπαρμπέρη, πότε σε μια ταβέρνα στη λάντζα, ό,τι του λάχαινε. Ήταν και λίγο μποέμ τύπος και όταν δεν είχε δουλειά έτρωγε στα συσσίτια ή συντηρούνταν με δωρεές φίλων.


Με το Σωτήρη, η Ειρήνη ένιωθε ασφαλής. Ήξερε τη ζωή, ήταν παντρεμένος, αλλά εκείνη δεν είχε απαιτήσεις απ' αυτόν. Θα έκαναν παρέα για όσο κρατούσε και για όσο θα πέρναγαν καλά. Φρόντισε κιόλας να αποσιωπήσει τη σχέση της με τον άλλον.


Ο Σωτήρης δεν κατάλαβε καλά καλά πως έμπλεξε με αυτό το κορίτσι, δώδεκα χρόνια μικρότερή του και μάλιστα με άλλες προτεραιότητες. Μετά τη δουλειά ξεκίνησαν με σύντομους καφέδες στη κοντινή καφετέρια, και σταδιακά η διάρκεια του καφέ μεγάλωνε, για να καταλήξουν μετά στα ξενοδοχεία. Έγινε πια συνήθεια αυτή η μεσημεριανή απόδραση.


Μια φορά στα πλαίσια των περικοπών, η εταιρία έδωσε την επιλογή σε κάποιους να αποχωρήσουν οικειοθελώς με μια μικρή αποζημίωση. Πήρε την ιλιγγιώδη απόφαση σε καιρό κρίσης, να τα βροντήξει όλα κάτω και να κάνει αυτό που ονειρευόταν. Με τα λεφτά της αποζημίωσης, θα πήγαινε κιόλας να ξεκινήσει μεταπτυχιακό στο Λονδίνο και θα είχε την ευκαιρία να βρίσκεται με την Ειρήνη, με άνεση και να ζουν ονειρικά τον έρωτά τους. Θα ήταν σαν να έκανε επανεκκίνηση. Ίσως να εύρισκε και δουλειά στην Αγγλία, οπότε θα ξεκίναγε μια άλλη ζωή. Λες και φταίει η ζωή και όχι οι συνθήκες, που διαμορφώνει ο καθένας για τη ζωή του. Λάθος αφεντικό ο Σώτος!


Η γυναίκα του, έμαθε ότι ο άνδρας της παραιτήθηκε και ήταν πια σίγουρη ότι τρελάθηκε. Είχαν δε στην οικογένεια από το σόι του πατέρα του, έναν τρελό θείο, που τώρα τους είχε αφήσει χρόνους. Έτσι ήταν σα να έβλεπε τον συγχωρεμένο να ξαναζεί. Είχε και αυτός εγκαταλείψει τη δουλειά του, τα παιδιά του και είχε πάει στην Ύδρα να κάνει τον ψαρά. Οι βρικόλακες του Ίψεν! Η οικογενειακή ασθένεια, που δυστυχώς διαιωνιζόταν μέσα από τους απογόνους;
Δεν το συζήτησε ποτέ μαζί της. Απλά το έκανε!


Πήγε στο Λονδίνο, γεμάτος ελπίδες, χωρίς να έχει ρυθμίσει τον εαυτό του σε κλίμακα προσαρμογής. Δεν τον σήκωσε ούτε εκεί το κλίμα, ούτε ενσωματώθηκε ποτέ. Άσε που η Ειρήνη, προφασιζόταν συνέχεια δικαιολογίες για να μην τον συναντήσει, αν και της πλήρωνε όλα τα έξοδα και βέβαια, όταν ερχόταν έμενε μαζί του και δε πλήρωνε ποτέ τίποτα. Υπέροχα, ανέξοδα τριημεράκια για εκείνη, μικρές ελπιδοφόρες ανάπαυλες για εκείνον. Μένοντας εκεί συνειδητοποιεί πόσο μόνος είναι και άρχισε ν΄αναρωτιέται γιατί να κάνει μεταπτυχιακό σε τέτοια ηλικία. Η ζωή του νιώθει να του φεύγει και αυτός στα σαράντα πέντε του έχει παρατήσει τη δουλειά του, κάνει τον φοιτητή, ενώ τρέχει στον ποδόγυρο μιας μικρής, έχοντας εγκαταλείψει την οικογένειά του.


Η γυναίκα του είχε αναλάβει όλα τα έξοδα και όλη την ευθύνη των παιδιών, βάζοντας τον εαυτό της στην άκρη, να περιμένει πότε εκείνος θα συνετιστεί, θα ωριμάσει, θα περάσει τη φάση του και τότε μπορεί και να ρίξει το βλέμμα του επάνω της, είτε για ένα γρήγορο πέρασμα, είτε για να μείνει πια μαζί της, πράγμα αμφίβολο. «Η υπομονή είναι το μεγαλύτερο προτέρημα»της έλεγε και η γιαγιά και η μάνα της. Λίγα είχαν περάσει και αυτές ; Ο παππούς της στα καράβια, σχεδόν ποτέ δεν τον έβλεπαν, ενώ ο θείος της, ο αδελφός της μητέρας της, έλεγε στον πατέρα του χαριτολογώντας «Ποιος ξέρει πόσα αδελφάκια έχω σε όλον τον κόσμο πατέρα;»


Ο πατέρας της δε, τις παράτησε τη μάνα της και εκείνη και δεν ξαναεμφανίστηκε. Η μητέρα, ποτέ δεν τον κακολόγησε, ούτε και τον έψαξε όμως. Περηφάνια και Υπομονή! Όταν ήταν έτοιμος να πεθάνει τις ενημέρωσαν κάποιοι συγγενείς του και η μάνα την παρότρυνε να πάει να χαιρετήσει τον πατέρα της. Εκείνη δεν πήγε ποτέ, ούτε και στην κηδεία. «Εγώ δεν έχω πατέρα !» απάντησε.


Ο Σώτος εγκατέλειψε και την Αγγλία και επέστρεψε και αυτός δε ξέρει που. Η Ειρήνη, του ανακοίνωσε ότι θα συγκατοικήσει με το φίλο της, αυτός δεν είχε πια δουλειά και όποια προσπάθεια έκανε για να βρει, έπεφτε στο κενό. Έστειλε βιογραφικά ακόμα και σε ασφαλιστικές εταιρίες, ζήτησε δουλειά ακόμα και σε ταβέρνες και σε καφετέριες. Όλα στο κενό! Οι εταιρίες δεν του έδειχναν εμπιστοσύνη γιατί έφυγε από καλή δουλειά, χωρίς να έχει καλύψει τα νώτα του, χωρίς να έχει βρει φεύγοντας τη διάδοχη κατάσταση και τα μέρη αναψυχής προτιμούσαν τους φοιτητές, νέους και κοινωνικούς και με λίγα μαύρα λεφτά. Αδιέξοδο !


Η γυναίκα του τον δεχόταν παρ' όλα αυτά να επιστρέψει στο σπίτι. Εκείνος όμως αισθανόταν απαξιωμένος και ντροπιασμένος απέναντι στα παιδιά του και στη γυναίκα αυτή που αγόγγυστα έφερε όλα τα βάρη. Επέστρεψε για λίγες μέρες, ένιωθε να βουλιάζει και έφυγε πάλι μετά.


Γύρναγε άσκοπα στους δρόμους. Κάποια βράδια κοιμήθηκε στο παγκάκι πίσω από την εκκλησία του Αγ. Διονυσίου του Αεροπαγίτη και τα πέριξ εστιατόρια του έδιναν φαγητό.

Άρχισε να γράφει ποίηση στον υπολογιστή του, τον φόρτιζε στις καφετέριες και κυνηγούσε το δωρεάν Ίντερνετ. Έγραφε όμορφα! Είχε ανάγκη να επικοινωνήσει με τον κόσμο, έκανε facebook και σε κάθε ευκαιρία παρουσίαζε τα ποιήματά του. Δεν θα αφήσει κάτι στα παιδιά του, ας τους αφήσει τις σκέψεις του! Σιγά σιγά βυθιζόταν σε μια μαύρη κατάθλιψη. Κάποιες φορές εμφανιζόταν από το σπίτι του και βλέποντας την απογοήτευση στο βλέμμα των παιδιών του, την προσμονή στο βλέμμα της γυναίκας του, ήθελε να το βάλει στα πόδια. Ακόμα και στο παγκάκι κοιμόταν δύσκολα, όταν πια τον έπαιρνε ο ύπνος αναγκαστικά, έχοντας μείνει ξάγρυπνος κάτι μέρες.

Μια μέρα σε μια συμπλοκή στο δρόμο με έναν αλλοδαπό, κάτι του είπε εκείνος, μεθυσμένος, κάτι απάντησε και ο Σώτος και βρέθηκε στο ΚΑΤ με σοβαρά τραύματα.

Δεν κοιμόταν καλά. Είχε ταχυκαρδίες και εμφάνισε κάτι περίεργα τικ. Ανασήκωνε πότε τον έναν και πότε τον άλλο ώμο, σαν να λέει «τι πειράζει;» και κάθε μα κάθε φορά ήταν σα να άκουγε από το στόμα του άλλου « Τι μας λες τώρα ;»


Ο πατέρας του με ελαφρά άνοια και αυτός λόγω ηλικίας, τον περιμάζεψε και του πλήρωσε κάποιες συνεδρίες με αυτό το γιατρό, μήπως και τον βοηθήσει να ξαναβρεί τον εαυτό του.


Δύσκολο ! Έπρεπε να βρει τι τον έκανε δυστυχισμένο. Που έγινε το λάθος και να το διορθώσει, όχι για τους άλλους, μα για εκείνον. Δε χρειάζεται ούτε να αναλάβει τις ευθύνες του. Κανείς πια δεν είχε τέτοιες απαιτήσεις από τον Σώτο. Ας αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του! Ώρες με τον γιατρό αυτόν, ατελείωτες συζητήσεις, κλάμα και πόνος καμία βελτίωση!


Είδε και αποείδε ο Σώτος και αποφάσισε να μπαρκάρει. Έφυγε, όπως έκανε πάντα με ένα φορτηγό πλοίο. Θα γύριζε τον κόσμο, θα γνώριζε κακουχίες και μπορεί να γινόταν και αυτός Καββαδίας. Έκτοτε βρίσκεται ακόμα στη θάλασσα, ελπίζοντας ότι το νερό, που πάντα ρέει θα τον απαλλάξει από τον εσωτερικό πόνο ή θα θάψει βαθιά σε κάποιο βυθό τον πόνο της ψυχής, που ποτέ δεν ησυχάζει. Ασίγαστες οι φωνές, ανικανοποίητη η μοναξιά, ακόμα και αν ξεγελιέται με κάποιες μισθωμένες αγκαλιές στα λιμάνια, πάντα επανέρχεται στην κραυγή απελπισίας και πανικού.


Είναι κάποιοι που γεννιούνται έτσι. Δυστυχείς. Κάτι θα συμβαίνει με ένα παλιό κάρμα. Θα έχουν ζήσει ή χειρότερο προκαλέσει πολύ θάνατο και η ψυχή έχει σκοτεινιάσει για πάντα. Για να ξεπλυθεί αυτή η μαυρίλα απαιτεί πολύ καλοσύνη και προσφορά, μεγάλο ψυχικό σθένος και πολλή αγάπη, που φαίνεται δεν είχε δεχθεί ο Σώτος για να μπορέσει να τη δώσει. Έτσι θα στέλνει ες αεί τέτοια γράμματα...


Γράμμα απ' τη Μαρσίλλια
[...]
Κι ύστερα απ' το Ταρτάν εβγήκα μεθυσμένος
και νόμιζα το σώμα μου ανάξιο και μικρό,
πολύ κοντά σας ένιωθα να μου χαμογελάτε
μ' εκείνο το παράξενο το γέλιο, το πικρό.

(Νίκος Καββαδίας)



0

ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ