Τι τρώει η γάτα της βέγκαν: Πριν ο κούκος λαλήσει τρεις φορές

Τι τρώει η γάτα της βέγκαν: Πριν ο κούκος λαλήσει τρεις φορές Facebook Twitter
0

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΒΑΖΑΙΟΥ

Ξαγρύπνησα όλη νύχτα να ζυμώνω το θρεπτικό μίγμα κι ύστερα να το κόβω σε μικρά αστεράκια, λουλουδάκια και μινιατούρες σε σχήμα ψαριού. Για μέρες φωτογράφιζα κρυφά, με το παλιομοδίτικο κινητό μου, πάνω από τις χύμα συσκευασίες στα pet shop, ώστε να αντιγράψω τις γατοτροφές όσο πιο πιστά γίνεται. Οι τέσσερις αδέσποτες (σωτήρες και δυνάστες μου, για λόγους που θα πω, όταν αποκτηθεί εμπιστοσύνη) δεν είχαν καταλάβει τίποτα, αφ’ ενός γιατί το όλο εγχείρημα εξελισσόταν υπό το φως κεριών και με καλυμμένα τα παράθυρα με σκούρο στρατσόχαρτο, αφ’ ετέρου γιατί είναι οι μοναδικές ώρες που οι πονηρές δεν απαιτούν κάτι από μένα και σουλατσάρουν στη γειτονιά, την οποία θεωρούν παραπάνω δικιά τους όταν κοιμούνται οι άνθρωποι.

       Είχα πιαστεί ολόκληρη από τις άκρες των μαλλιών μου μέχρι τις πατούσες. Όχι ότι θα κοιμόμουν, μιας και βασανίζομαι από αϋπνίες, αλλά τουλάχιστον το σώμα θα ξεκουραζόταν. Ο ιδρώτας μου έτρεχε σε ρυάκια, με κίνδυνο να χαλάσει τα σχήματα, που με τόσο κόπο είχα σμιλέψει. Σ’ αυτή την υπερέκκριση συνέβαλε η αγωνία για το αποτέλεσμα, να μην διακρίνουν τα βρωμόγατα, ότι η βάση της τροφής τους θα είναι σκέτο σέιταν*, με μπαχαρικά που, φιλότιμα, θα προσπαθούν να μιμηθούν το κρέας. Καθόλου κοτόπουλο, μοσχάρι ή κυνήγι, ούτε υποψία μυών, καμία πρόσμιξη από αυτά τα λαχταριστά κομμάτια που, υποτίθεται, τους σερβίρουν οι πολυεθνικές των γατοτροφών, ενώ στην πραγματικότητα είναι σιελογόνοι αδένες, χόνδροι, αυτιά και διάφορα άλλα τμήματα του ζώου που είναι για πέταμα και δεν ξέρω καν πώς λέγονται.

Είχαμε κάνει μια συμφωνία με τις γάτες και προσπαθούσα να την τηρήσω χωρίς να προδώσω και τα δικά μου πιστεύω. Πάνω στην ανάγκη που με είχε βρει τότε (την οποία θα αποκαλύψω, αν αποκτηθεί εμπιστοσύνη και εχεμύθεια, ναι, προσθέτω και την εχεμύθεια τώρα), δεν είχα προλάβει να τους πω μια μικρή λεπτομέρεια. Ότι ήμουν μια καινούρια, ενός χρόνου μόλις, βέγκαν χορτοφάγος . Που σημαίνει τίποτα ζωικό, αλλά ούτε και τα παράγωγά του. Στην κατάσταση που βρισκόμουν, η ειλικρίνεια δεν βρισκόταν στην πρώτη γραμμή των προσόντων μου. Με την ανάμνηση και μόνο εκείνης της εποχής κόντεψα να κάψω το χέρι μου καθώς άνοιξα το φούρνο.

       Η πρώτη λαμαρίνα δεν είχε άσκημη όψη. Κάλυψα τα αστεράκια με παντζαρόζουμο, τα λουλούδια με σπανάκι και ντομάτα, και τα ψαράκια, σε μια έμπνευση της στιγμής, με πολτό καρότου, μήπως και τα ξεγέλαγα ότι μπορεί η πρώτη ύλη να ήταν μπαρμπούνι, σε μια κρίση άκρατης γενναιοδωρίας από τη μεριά μου. Καθώς καμάρωνα τα χρώματα, σκέφτηκα με απογοήτευση ότι, ίσως, ήταν τζάμπα κόπος, μιας και (δυστυχώς τώρα το σκεφτόμουν, ενώ όλα τα τραπέζια και κάθε επιφάνεια του σπιτιού μου ήταν καλυμμένη από πολύχρωμη τροφή), η γάτα έχει αχρωματοψία. Ή ο σκύλος; Έπρεπε να το έχω τσεκάρει. Να, κάτι τέτοια κάνω, που με έχουν στείλει στους γιατρούς με κρίσεις άγχους και υπερκόπωσης. Θα το τσεκάρω το πρωί στη δουλειά, όταν το μυαλό θα έχει στερέψει εντελώς και τα μάτια θα τσούζουν από την αϋπνία. Κι ενώ ο προϊστάμενος θα έχει εξαντλήσει την ευσπλαχνία του (το βλέπω στο βλέμμα του ότι έτσι θέλει να εκλαμβάνω τις συνεχείς παρατηρήσεις του) και θα μου στέλνει το τρίτο μέιλ της ημέρας (μου μιλάει μέσω μέιλ, ώστε να τονίσει την σπουδαιότητα της μιας στο τόσο λάιβ κατσάδας) όπου θα μου εφιστά την προσοχή σε όλα. Τόσο, που δεν μπορώ να ξεχωρίσω το σημαντικό από τη σαβούρα.

       Βγάζοντας την τέταρτη λαμαρίνα, ο κούκος χτύπησε τρεις φορές. Δεν έχω κούκο, αλλά θα ήταν ωραία εικόνα, με εμένα σκυμμένη και απορροφημένη πάνω από τις μικροσκοπικές κροκέτες, να δοκιμάζω αρχικά τις πράσινες με το σπανάκι. Δεν είχα ανακαλύψει τον τροχό, αλλά με λίγο αλάτι, ακόμα και σε τραπέζι μπορούσα να τις παρουσιάσω.

       Περίμενα άλλο ένα μισάωρο να κρυώσουν και να τις μαζέψω σε βάζα, από το φόβο να μην μετατραπεί το σπίτι σε κατσαρίδα πάρτι, έπλυνα τα ταψιά, έφαγα μια κροκέτα  ψευτομπαρμπούνι και απέφυγα να μετρήσω πόσες ώρες μου είχαν απομείνει μέχρι να χτυπήσει το ξυπνητήρι. Για μια καινούρια μέρα στην αλλόκοτη δουλειά που είχα βρει, με έναν προϊστάμενο στην ηλικία του γιου μου. Με δυσκολία κρατήθηκα να μην του κλείσω σε αλουμινόχαρτο μερικές κροκέτες με γεύση σπανάκι. Φαντάζομαι την αντίδρασή του. «Τι είναι αυτό Θάρρου; Πώς σου ήρθε;»

Με λένε Άννα Θάρρου και φοβάμαι τα πάντα.

Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία

(συνεχίζεται…)

*Σέιταν = αλεύρι και νερό στην ουσία, όπου με κατάλληλη επεξεργασία γίνεται τροφή πλούσια σε πρωτεΐνες.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ