Ήταν τέσσερις και μισή το απόγευμα. Μάιος, ήλιος στην Αθήνα, ζέστη, χαμογελαστά πρόσωπα. Περπατούσαμε παρέα έτοιμες να χωριστούμε, η μία προς το μετρό και η άλλη προς τη στάση των λεωφορείων στην Ακαδημίας. Ξαφνικά, λίγο πιο μπροστά μας βλέπουμε έναν άντρα πεσμένο ανάσκελα στο πεζοδρόμιο, δίπλα στη στάση του λεωφορείου. Παρόλο που η στάση ήταν άδεια, γύρω περπατούσε αρκετός κόσμος. Ξαφνιασμένες πλησιάζουμε και βρίσκουμε δύο γνωστές από τη σχολή να ακολουθούν από πίσω μας και να κοιτούν κι αυτές ανήσυχες.
Ο άνθρωπος ήταν τοξικομανής, ήταν προφανές· βλέπουμε πολλά γύρω από τη Νομική και τους ξεχωρίζουμε πια· μάλλον μόλις είχε πάρει τη δόση του. Ανέπνεε βαριά και είχε κλειστά τα μάτια. Φαινόταν άσχημα. Αμέσως, καλούμε το 166. Οι ενισχύσεις είναι καθοδόν. Δεν τον αγγίζουμε από φόβο μήπως έχει χτυπήσει και κάνουμε χειρότερη ζημιά στο κεφάλι του.
Γιατί ο κύριος που σήμερα ήταν κάτω αβοήθητος, ανεξαρτήτως αιτίας, θα μπορούσε να είναι ο αδερφός μας, ο μπαμπάς μας, ο θείος μας. Θα μπορούσα να είμαι εγώ, θα μπορούσες να είσαι εσύ.
Ο κόσμος γύρω περνά ρίχνοντας μια ματιά αδιάφορος. Ποιος να ασχοληθεί άλλωστε με το ρεμάλι;
Μετά από πέντε λεπτά και αφού είχαν πλησιάσει άλλες δύο κοπέλες γύρω στην ηλικία μας και ένα ζευγάρι μάλλον σαραντάρηδων, φτάνουν οι άνδρες των πρώτων βοηθειών. «Α. Ο γνωστός.» λένε και του χτυπούν τα μάγουλα για να συνέλθει. «Κάθε μέρα πέφτει.»
Ο κύριος δεν αργεί να σηκωθεί και κοιτά γύρω του χωρίς να φαίνεται να καταλαβαίνει που βρίσκεται. «Στα παγκάκια. Εκεί πάνε όλοι », του λένε, «στα παγκάκια». Κι αυτός ακολουθεί την οδηγία σα να μη συνέβη τίποτα.
Οι λίγοι που είχαμε μαζευτεί διαλυθήκαμε, αποφεύγοντας να κάνουμε τον άνθρωπο να νιώσει άσχημα για την κατάσταση στην οποία τον είδαμε. Ή μπορεί και από δειλία ή αμηχανία της στιγμής.
Χωρίζουμε κι εμείς τότε, απορημένες γιατί κανείς δεν είχε καλέσει το ασθενοφόρο πριν από εμάς. Τόσος κόσμος περνούσε γύρω. Έριχνε μία ματιά και συνέχιζε να περπατά σα να είδε μια γάτα να μυρίζει εδώ κι εκεί το πεζοδρόμιο. Δεν ανησυχούσαν μήπως είχε κάτι σοβαρό;
Άραγε, τόσο πολύ φοβόμαστε πια; Ή απλώς δε μας ενδιαφέρει;
Ό,τι κι αν είναι από τα δύο, θα πρέπει να αλλάξει.
Γιατί ο κύριος που σήμερα ήταν κάτω αβοήθητος, ανεξαρτήτως αιτίας, θα μπορούσε να είναι ο αδερφός μας, ο μπαμπάς μας, ο θείος μας.
Θα μπορούσα να είμαι εγώ, θα μπορούσες να είσαι εσύ.
Και δε θα ήθελα να μείνω στο πεζοδρόμιο.
Φαντάζομαι ούτε κι εσύ.
Γι'αυτό, την επόμενη φορά που θα τον δεις, σταμάτα. Κι ας μη χρειάζεται. Σταμάτα.
σχόλια