Δεν πρόλαβα να σε γνωρίσω. Βασικά σε είδα μια μόνο φορά στα 21 χρόνια της ζωής μου. Η πλάκα στην υπόθεση είναι πως με το που έμαθα πια πως είσαι -εμφανισιακά πάντα, εσύ αποφάσισες να φύγεις. Βασικά δεν μπορώ να καταλάβω αν απλά τελείωσε η ώρα σου, η αποστολή σου εδώ σε αυτήν την γαμημένη γη ή αν φταίει Αυτός που όλοι λένε Θεός. Ιδιαίτερα θρήσκα δεν ήμουν ποτέ. Για την ακρίβεια μετά τον θάνατο που σημάδεψε την ζωή μου, σταμάτησα να πιστεύω πως υπάρχει κάποιος εκεί πάνω. Ήμουν δεν ήμουν 13 χρονών και ήδη ένιωθα τρομερή οργή για τον "καλό Θεούλη" στον οποίο πάντα υπό τις επιταγές της μαμας, έπρεπε να κάνω την προσευχή μου.
Μαλακίες!
Αν υπήρχε Θεός δεν θα μου έπαιρνε τον μοναδικό άνθρωπο που θεωρούσα πατέρα μου. Δεν θα μου έπαιρνε τον άνθρωπο που γέμισε ένα κενό στην ψυχή και την καρδιά μου.
Και επίσης, αν υπήρχε Θεός δεν θα μου έπαιρνε και τον πατέρα μου. Πρόσφατα μόλις κατάφερα να ξεπεράσω τον άδικο θάνατο του νουνού μου αλλά δεν κράτησε πολύ η χαρά. Εδώ και πολλά χρόνια προσπαθώ να έρθω σε επαφή με τον βιολογικό μου πατέρα. Προσπαθώ να τον εντοπίσω και να τον πλησιάσω. Ομολογώ πως κάποιο διάστημα είχα επικοινωνία μαζί του -παρά τις αντιδράσεις της μητέρας μου. Η επικοινωνία μας ήταν τηλεφωνική μονάχα αλλά και πάλι η ευτυχία μου δεν περιγραφόταν. Έστω και έτσι είχαμε μια επαφή.
Μέχρι που ήρθε η στιγμή και εξαφανίστηκες. Απλά δεν ξανασήκωσες ποτέ τηλέφωνα, δεν απαντούσες στις κάρτες και τα γράμματα που σου έστελνα. Αλήθεια, αναρωτήθηκες τότε πόσο θλιμμένη ένιωθα; Μπορείς να φανταστείς τι μαχαίρι μου κάρφωσες τότε στην καρδιά; Μεγάλωνα και το μόνο που ήθελα ήταν να γνωρίσω τον πατέρα μου. Μπορείς άραγε, βασικά είχες αναρωτηθεί ποτέ πως στο διάολο να νιώθει η μοναδική κόρη που απέκτησες ποτέ; Το μοναδικό παιδί σου. ΑΝΑΡΩΤΗΘΗΚΕΣ;;;
Τα παράτησα. Μετά από λίγο καιρό σταμάτησα απλά να σε αναζητώ. Όχι όμως να ενδιαφέρομαι. Έπαιρνα τα ξαδέρφια μου, ρωτούσα για εσένα.
Ώσπου πέρυσι το χειμώνα έγινε κάτι που με ταραξε αρκετά. Η μητέρα μου πήρε μια απόφαση τελείως στα ξαφνικά.
Αποφάσισε να έρθουμε να σε βρούμε! Σοκαρίστηκε μπορώ να πω από την ξαφνική της επιθυμία αλλά τώρα μπορώ να πω πως καταλαβαίνω γιατί το έκανε, ήταν λες και γνώριζε την συνέχεια, λες και κάτι την έσπρωξε να το κάνει.
Τέλος πάντων, μέχρι να φτάσουμε η καρδιά μου χτυπούσε ανεγξέλεκτα. Πώς να ήσουβν αλήθεια; Λες να μοιάζαμε;
Με τα πολλά σε είδα. Φοβόμουν αρκετά γιατί στην πρώτη μου προσπάθεια να σε δω δεν είχες εμφανιστεί και είχα φύγει εν τέλει από το χωριό τρελά απογοητευμένη. Η μαμά μου με καθησύχαζε. Ήταν σίγουρη πως τελικά, αυτή τη φορά θα σε βρίσκαμε, θα εμφανιζόσουν. Η αδερφή σου θα σε πίεζε. Θα σε έφερνε λέει ακόμα και σηκωτό από το σπίτι σου. Ή από το καφενείο που θα μπεκρόπινες τέλος πάντων.
Και ήρθες.
Η μαμά έκανε τις συστάσεις. Το χέρι μου έτρεμε και ήθελα τόσο πολύ να σε αγκαλιάσω. Όχι δεν με ενοχλούσε η μυρωδιά από το ουίσκι και η τσιγαρίλα. Απλά ήθελα μια αγκαλιά. Από εσένα.
Αποφασίσαμε να σπάσουμε τον πάγο και πήγαμε για μια μπύρα, ένα καφέ. Η διαλυμένη μου οικογένεια -εσείς οι γονείς μου, εγώ και ευτυχώς για συμπαράσταση ο θείος μου και ο ξάδερφός μου. Αλήθεια, τι θα έκανα αν δεν είχα και αυτόν δίπλα μου να μου κρατά δυνατά το χέρι;
Δεν με ρώτησες τίποτα. Αν σπουδάζω, που σπουδάζω, τι; Δεν μου μιλούσες ούτε στο ελάχιστο. Σου έκανα λεκτική επίθεση. Ότι και αν έλεγες με τους άλλους χωνόμουν στην κουβέντα. Έφερνα αντίρρηση, κοντραριζόμουν μαζί σου έτσι επίτηδες επειδή γαμώ το ήθελα να μου δώσεις λίγη σημασία.
Αποφασίσαμε κάποια στιγμή πως είχε έρθει η ώρα να φύγουμε. Είχαμε και εμείς με την μαμά ταξίδι το επόμενο πρωί. Προχωρούσαμε μπροστά οι δύο μας αφήνοντας τους άλλους να μας ακολουθούν. Παρατήρησα πως είχαμε το ίδιο ρυθμό στο περπάτημα. Συνειδητοποίησα πως από εσένα το είχα πάρει αυτό το ρυθμό στο περπάτησα. Ήσουν ο μόνος που συμβάδιζε μαζί μου. Ξέρεις πόσες φορές με βρίζουν οι φίλοι μου που "τρέχω" και μένουν πίσω;
Τους άκουγα να μας συγκρίνουν. Το ύψος, τα χαρακτηριστικά, οι γωνίες στο πρόσωπο, το λιγνό κορμί, τα μακριά άκρα.
Πριν χωριστούμε, μου έδωσες απλά το χέρι σου. Τόσο τυπικός, τόσο...... . Λες και είχες απλά κλείσει μια δουλειά. Τόσο ψυχρός!
Μου ευχήθηκες καλά μυαλά, σου είπα πως θα τα ξαναπούμε. "Αφού σε βρήκα, θα τα ξαναπούμε. Το θέλω!" Απλά έβαλες το τσιγάρο στο στόμα και έφυγες με σκυφτό κεφάλι.
Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Απλά σκεπτόμουν. Μην με ρωτήσεις τι! Τα νιώθω κουβάρι στο κεφάλι μου. Σκεπτόμουν όλα όσα σκεπτόμουν αυτά τα χρόνια πριν σε δώ. Βέβαια, είχα και νέα ερωτηματικά στο κεφάλι μου τα οποία φυσικά και δεν μπορούσα να λύσω.
Ξημέρωσε Σάββατο. Υποκρίθηκα πως κοιμόμουν όταν η μαμά ήρθε πάνω από το κεφάλι μου. Μετά από λίγο πήγα και την βρήκα που ήταν στην κουζίνα με την φίλη της. Έκαναν και οι δύο πως δεν είχε συμβεί τίποτα. Πήραμε πρωινό και αναχωρήσαμε.
Κάθισα στο λεωφορείο μακριά από την μητέρα μου. Ξέρεις πόσες κρίσεις είχε πάθει με την καρδιά της μέχρι να φτάσουμε σε εσένα; Δεν ήθελα να την επιβαρύνω με την άσχημη ψυχολογική μου κατάσταση! Ένιωθα τα μάτια μου να υγραίνονται! Το προηγούμενο βράδυ δεν είχα αντιδράσεις με κλάμματα και υστερίες αλλά πλέον είχε ξημερώσει η επόμενη μέρα. Η συναισθγηματική φόρτιση ήταν υπερβολικά μεγάλη για να την αντέξω. Ξέσπασα. Και για αυτό δεν ήθελα να με δει η μαμά. Δεν ήθελα να δει πόσο πληγωμένη ένιωθα.
Κοίταζα έξω από το παράθυρο μέχρι να ξεκινήσει το λεωφορείο. Και ξέρεις τι ευχόμουν; Να σε δω κρυμένο σε καμιά γωνία! Ευχόμουν με όλη μου την στιγμή να σε δω. Ήθελα να δω πως έστω και έτσι νοιάζεσαι. Πώς είναι να ξέρεις πως η κόρη σου φεύγει και δεν ξέρεις πότε θα ξανάρθει; Θα με ξαναέβλεπες; Ήθελες; άραγε;
Αλλά δεν έγινε αυτό που ευχόμουν. Δεν εμφανίστηκες ποτέ.
Ούτε στο κτελ τότε, ούτε ποτέ ξανά.
Συνέχισα να ρωτώ για σένα μέχρι που ήρθε η ώρα να μάθω ένα νέο τελευταίο. Και πιο σημαντικό.
Έφυγες. Από την ζωή την δική μου και από τον κόσμο γενικά.
Απλά σε έχασαν ένα πρωινό.
Με πέτυχαν σε ταξίδι τα νέα που μου έδωσε η μαμά. Κάποιος στο λεωφορείο μου έδωσε ένα πακέτο χαρτομάντιλα. Τι να μου κάνουν και αυτά; Εγώ απλά ήθελα να ξεριζώσω την καρδιά μου και να έρθω να σε βρω.
Πραγματικά δεν μπορούσα να καταλάβω τι γινόταν γύρω μου. Ένιωθα πως ζούσα σε παράλληλο σύμπαν. Όχι αυτό δεν συνέβαινε σε εμένα. Απλά κοιμόμουν και αυτός ήταν ο χειρότερος εφιάλτης που είχα δει ποτέ!
Έφτασα στην Πάτρα και στο κτελ με υποδέχτηκε η κολλητή μου. Βυθίστηκα στην αγκαλιά της και ξέσπασα σε τρανταχτούς λυγμούς. Με πήγε σπίτι και μου έλεγε ότι μαλακίες μπορεί κανείς να φανταστεί για να μην σκέφτομαι. Έστω για λίγο. Αλλά κάποια στιγμή έφυγε. Όπως έφυγε και η μέρα. Άφησα τον εαυτό μου να γίνει ένα με το σκοτάδι του δωματίου. Το στόμα μου είχε ξεραθεί από τα τσιγάρα και το αλκόολ. Τα μάτια μου πρισμένα αναζητούσαν την μορφή σου στο σκοτάδι.
Χτύπησε το κουδούνι. Ήρθε ο Π. σπίτι και με έσφιξε στην αγκαλιά του. "Ήταν ένας άνθρωπος φάντασμα. Μην στεναχωριέσαι για κάτι που δεν υπήρξε!"
"Είναι όμως πατέρας μου!" ούρλιαξα και τον έσπρωξα μακρία. Και μετά συνειδητοποίησα πως είχα χρησιμοποιήσει λάθος χρόνο. "Ήταν" μουρμούρισα. "Ήταν πατέρας μου..." επανέλαβα και σωριάστηκα στο πάτωμα.
Όταν έκλεισαν τα 40 τον είδα στον ύπνο μου. Το τι είδα είναι άλλο θέμα βέβαια. ¨Ομως ξύπνησα αμέσως μετά με μια αισιοδοξία και ένα μεγάλο χαμόγελο. Έκλαψα ναι, αλλά ένιωθα ακρετά ξαλαφρωμένη.
Πονάει ο θάνατος κάποιου που αγαπάμε ναι. Εσένα μπορεί να μην σε γνώρισα ποτέ. Δεν έμαθα τα χούγια σου, δεν σε έζησα, δεν σε χόρτασα. Μία φορά σε είδα αλλά κρατάω την μορφή σου σαν πολύτιμο θησαυρό.
Πάντα θα σε αγαπάω και θα σε σκέφτομαι. Θα προσπαθήσω να μην πονάω που δεν πέρασα χρόνο μαζί σου αλλά από την άλλη θα περιμένω μέχρι να σε βρω. Γιατί θα σε βρω. Θέλω να πιστεύω πως θα περάσουν πολλά πολλά πολλά χρόνια μέχρι να περάσω στην αντίθετη όχθη αλλά όταν έρθω θα κινήσω το χάος για να σε βρω.
Ουτοπικό; Μπορεί!
Μέχρι τότε θα σε έχω στα όνειρά μου. Να με επισκέπτεσαι σε παρακαλώ που και που!
Θα σε θυμάμαι πάντα...!
Η Ν. σου.
Σε αγαπάω!