Κυριακη 6/11
Την περασμένη εβδομάδα έγινε κάποια συζήτηση για το νέο τρεντ που έσκασε μύτη στην Αθήνα, όπου ιδιώτες παρέχουν δείπνα επί πληρωμή σε σπίτια στην Αθήνα, σε αγνώστους. Guerilla εστιατόρια. Δεν είχα άποψη για το θέμα, άκουσα μια φίλη που έλεγε πόσο εναντίον ήταν,
κυρίως για την υψηλή τιμή, που θεωρεί πως δεν είναι καθόλου ευκαιρία, αλλά και για την απουσία της απαιτούμενης υγιεινής, που συνήθως έχει ένα εστιατόριο. Εμένα, πέρα από αυτά τα πολύ βασικά που είπε η φίλη, με απασχόλησε κάτι ακόμα: η όλη ιστορία μού φάνηκε σαν άλλο mένα τρεντ που αντιγράφουμε απ’ το εξωτερικό, ως συνήθως, και που βεβαίως δεν το προσαρμόζουμε στα δικά μας μέτρα. Έτσι, είναι σχεδόν σίγουρο πως σε λίγο, όταν θα σταματήσουν τα μίντια ν’ ασχολούνται,
το τρεντ θα μαραθεί σαν κάτι που δεν είχε ρίζες. Σήμερα παρακολουθώ στην τηλεόραση μια εκπομπή του Jamie Oliver. Δεν ξέρω ποια απ’ όλες - έχει κάνει τόσο πολλές, που χάνει κανείς τον λογαριασμό πια.
Είναι, πάντως, στη Νέα Υόρκη, συγκλονισμένος απ’ τους μετανάστες και τον τρόπο ζωής τους εκεί, αλλά και συνεπαρμένος απ’ το απίστευτο γαστρονομικό κύμα που παρασύρει αυτή την πόλη, όχι μόνο στα υψηλά κοινωνικά στρώματα αλλά παντού. Όλοι τρώνε τέλεια εκεί. Έτσι δείχνουν τα ντοκιμαντέρ και τα περιοδικά που διαβάζουμε. Ο Jamie ανακαλύπτει πως υπάρχει αυτό το τρεντ στο οποίο αναφέρομαι και εκεί. Ποστάρεις σ’ ένα μπλογκ πως θα κάνεις ένα γεύμα, γίνονται αιτή-
σεις και τελικά ο οικοδεσπότης καταλήγει στα άτομα που θα έρθουν να φάνε. Δεν υπάρχει λογαριασμός, υπάρχουν δωρεές και ο καθένας φέρνει το ποτό του, κάτι σαν δώρο, αφού το σπίτι δεν έχει άδεια αλκοόλ. Ο Jamie τρώει καλά κι ενθουσιάζεται. Κατά τη διάρκεια του ντοκιμαντέρ
προβάλλονται ξεκάθαροι οι λόγοι που αυτό το τρεντ ανθεί εκεί. Μια μεγάλη, γιγαντιαία πόλη, με τεράστια παράδοση στη γαστρονομία. Εκεί τα τρεντ είναι μέσα στο παιχνίδι, από εκεί γεννιούνται όλα τα και νούργια πράγματα στη γεύση, τα εστιατόρια είναι πολύ εξελιγμένα, τα μενού τους, οι λίστες κρασιών τους είναι top notch - στη Ν.Υ. ακόμα και τα καροτσάκια που πουλάνε χοτ-ντογκ είναι μια εμπειρία. Είναι πολύ φυσικό κάποιοι να πλήττουν από την επιθετικότητα μιας τόσο
εξελιγμένης restaurant culture και να θέλουν λίγη θαλπωρή, από αυτή που προσφέρει ένα συμπαθητικό διαμέρισμα κάπου στο Μπρούκλιν. Επίσης, έχω την εντύπωση πως το να ψωνίζεις υλικά για τραπέζι στη Ν.Υ. είναι πολύ πιο φτηνό απ’ το να βγαίνεις για φαγητό. Εδώ, όμως,
τι ακριβώς πρόκειται να εξυπηρετήσει αυτό το guerilla restaurant;
Έχουμε χορτάσει από τα καλά εστιατόρια; Βαρεθήκαμε τα σπουδαία ταβερνάκια που με είκοσι ευρώ τρως σαν βασιλιάς; Ή μήπως κοστίζει λίγο να μαγειρεύεις για ένα τραπέζι στο σπίτι; Εγώ, πάντως, όποτε κάνω τραπέζι, μπαίνω μέσα. Σχεδόν πάντοτε το εστιατόριο κοστίζει λιγότερο. Καταλαβαίνω πως όλη αυτή η ιστορία ταιριάζει πολύ με το γενικότερο κόνσεπτ της παράνοιας που ζούμε, όμως μη γελιέστε, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια τρύπα στο νερό. Ελπίζω, τουλάχιστον, να
γίνει ένα ωραίο χόμπι γι’ αυτούς που το ασκούν και να τους βοηθήσει να εντρυφήσουν στον κόσμο της γεύσης, σερβίροντας τα πειράματά τους στο κοινό.
ΔΕΥΤΕΡΑ 7/11
Μερικές φορές είναι δύσκολο να συνέλθει κανείς απ’ το Σαββατοκύριακο. Όχι γιατί κάνει κάτι spectacular, αλλά γιατί τις περισσότερες φορές, όταν δεν δουλεύεις και είναι αργία, κάπως αποφεύγεις την καθημερινή καταβαράθρωση που υφίστασαι σε αυτή την πόλη. Τώρα είναι
Δευτέρα και κατεβαίνω προς το γραφείο. Έχω φτάσει πια σε σημείο να κάνω στο μυαλό μου σχέδιο με όλα τα πιθανά κακά που πρόκειται να συμβούν, έτσι, για να είμαι περίπου προετοιμασμένος και να μη μου έρθει κεραμίδα στο κεφάλι. Με ποιους έχω ανοιχτά μέτωπα, ποιες
υποθέσεις παίζουν, ποιους πρόκειται να συναντήσω και ποιο είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί. Εξυφαίνονται ιστορίες καταστροφής κι όταν έρχονται τα πραγματικά νέα αισθάνεσαι κάπως καλύτερα, διαπιστώνοντας πως δεν είναι τόσο κακά όσο τα νόμιζες. Αυτό που μας
κάνουν είναι εγκληματικό. Υποτίθεται πως εδώ πρέπει να γράφει κανείς για φαγητό και τις μικρές απολαύσεις της ζωής και του σπιτιού, όμως, λυπάμαι που το λέω, δεν έχω καμιά όρεξη. Παρ’ όλα αυτά, θα σας δώσω μια ωραία εικόνα. Τέσσερις φίλοι έφαγαν έξω και μαζεύτηκαν στο σπίτι
για γλυκά και καφέδες. Υπήρχε ένα linzertorte (κάτι σαν πάστα-φλώρα που η ζύμη της έχει έντονη γεύση από τα αλεσμένα φουντούκια και τ' αμύγδαλα), κρέμα σοκολάτα, φρούτα και ποτά. Τα φώτα αυτού του σπιτιού είναι έτσι κι αλλιώς χαμηλά - ανάψαμε και κάτι κεριά. Η μουσική ήταν παρήγορη και δεν έλεγε ψέματα - ούτε κι εμείς είχαμε διάθεση για τέτοια. Οι φίλοι μίλαγαν ασταμάτητα κυρίως για το κακό που μας βρήκε, χωρίς όμως να χάνουν το χιούμορ του και κάνοντας μεγάλα
διαλείμματα για να μιλήσουν για βιβλία, τέχνη και άλλες παρηγοριές. Τους κοίταγα ν’ αναλύουν γι’ άλλη μια φορά την κατάσταση, ήξερα πως ο καθένας από αυτούς αγωνίζεται καθημερινά να επιβιώσει, δεν θεωρεί τίποτα δεδομένο και φυσικά αυτήν την ανάλυση δεν την κάνει επειδή
βαριέται ή δεν έχει κάτι καλύτερο να κάνει, αλλά επειδή έχει μεγάλη αγωνία. Συμφωνήσαμε πως δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα απ’ το να μην μπορείς να χειριστείς την ίδια σου τη
ζωή, να βλέπεις όλα όσα έφτιαξες, που σε μια κανονική χώρα θα ήταν υπερ-αρκετά, να καταρρέουν ή να μιζεριάζουν σε μια γωνιά, επειδή κάποιος δεν έκανε καλά τη δουλειά του. Και μην ακούω για Έλληνες που τα καταφέρνουν «παρά το γενικότερο μίζερο κλίμα». Είναι ντροπή και που το αναφέρουμε αυτό. Λοιπόν, οι φίλοι μου κι εγώ περάσαμε ωραία εκείνο το Σάββατο. Και κάπως πήρα
δύναμη απ’ τα γέλια τους και τα ευχαριστώ τους την επομένη. Πάμε τώρα για το επόμενο.
Σας φιλώ.
σχόλια