[προηγούμενο: 1. Τα γραφεία κηδειών]
Είναι πασίγνωστο, βέβαια, ότι έχει μεταβληθεί η σχέση του ανθρώπου, ειδικά του ανθρώπου της πόλης, με τον θάνατο, με το πένθος και ειδικά με την εικόνα του νεκρού. Ήδη από το 1884, ο Δημήτριος Βικέλας έγραφε στο Νεκροταφείο των Αθηνών για ριζικές αλλαγές που χαρακτήριζαν τη σχέση και τη συμπεριφορά του μέσου Αθηναίου απέναντι στην ιδέα και στο γεγονός του θανάτου. «Ομολογώ», έγραφε ο Βικέλας, «ότι ως προς τα του ενταφιασμού των κεκοιμημένων, λυπούμαι ότι μετεβλήθησαν τα παλαιά μας έθιμα». Παλαιότερα «ο χωρισμός του θανάτου δεν ήτο διά τούτο ολιγώτερον πικρός, αλλ' όμως εφαίνετο κάπως μετριαζομένη η μεταξύ ζώντων και νεκρών απόστασις».
#quote#
Ο Φιλίπ Αριές, στο μνημειώδες έργο του Ο άνθρωπος ενώπιον του θανάτου, μιλά για μια πορεία του δυτικού ανθρώπου από τον «εξημερωμένο» σε έναν «ανεστραμμένο» θάνατο. «Υπάρχουν δύο τρόποι να μη σκεπτόμαστε τον θάνατο: ο πρώτος είναι αυτός του δικού μας, τεχνικού πολιτισμού, που αρνείται και απαγορεύει τον θάνατο. Ο άλλος είναι αυτός των παραδοσιακών πολιτισμών που δεν αρνούνται, αλλά αδυνατούν να σκεφτούν τον θάνατο με ένταση γιατί ο θάνατος είναι πολύ κοντά και παραμένει, εν πολλοίς, μέρος της καθημερινής ζωής».
Ο κ. Κώστας Τσακίρογλου, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Γραφείων Τελετών, ακούγεται ωστόσο κάθετος από το τηλέφωνο: «Κρίνοντας από τη δική μας εμπειρία ως επαγγελματιών, τίποτα δεν έχει αλλάξει στον τρόπο που πενθεί ο άνθρωπος. Απλώς, η ζωή στην πόλη επέφερε μια εγγύτητα μεταξύ των κατοίκων, συνεπώς δεν είναι δυνατόν, π.χ., στο διαμέρισμα να ξενυχτάς νεκρό και ο άλλος δίπλα να έχει πάρτι, να γιορτάζει ή να έχει κάποιον βαριά άρρωστο και να ξέρει ότι ένας τοίχος τον χωρίζει από τον νεκρό. Το πένθος είναι πάντα το ίδιο».
Όταν έθεσα την παραπάνω άποψη στον ψυχίατρο-ψυχαναλυτή Τάσο Δημόπουλο, σχολίασε ότι «ο εργολάβος κηδειών έρχεται σε επαφή με τις πρώτες αντιδράσεις μετά τον θάνατο κάποιου προσώπου. Είναι τόσο σύντομο και άμεσο, που δεν θεωρείται καν στάδιο. Το τι κάνεις μετά το πρώτο σοκ, πώς το ζεις, είναι άλλη υπόθεση. Οπότε, θα έλεγα, υπό αυτή την έννοια, ο τρόπος που πενθούν οι άνθρωποι έχει υποστεί μεταβολές. Ειδικά ο δυτικός πολιτισμός, όπως έχει εξελιχθεί και η αστικοποίηση, δεν αφήνει πολύ χώρο για το πένθος. Σκέφτομαι ότι σε λίγα χρόνια μπορεί να μη μιλάμε καν για πένθος, αλλά απλώς και γενικώς για κατάθλιψη. Είναι ακραίο αυτό που λέω, βλέπουμε όμως ότι ακόμα και η παραμικρή ψυχική κατάπτωση μεταφράζεται από πολύ κόσμο σε "κατάθλιψη". Η έκφραση "είμαι θλιμμένος" τείνει να εκλείψει και παίρνει τη θέση της το "έχω κατάθλιψη". Μιλάμε, δηλαδή, για "ψυχιατρικοποίηση" της καθημερινής εμπειρίας. Βεβαίως, η εκτροπή μιας διεργασίας πένθους σε κλινική κατάθλιψη μπορεί να είναι συχνό φαινόμενο. Αυτά έχουν, επίσης, να κάνουν με διάφορες πολιτικές υγείας αλλά και με την αντίληψή μας πάνω στα πράγματα. Ακούμε, για παράδειγμα, ιστορίες που στο όνομα ενός υπερπροστατευτισμού αποφασίζεται να μην επιτραπεί σε έναν έφηβο να παρευρεθεί στην κηδεία του γονέα του. Πριν από μερικές δεκαετίες δεν υπήρχε θέμα να πει κάποιος "το παιδί μου να μην πάει στην κηδεία διότι θα τραυματιστεί ψυχικά". Από την άλλη, έχουμε παιδιά που χάνουν τον πατέρα τους και θέλουν την ημέρα της κηδείας του να συνεχίσουν κανονικά την καθημερινότητά τους, π.χ. να πάνε σχολείο κ.λπ. Εννοείται ότι αυτό πρέπει να γίνει σεβαστό, αλλά είναι μία τελείως διαφορετική κατάσταση αυτή από το να αποφασιστεί ερήμην του να μην πάει».
σχόλια