Η Αγάθη έκατσε βαριά στο κρεβάτι. Όταν ήταν μικρή, το πατρικό σπίτι της μητέρας της στην Άνδρο ήταν το κατώφλι για μια καλοκαιρινή, δεύτερη ζωή μακριά από την Αθήνα, το χαμόσπιτο στα Πετράλωνα, το σχολείο θηλέων στην Πειραιώς, όπου καθόταν μόνη στα πέτρινα σκαλιά της αυλής ισιώνοντας αμήχανη τη στολή της όσο τα άλλα κορίτσια αντάλλαζαν εφηβικά μυστικά στις γωνίες χωρίς να της ρίχνουν ούτε ένα βλέμμα. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Στα ρουθούνια της εισχώρησε μυρωδιά νησιώτικης υγρασίας, τα παράθυρα ήταν ορθάνοιχτα από το μεσημέρι που είχαν φτάσει στο νησί, αλλά η κλεισούρα δεν είχε φύγει ακόμη. Κοίταξε γύρω της. Το παλιό σιδερένιο κρεβάτι έτριξε. Από πάνω του μια εικόνα του Αγίου Ανδρέα και στον τοίχο απέναντι οι φωτογραφίες του Παύλου και της Φρειδερίκης. Η μητέρα της ήθελε να τη μάθει να λατρεύει τα θεία από μικρή και να μην ξεχνάει το όνομα του πατέρα της, παρόλο που εκείνος ήταν εξαφανισμένος χρόνια στην Αμερική. Κάθε Ιούνιο η ίδια ιστορία. Η Αγάθη την έβλεπε να τρίβει με μανία τα πλακάκια της αυλής, να βάφει με λευκό χρώμα τους κορμούς των δέντρων, να κοιτάζεται με τις ώρες στον καθρέφτη, σαν να τον περίμενε από ώρα σε ώρα. Αυτό που κάποτε έμοιαζε με πανηγύρι καλλωπισμού στα παιδικά της μάτια, τώρα, έχοντας κλείσει τα δεκαεφτά, μόνο θλίψη της προκαλούσε. Ήθελε να την αρπάξει, να την ταρακουνήσει από τους ώμους και να της φωνάξει: «Δεν θα έρθει ποτέ, δεν το καταλαβαίνεις πια; Δεν θα έρθει ποτέ». Οι λέξεις, όμως, πνίγονταν, δεν ανέβαιναν ποτέ από το λαρύγγι στο στόμα, θες από λύπηση, θες από φόβο για την επόμενη μέρα μετά την ειπωμένη αλήθεια. Ξεροκατάπιε για να αποδιώξει την πίκρα που είχε μαζευτεί απότομα στο στόμα της, έκλεισε τα μάτια και κούνησε το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά. Έπρεπε να κατέβει στην πλατεία.
«Πάλι αυτό το τσίτι θα φορέσεις; Σου σιδέρωσα το καλό με τις δαντελίτσες, το μπλε» φώναξε η μητέρα της όταν την είδε να μπαίνει στο καθιστικό. «Αυτό είναι τριμμένο στη σούρα, δεν το έχεις βαρεθεί πια;». Οι διαμαρτυρίες ήταν γνωστές, αλλά ό,τι και να έλεγε η κυρία Φωτούλα δεν θα υποχωρούσε, όχι σήμερα. Το φόρεμα αυτό ήταν το μόνο που είχε αγοράσει με δικά της λεφτά, πουλώντας ένα πινακάκι που είχε ζωγραφίσει στην πελάτισσα της μητέρας της. Η γυναίκα είχε έρθει για μια πρόβα ταγέρ, είχε δει τον πίνακα στο σαλόνι, το τοπίο με τα σύννεφα της θύμιζε το Παρίσι, εκεί όπου είχε μεγαλώσει. Πενήντα δραχμές, τις έβγαλε από το πορτοφόλι της αμέσως, πώς να φέρεις αντίρρηση;
Καθώς περπατούσε στα λευκά σοκάκια της Χώρας με τα μπλε παράθυρα και τα γεράνια, παρατήρησε ότι είχε λαχανιάσει παρόλο που περπατούσε αργά επίτηδες, να μην ιδρώσει. Η καρδιά της είχε δικό της τρεχαλητό. Όταν έφτασε στην πλατεία την υποδέχτηκαν εφτά αγκαλιές με χαρές και φιλιά. Πήραν παγωτό κι έκατσαν κάτω από το άγαλμα του Αφανούς Ναύτη.
«Ο Μανώλης δεν είναι εδώ;» ρώτησε η Αγάθη, διακόπτοντας τα γέλια και τα χάχανα.
«Δεν τα έμαθες; Ο Μανώλης μπάρκαρε την περασμένη βδομάδα» είπε ένα αγόρι. Η Αγάθη πέτρωσε. Το γνώριζε το πλάνο αυτό, το φοβόταν χρόνια. «Αλλά έφυγε μελωμένος χάρη στη Λόλα μας» συμπλήρωσε το αγόρι σκασμένο στα γέλια. Το ξανθό κορίτσι στη μέση της παρέας τον κοίταξε ειρωνικά.
«Την κάνεις να ντρέπεται, βλάκα. Μην τον ακούς, Αγάθη. Αρραβωνιαστικός μου θα είναι σε λίγο, να τον άφηνα να φύγει διψασμένος;» είπε και ξέσπασε σε γέλια κελαρυστά. Η λέξη «αρραβωνιαστικός» έκανε την Αγάθη να ζαρώσει. Έκανε να στερεώσει τα γυαλιά της για να κρύψει ένα προδοτικό δάκρυ, αλλά το χέρι της στάθηκε μετέωρο, θυμήθηκε, στο νησί δεν τα φορούσε ποτέ. Πόσο ανόητο, σκέφτηκε τώρα, να νομίζει ότι ένα κρυμμένο ζευγάρι γυαλιά θα ήταν αρκετό για να την κάνει πιο όμορφη από τη Λόλα. Τη Λόλα με τα μακριά κυματιστά μαλλιά, τα πράσινα μάτια, τα ακριβά φορέματα, που ζούσε μετά τον θάνατο των γονιών της με τους πλούσιους θείους της, που κανένας δεν της έλεγε τι να φορέσει και τι να κάνει, που τώρα κάπνιζε το τσιγάρο της χωρίς να φοβάται κανέναν και τίποτα.
«Για πού μπάρκαρε;» κατάφερε τελικά να ρωτήσει.
«Αμερική πρώτα, μετά βλέπουμε» αποκρίθηκε η Λόλα αδιάφορα, σαν να μιλούσε για έναν μακρινό γνωστό της. Τα χέρια της Αγάθης σφίχτηκαν τσαλακώνοντας το βαμβακερό ύφασμα. Οι ρίγες ενώθηκαν, μπερδεύτηκαν. Αμερική.
«Μου είπε να σου στείλω φιλιά, πολύ λυπήθηκε που δεν σε είδε να σε χαιρετήσει. Πήρε μαζί του και τον πίνακα που του χάρισες πέρυσι, για γούρι, έτσι είπε». Η Αγάθη δεν μίλησε. «Εγώ του έδωσα μια φωτογραφία με μαγιό για να κάνει ύπνο ταραγμένο όταν η θάλασσα είναι λάδι. Εσύ ποια λες να του φέρει μεγαλύτερη τύχη;» είπε η Λόλα, γέλασε θριαμβευτικά και τίναξε με χάρη το τσιγάρο στον αέρα.
Η καύτρα πέταξε και προσγειώθηκε στο φόρεμα της Αγάθης. Βουλιαγμένη την είδε να καίει το ύφασμα και να εξαφανίζεται. Ίσως η μητέρα της να είχε δίκιο. Το φόρεμα αυτό είχε παλιώσει πια.
σχόλια