Τι εξαίσια που είναι να δουλεύει κανείς τώρα με τις βροχές της Αίγινας. Τρελαίνουμαι από χαρά νοιώθοντας γερό το κεφάλι και το χέρι μου και δουλεύω με μια νηφάλια μέθη που μου δίνει ο δροσερός αυτός φθινοπωρινός θεός
[Νίκος Καζαντζάκης, 1927]
Με εντυπωσιάζει η φράση «πάει γυρεύοντας», για την οποία ξέρω τα πάντα.
[Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, 1957 – Όπως αυτολεξεί παρατίθεται στο έργο «Τάξη και Αναρχία» του Ευγένιου Αρανίτση]
Το μεγαλοφυές στην Αίγινα, και άκου καλά τι θα σου πω, είπε ο Μάνος Γιαννόπουλος στον Νίκο Βελή, τρυπώντας τη μαύρη ελιά με την ασημένια οδοντογλυφίδα, δώρο-φετίχ του τζέντλεμαν Ευτύχιου Μαραγκάκη προς τον αιωνίως και αενάως καταπιανόμενο με το να ρουφάει και να πιπιλάει τα δόντια του Άγγελο Διονυσόπουλο, δώρο όμως που κατέληξε μια νύχτα σπαρμένη μάγια στην κομβιοδόχη ενός σακακιού από εκλεκτό κασμίρι που φορούσε εκείνη τη σπαρμένη μάγια, αλλά και θάματα, νύχτα ο Μάνος Γιαννόπουλος, ο οποίος για λόγους που είναι μάλλον ανεπίτρεπτο να εξηγηθούν δεν φόρεσε το εν λόγω σακάκι ούτε λεπτό την επόμενη δεκαετία, με αποτέλεσμα η ασημένια οδοντογλυφίδα, ύστερα από δεκαετή ακούσια χρησικτησία, να γίνει νομίμως δική του – Το μεγαλοφυές, λέγω, δεν είναι τα μανάβικα-βάρκες, έκλαμψη ιδιοφυΐας το δίχως άλλο, ωστόσο όχι, δεν είναι αυτό το μεγαλοφυές στην Αίγινα, Νίκο, έλεγε ο Μάνος Γιαννόπουλος στον Νίκο Βελή, ο οποίος Νίκος Βελής νοερώς συνέδεε τις στραφταλιστές μυτίτσες του ενός αστεριού με αυτές του άλλου σ' εκείνο τον μεταμεσονύκτιο λικνιζόμενο ουρανό του έτους χίλια εννιακόσια ογδόντα επτά, και σχημάτιζε, με ένα δίκτυο αστερογραμμών και ένα πλέγμα, έναν κάναβο από ασημογάλαζα ουράνια νήματα, τη σαν ολόγραμμα εικόνα της μεγαλειώδους Μαίριλυν Μονρόε τη στιγμή που διαβάζει, καθισμένη θεσπέσια σε έναν γύρο παιδικής χαράς με μπλε και κόκκινους μεταλλικούς σωλήνες, τη δεμένη έκδοση του Ulysses – Άκου με, λοιπόν, να επιμένει ο Γιαννόπουλος, και να πασχίζει να τον ακούσει τώρα ο Βελής, και λέμε να πασχίζει διότι, όπως είπαμε, ο Βελής έβλεπε μάλλον Μαίριλυν παρά Μάνο εκείνη τη στιγμή, όχι, όχι τη στιγμή, επί ώρα πολλή, οφείλουμε να πούμε, ο Βελής έστρεφε το βλέμμα προς τα άνω και ζωγράφιζε στον ουρανό τη μία Μαίριλυν μετά την άλλη – Εγώ διατείνομαι, συνέχισε απτόητος ο Γιαννόπουλος, ότι το μεγαλοφυές στην Αίγινα είναι – Τα χταπόδια, όπως κρέμονται, σε πάνε πίσω χίλια χρόνια, χάνεσαι στον χρόνο, χώνεσαι σε αχαρτογράφητα εικοσιτετράωρα, χύνεσαι σε ωκεανούς (αρχίζει να παραληρεί εκστασιασμένος ο Βελής) – Ούζου! (καρατομεί εν τη γενέσει του το παραλήρημα του Βελή ο Γιαννόπουλος). Ωκεανούς ούζου, Βελή!
Την επόμενη (και κρίσιμη) ημέρα, στις δύο το μεσημέρι, οι Γιαννόπουλος και Βελής πίνουν το πρωινό τους ούζο στη σκιά μιας φιστικιάς. Η Αίγινα ανοίγεται στη διαύγεια. Το σπίτι του Μόραλη, φάρος ημέρας. Όσο κι αν πίνουν, δεν ξεχνούν. Η σοβαρότης δεσπόζει και διατηρεί την πρωτοκαθεδρία και είναι των λογισμών τους η Κυρά και τους μαλώνει όταν κάνουν ζαβολιές και η Αίγινα δεν είναι απλώς αναζητώντας τον χαμένο χρόνο και τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα και τετρακόσια χτυπήματα και κατσαριδάκι αγάπη μου και μάι-φάνυ-βαλεντάιν και ηλεκτρολεττρισμός και όλο-ούζο-ούζο-ούζο-το-βαρέθηκα-φέρτε-μου-ένα-ουισκάκι-που-το-ορέχτηκα, όχι, η Αίγινα είναι προσήλωσις, είναι έργο η Αίγινα, είναι το καθήκον τους, σκοπός και νόημα ζωής για την τρέχουσα δεκαετία, ήτοι για τη Δεκαετία του Ογδόντα, τόσο του Γιαννόπουλου όσο και του Βελή.
Ο Καζαντζάκης αποσύρεται και μονάζει εδώ ακριβώς, σε τούτο το άγιο και ποτισμένο με ούζο αιγινίτικο χώμα και πιάνει χαρτιά και στυλογράφο και γράφει ιδεοψυχαναγκαστικώς αλλά μεγαλοφυώς το Αρρωστούργημα. Τριάντα τρεις χιλιάδες τριακόσιοι τριάντα τρεις στίχοι, δεκαεπτασύλλαβοι, πλήρεις, μεστοί, ποτισμένοι με γλωσσοπλασιακό υπερηλεκτρολεττρισμό και καταβυθισμένοι άπαντες στους υποβρύχιους ουρανούς, έλεγεν το Άλλο Πνεύμα, ο Πεντζίκης. Το 1927, αυτό. Και τριάντα χρόνια μετά, το 1957, όπως ο λόγιος Γιαννόπουλος ανακαλύπτει, όλα συνδέονται, ο Τσε με τον Φιδέλ και τον Ραούλ αρχίζουνε το Αντάρτικο στη Σιέρα Μαέστρα και ο Αργεντινός Οδοντίατρος έχει στο σακίδιο πούρα, ρούμι, σουγιά, σταυρό, στυλογράφο, σημειωματάριο κι ένα φρέσκο αντίτυπο της Οδύσσειας στα αγγλικά που του είχε δωρίσει ο μεταφραστής, ο Κίμων Φράιερ, λίγο προτού εκδοθεί το μεγαλύτερο έπος του Λευκού Γένους από τους Simon & Schuster.
Σε πλεξιγκλάς, η «Αναπαράσταση των μαχών στα βουνά της Σιέρα Μαέστρα το 1957», το περιλάλητο έργο του Μιχάλη Χατζηγεωργίου, αποτελούμενο από ένα τεμαχισμένο coffee table, σκαλισμένο με κατσαβίδι ώστε να εικονιστούν οι οροσειρές, με κολλημένα επιμελώς πλαστικά στρατιωτάκια και χαραγμένη την αποσβολωτικά δυναμική ιαχή του Κομαντάντε «Θα κατέβουμε στην κοιλάδα, και μετά βλέπουμε!».
Ο Γιαννόπουλος και ο Βελής επιχειρούν επιτυχώς την ολοκλήρωση του ΠΠΠΠ (Πρώτου Παγκόσμιου Πανηλεκτρολεττριστικού Πονήματος), ήτοι την από καιρό μεθοδικά οργανωμένη 1) κατάκρυψη της καζαντζακικής Οδύσσειας και 2) εγκατάσταση της «Αναπαράστασης των Μαχών» στο σπίτι, το οποίο, εξήντα χρόνια πριν, είχε φιλοξενήσει τον Συγγραφέα της Οδύσσειας που τόσο καταλυτικά ενέπνευσε, τριάντα χρόνια μετά την εν λόγω φιλοξενία και τριάντα χρόνια πριν από την επιτυχή ολοκλήρωση του ΠΠΠΠ, τον Κομαντάντε.
Η μάχη της μνήμης ενάντια στη λήθη είναι πρώτιστο καθήκον μας, γράφουν στο Ημερολόγιό τους οι Γιαννόπουλος και Βελής. Ανά τριάντα χρόνια ερχόμαστε!
Θα ξανάρθουμε το 2017! Θα ξανάρθουμε!
Βγάλε άκρη!
σχόλια