ΕΔΩ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ τα θέματα της έκθεσης και γενικά τα φιλολογικά θέματα στις Πανελλαδικές γεννούν σαρκαστικές αντιδράσεις. Άλλοτε για την αντι-τεχνολογική τους εμμονή, άλλοτε για τον αδιόρθωτο διδακτισμό τους. Το γεγονός ότι πολλές ιδέες και θέματα έχουν από χρόνια γίνει στοκ για τα φροντιστήρια μεγαλώνει την αίσθηση μιας ματαιότητας ή έστω της αποτυχίας των θεμάτων να συνδεθούν με τη σύγχρονη πραγματικότητα και τις μαθητικές ευαισθησίες.
Φέτος, χρονιά σημαδεμένη από τη θλιβερή περιπέτεια του Covid-19, ο λόγος ήταν για το βιβλίο, την ανάγνωση, τη γραφή και την ποίηση. Τα ονόματα του ποιητή Τίτου Πατρίκιου, του δοκιμιογράφου Κώστα Τσιρόπουλου ή του μυθιστοριογράφου Θεόδωρου Γρηγοριάδη ακούγονται και σχολιάζονται από τη στιγμή που έγιναν γνωστά τα θέματα των εξετάσεων.
Κάποιοι –λίγοι όμως– έδειξαν να χαίρονται με αυτή την επιλογή. Πολλοί περισσότεροι φάνηκαν αμφίθυμοι ή και ενοχλημένοι. Είδαν κυρίως την απόσταση των θεμάτων αυτών από την εμπειρική αλήθεια των παιδιών. Και όλη αυτή η έμφαση στον πολιτισμό του βιβλίου και στην πιο «αριστοκρατική» του έκφραση –την ποίηση– θεωρήθηκε απόδειξη μιας υποκρισίας που έχει γίνει δεύτερη φύση του σχολικού συστήματος και των εξεταστικών του μηχανισμών.
Αναρωτιούνται, λοιπόν, τι σχέση έχει η ανάγνωση της λογοτεχνίας με τους πραγματικούς δεκαεπτάρηδες και τα σημερινά τους δωμάτια. Μήπως η μυθοπλαστική φαντασία των νεότερων περνάει από τα βίντεο του ΤikΤοk, τους στίχους του «Λόγω Τιμής» ή από τις δικές τους ολονυχτίες στο Netflix; Η κριτική τώρα δεν έβαλε στόχο την ηθικολογία των αυτονόητων συμπερασμάτων (η τεχνολογία αλλοτριώνει) αλλά το γεγονός ότι παιδιά που δεν έχουν στη ζωή τους τη λογοτεχνία υποχρεώνονται να απαντήσουν κάτι που βρίσκεται έξω από την ταυτότητά τους.
Όπως και αν το δούμε, ακόμα και για όσους ή όσες δεν συνηθίζουν το «άθλημα», η σημασία της ποίησης και των κόσμων που ξεκλειδώνει η ανάγνωση πηγαίνει πέρα από ένα στιγμιαίο «μου αρέσει» και το «δεν μου αρέσει». Έχει σχέση με την πνευματική σύσταση και τα συμβολικά περιεχόμενα του πολιτισμού στον οποίο βρεθήκαμε να ανήκουμε.
Υπάρχουν, φυσικά, και πιο εντοπισμένες και βάσιμες αντιρρήσεις. Για τη μέθοδο, για τα «υποερωτήματα» ή για τη δυσκολία να συμπυκνώσει ο μαθητής απάντηση σε τριακόσιες πενήντα λέξεις. Μια σοβαρή, επίσης, ένσταση για το γεγονός ότι ζητούνται απαντήσεις για μια προσωπική σχέση με την ποίηση, αλλά η Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων έχει στείλει υποδείξεις στα βαθμολογικά κέντρα, προκαθορίζοντας κατά κάποιον τρόπο τις ενδεδειγμένες απαντήσεις.
Όμως αυτό που προσάπτουν στα θέματα για την ανάγνωση και την ποίηση είναι, για άλλη μια φορά, ότι αναπαράγουν έναν κόσμο που δεν «συνομιλεί με το σήμερα». Τα παιδιά δεν διαβάζουν ή η συντριπτική πλειονότητα σταματάει το όποιο παιδικό/ εφηβικό διάβασμα από τη στιγμή που βρίσκει άλλες πηγές μυθοπλαστικής σαγήνης, απόδρασης και αναψυχής.
Είναι όμως έτσι; Πρέπει να δεχτούμε μοιρολατρικά ότι η πνευματικότητα της λογοτεχνίας είναι μια νεκρή ύλη του παρελθόντος; Ότι μαζί με την όπερα, τις συζητήσεις για τον Μεσοπόλεμο ή για τη δεκαετία του '60, μαζί με τα μυθιστορήματα του Κούντερα ή τα διηγήματα του Χιόνη, πρέπει όλα αυτά τα νοήματα να βγουν από το κάδρο των εκπαιδευτικών θεμάτων; Ως αναφορές που δεν συντονίζονται με τον δεκαεφτάχρονο του 2020, τις δικές του παραστάσεις και τον δικό του τρόπο να περνάει τον «ελεύθερο χρόνο» του;
Μπορεί όμως ο σκοπός της λογοτεχνίας να μην πρέπει να απαντά στις «ανάγκες» μας έτσι όπως αυτές σχηματίζονται συγκυριακά. Και όταν εμείς δίναμε εξετάσεις στις αρχές της δεκαετίας του '80, πάλι η σχέση της ποίησης με τις ζωές μας δεν ήταν καθόλου φυσική και αυτονόητη. Ακόμα και αν κάνουμε την αυθαίρετη υπόθεση ότι οι αναγνώσεις εξωσχολικών κειμένων αφορούσαν κάποτε περισσότερους και περισσότερες, πάλι για μικρά σύνολα και κύκλους μιλούμε. Δεν υπήρξε ποτέ μια χρυσή λογοτεχνική νεότητα που ήρθε κατόπιν ο άσπλαχνος ηδονισμός της «πλαστικής ευημερίας» ή αργότερα τα ινσταγκραμικά πάθη για να την καταπλακώσουν και να την εξοντώσουν.
Ο αναγνώστης, και μάλιστα ο αναγνώστης ποίησης, ήταν ζητούμενος και ποτέ δεδομένος. Η ίδια η εμπειρία της ανάγνωσης λογοτεχνίας είναι κάτι που μεταβιβάζεται, ξαφνιάζοντας συχνά όποιον ή όποια ανακαλύπτει, εάν ανακαλύπτει, αυτή την ιδιαίτερη σχέση με άλλους κόσμους και ιστορίες. Λένε πολλοί: μα γιατί η ποίηση και όχι λ.χ. ο αθλητισμός, η πολιτική οικονομία ή το σινεμά; Όμως το ζήτημα δεν είναι ένας χωρίς νόημα ανταγωνισμός ανάμεσα σε αντικείμενα, ενδιαφέροντα και πάθη.
Μπορούμε να αποφασίσουμε αν θέλουμε η λογοτεχνία ως μέλημα να ατονήσει και να πάψει να ενδιαφέρει τελείως ή αν, αντιθέτως, χρειάζεται και στους νεότερους και σε αυτούς που θα έλθουν μετά από εμάς. Νομίζω ότι μια απάντηση αδιάφορη ή αρνητική δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Όχι γιατί περιμένουμε από την ανάγνωση της λογοτεχνίας ή τη σχέση με την ποίηση να λύσουν άλλα, βαθιά ζητήματα, π.χ. το θέμα της πολιτικής συνείδησης ή της ηθικής αφύπνισης για διάφορες αδικίες.
Απλώς, όπως και αν το δούμε, ακόμα και για όσους ή όσες δεν συνηθίζουν το «άθλημα», η σημασία της ποίησης και των κόσμων που ξεκλειδώνει η ανάγνωση πηγαίνει πέρα από ένα στιγμιαίο «μου αρέσει» και το «δεν μου αρέσει». Έχει σχέση με την πνευματική σύσταση και τα συμβολικά περιεχόμενα του πολιτισμού στον οποίο βρεθήκαμε να ανήκουμε.
Αν και μια εξεταστική διαδικασία είναι ίσως η πιο άβολη στιγμή για να μετρηθεί η σχέση του μαθητή με τη λογοτεχνία, πιστεύω πως καλώς «έπεσε» το συγκεκριμένο θέμα. Ως υπενθύμιση ενός κόσμου που περιμένει να τον ανακαλύψουν καινούργιοι αναγνώστες, να μην ξεχαστεί ως εκλεκτική αναφορά κάποιων boomers, να μην παραμεριστεί επειδή δεν αποτελεί μαζική συνήθεια των λυκειόπαιδων της εποχής.
Η Ελλάδα έχει πολλά κενά και πλείστες κρατικές αμαρτίες σε σχέση με τον πολιτισμό του βιβλίου. Ένα ορισμένο στυλιζαρισμένο εγκώμιο της λογοτεχνίας όντως πάσχει από ρητορικό διδακτισμό και υποκριτικό στόμφο. Ένας λόγος παραπάνω, όμως, για να επιμένουμε στη σημασία των γραμμάτων για τη δημιουργική φαντασία και την εκλέπτυνση της ζωής, πέρα από τα παιχνίδια της μόδας και τα εφηβικά κολλήματα της κάθε εποχής.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια