Όταν τους βλέπεις, νιώθεις ξανά παιδί. Φοράς κοντό παντελόνι, σκουπίζεις τα ματωμένα γόνατα και ονειρεύεσαι ξανά τα πρότυπα του μπάσκετ που εμφανίζονταν μπροστά σου πριν κοιμηθείς. Γι' αυτούς, όμως, η αίσθηση δεν έφυγε ποτέ. Μόλις πέσει ο ήλιος καταφθάνουν, πιστοί στους άγραφους νόμους και τα ασαφή ωράρια του παιχνιδιού.
Σε ένα γηπεδάκι της Νέας Ιωνίας, δίπλα στην Ευαγγελίστρια, μια παρέα διαφορετικών ηλικιών στήνει εδώ και χρόνια τα δικά της ματσάκια. Μια μπάλα μπάσκετ –με ή χωρίς «καρούμπαλο»‒, ένα ζευγάρι παπούτσια κι ένα μπουκάλι νερό για να σβήσουν τη δίψα τους από την κάψα του καλοκαιριού αρκούν. Όλα τα άλλα έρχονται με το πρώτο σουτ και κρατούν μέχρι τη στιγμή που, κουρασμένοι πια, θα δουν τους προβολείς του γηπέδου να ανάβουν.
«Μαζευόμαστε σχεδόν κάθε μέρα κατά τις επτά, πριν αρχίσει να πέφτει ο ήλιος» λέει ο Χρήστος, από τους μεγαλύτερους της παρέας. Γι' αυτόν το μπάσκετ στη γειτονιά είναι ένας τρόπος για να ξεφύγει από τα πάντα.
«Όσο και να παίξεις, εκείνη τη στιγμή είσαι σε μια πνευματική φούσκα, ξεχνάς ό,τι σε απασχολεί. Αν έχεις γυρίσει λίγο πριν από τη δουλειά και έρθεις εδώ, απομονώνεσαι από τα προβλήματα της ημέρας γιατί συναντάς άλλους ανθρώπους, παιδιά από άλλους κοινωνικούς και επαγγελματικούς χώρους. Τους γνωρίζεις, μπορεί να μιλήσεις και μία ώρα μαζί τους για να παίξεις ένα μονάκι και σου φαίνονται πολύ ενδιαφέροντες. Στην πραγματικότητα, έρχεστε κοντά. Nιώθεις ότι έχεις ανακαλύψει πράγματα γι' αυτούς, σου έχουν ανοιχτεί. Μπορεί να μην τους ξαναδείς ποτέ, αλλά τους θυμάσαι».
Ο κορωνοϊός θα έχει σοβαρές επιπτώσεις. Ήδη φοβόμαστε να αγγίξουμε ο ένας τον άλλον, να είμαστε κοντά ο ένας στον άλλον. Για μένα αυτό δεν πρέπει να σταματήσει. Δεν λέω να μην προσέχουμε αλλά να παραμείνουμε άνθρωποι, να μείνουμε κοντά, να συμπονούμε ο ένας τον άλλον.
Όσο ο Χρήστος μιλάει, οι υπόλοιποι συνεχίζουν το παιχνίδι. Στα γήπεδα της γειτονιάς οι κανόνες είναι από ποικίλοι έως ανύπαρκτοι: η γραμμή που κανείς δεν ξέρει αν πατήθηκε, τα χέρια που θα πέσουν πάνω σ' εκείνον που πηδάει για το lay-up, το «μπει-μπει» ή «μπει-δεν-μπει» και τα βήματα, το μέτρημα των οποίων συχνά χάνεται μέσα στο πλήθος.
«Έρχεσαι πολύ κοντά με τον αντίπαλό σου. Οι άμυνες που κάνεις, τα τσαρτσαρίσματα, οι ώμοι που ακουμπάς με τον άλλον. Εκείνη τη στιγμή βγαίνεις από το σώμα σου και έρχεσαι σε επαφή με ένα άλλο σώμα, που σε ζωντανεύει στιγμιαία. Παράλληλα, μιλάς με τον άλλον. Αυτό το "trash talking", που λένε στο NBA, συμβαίνει και σε αυτά τα γήπεδα. Είναι κι αυτή μια μορφή κοινωνικοποίησης. Μιλάς με τον άλλον, του λες διάφορα για να τον τσιτώσεις, για να ευχαριστηθείς κι εσύ, για να ντοπαριστείς».
Ο Γιώργος, που παίρνει θέση δίπλα μου, είναι από τους πιο μικρούς της παρέας. Παρ' όλα αυτά, μετράει δέκα χρόνια σε αυτό το γήπεδο. Από τα δώδεκά του, όταν πιτσιρικάς έριχνε τα πρώτα του σουτ, μέχρι σήμερα, έχει κάνει χιλιόμετρα ανάμεσα στις δύο μπασκέτες.
«Από δω έχουν περάσει παρέες και παρέες. Έχουν γνωριστεί πάρα πολλά άτομα, έχουν δημιουργηθεί φιλίες αλλά και έχθρες» λέει και γελάει. «Ο σκοπός, όμως, είναι να περάσουμε όλοι καλά και να πάμε μετά μαζί για ένα αναψυκτικό, ένα σάντουιτς, ένα "βρόμικο", να ανταλλάξουμε στοιχεία, να βρισκόμαστε και να μην το βλέπουμε ανταγωνιστικά».
«Το μπάσκετ για μένα είναι έκφραση. Εκφράζεσαι μόνο και μόνο που έχεις την μπάλα στα χέρια σου ‒ όταν την πετάς και μπαίνει, είναι σαν να πετυχαίνεις έναν στόχο. Είναι μια διέξοδος από τα προβλήματά σου. Αν είσαι σπίτι και έχεις πολλές άσχημες σκέψεις, είναι εκεί για σένα. Αν μένεις και κοντά, κατεβαίνεις, μπαίνεις στο γήπεδο, βρίσκεις τους φίλους σου, τα ξεχνάς όλα. Είναι ένας εύκολος και οικονομικός τρόπος για να αθληθείς. Δεν χρειάζεσαι τίποτα, ένα ζευγάρι παλιοπάπουτσα, όρεξη, μια μπάλα και φίλους.
Όταν μπαίνεις στο γήπεδο, χάνεις κάπως την υπόστασή σου, την απαρνείσαι. Μπαίνεις σε έναν άλλο ρόλο, γίνεσαι ένας μπασκετμπολίστας που ξεδιπλώνεται. Γίνεσαι πάλι παιδί, ένας νέος που έχει όνειρα να παίξει στο NBA. Έχεις πολλά να αποδείξεις, και στον εαυτό σου και στους υπόλοιπους. Μπαίνεις σε αυτόν τον χαρακτήρα και εγώ, προσωπικά, εδώ και δέκα χρόνια δεν έχω βγει ποτέ. Πιστεύω ότι μέχρι τα γεράματά μου θα συνεχίσω να έρχομαι και να παίζω με το ίδιο πάθος, σαν να πρόκειται να γίνω draft».
Μέσα σε αυτήν τη δεκαετία ο Γιώργος μπορεί να ξεχωρίσει τις περιόδους που όλο και περισσότεροι νέοι άρχισαν να ασχολούνται με το άθλημα. Όπως μου είπε, ο Αντετοκούνμπο, το παιδί από τα Σεπόλια που πλέον έχει γίνει άντρας, ήταν εκείνος που έκανε τον Έλληνα να πιάσει ξανά την μπάλα του μπάσκετ.
«Όπως η γενιά του '87 με το Ευρωπαϊκό ξύπνησε παιδιά όπως ο Διαμαντίδης, ο Παπαλουκάς, ο Σπανούλης και όλοι οι υπόλοιποι, έτσι και ο Γιάννης έχει ξυπνήσει μια νέα γενιά, όλα τα παιδιά που βλέπεις εδώ, στη γειτονιά, όπου υπάρχει τεράστιο ταλέντο. Υπάρχουν παιδιά σε όλα τα γηπεδάκια της Ελλάδας που πιστεύω ότι πρόκειται να πρωταγωνιστήσουν. Σε μερικά χρόνια από τώρα θα κάνουμε μια τεράστια πορεία».
«Υπάρχουν αρκετά γήπεδα στις γειτονιές;» τον ρωτάω και αμέσως γνέφει αρνητικά.
«Η απάντηση από μένα είναι ένα μεγάλο "όχι". Όπως βλέπεις, εδώ το γήπεδο είναι σε καλή κατάσταση, γιατί ο δήμος μας, μέχρι και πέρσι, μπορώ να πω ότι φρόντιζε πολύ τα γήπεδα. Σε πολλούς δήμους, όμως, το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι τα γήπεδα είναι σε κακή κατάσταση, δηλαδή δεν έχουν τον απαραίτητο εξοπλισμό, μπασκέτα, στεφάνι, δίχτυ και ακατάλληλο παρκέ, αλλά ότι δεν υπάρχουν καν γήπεδα και χώροι για δωρεάν άθληση».
«Αυτό που αναμφίβολα επηρέασε τη συνήθειά μας είναι ο κορωνοϊός. Εγώ, επειδή μένω πολύ κοντά, έχω άμεση πρόσβαση. Θυμάμαι ένα σκηνικό, έναν πατέρα που είχε έρθει με τον γιο του: εκείνος έμεινε στο αυτοκίνητο και άφησε το παιδί να ρίξει μερικά σουτ ‒ γιατί μέσα στο σπίτι είχε απαυδήσει. Αλλά δεν γινόταν πανικός, δεν παίζαμε μονά. Όποτε έρχονταν πάνω από δυο-τρία άτομα μοιραζόμασταν, δεν παίρναμε μία μπασκέτα, σκορπιζόμασταν. Ήταν μια διέξοδος στα όρια του επιτρεπτού».
«Νιώθω ότι έχουμε αποξενωθεί λίγο. Ο κορωνοϊός θα έχει σοβαρές επιπτώσεις. Ήδη φοβόμαστε να αγγίξουμε ο ένας τον άλλον, να είμαστε κοντά ο ένας στον άλλον. Για μένα αυτό δεν πρέπει να σταματήσει. Δεν λέω να μην προσέχουμε αλλά να παραμείνουμε άνθρωποι, να μείνουμε κοντά, να συμπονούμε ο ένας τον άλλον. Περάσαμε εποχές μέσα σε αυτά τα δέκα χρόνια ‒γιατί είμαι παιδί της κρίσης‒ που έδειξαν ότι είναι καλό κι εμείς, που αγαπάμε το άθλημα, να υποστηριζόμαστε παρά να δημιουργούμε αντιζηλίες για το τίποτα. Πρέπει να είμαστε μια γροθιά και αυτό για μένα είναι το πιο σημαντικό».