Η ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ βυζαντινού χριστιανικού ναού της Αγίας Σοφίας σε ισλαμικό τέμενος, από μουσείο που ήταν τα τελευταία πολλά χρόνια, εκθέτει στη δημόσια κοινή γνώμη ακόμα περισσότερο τον Τούρκο Πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν, καθώς αποκαλύπτει τη μισαλλοδοξία του, την έλλειψη κάθε σεβασμού προς τον δυτικό πολιτισμό και το πώς αντιλαμβάνεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ελευθερίες. Η κατάσταση στις τουρκικές φυλακές, βέβαια, όπου βρίσκονται χιλιάδες ακτιβιστές, πολιτικοί αντίπαλοι, δημοσιογράφοι, δικηγόροι, Κούρδοι και αγωνιστές, αποδεικνύει το ίδιο πράγμα, αλλά, λόγω του ότι ο ίδιος ελέγχει σχεδόν ολοκληρωτικά τα ΜΜΕ, αυτή η εικόνα δεν βγαίνει ιδιαιτέρως προς τα έξω.
Αντιθέτως, η βεβήλωση ενός παγκόσμιου ιστορικού και πολιτιστικού συμβόλου της χριστιανικής Δύσης τον εκθέτει στη δημόσια κοινή γνώμη και αναδεικνύει την ολοένα και μεγαλύτερη ταύτισή του με τους φανατικούς ισλαμιστές.
Αυτή είναι η δεύτερη φορά φέτος που πέφτει η μάσκα του Ταγίπ Ερντογάν, κάνοντας ακόμα πιο δύσκολη υπόθεση τη συμμαχία μαζί του για τις δυτικές-χριστιανικές ηγεσίες που τον υπερασπίζονται, από τον Ντόναλντ Τραμπ μέχρι την Άνγκελα Μέρκελ, για τους δικούς του λόγους ο καθένας. (Να θυμηθούμε ότι ο Τραμπ φωτογραφιζόταν πριν από λίγο καιρό με το Ευαγγέλιο και ότι η Μέρκελ ηγείται των Χριστιανοδημοκρατών, που πηγαίνουν για εκκλησιασμό κάθε φορά που έχουν συνέδριο.)
Ο Ταγίπ Ερντογάν έχει αποχαιρετήσει προ πολλού το προφίλ του μετριοπαθούς ισλαμιστή ηγέτη που καλλιεργούσε στην αρχή της πολιτικής του καριέρας, κερδίζοντας τη συμπάθεια των δυτικών πολιτικών ηγεσιών, ακόμα και στην Ελλάδα, όπου είχε εκδηλωθεί και με διάφορα cult events, όπως η περιβόητη κουμπαριά με τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή.
Η προηγούμενη φορά που εξετέθη και αποκαλύφθηκε στην κοινή γνώμη ήταν στο φιάσκο (για εκείνον) του Έβρου, όταν πριν από μερικούς μήνες εργαλειοποίησε δυστυχισμένους πρόσφυγες και μετανάστες σε μια επιχείρηση που οργάνωσε με την τουρκική στρατοχωροφυλακή, την ΜΙΤ και την ακροδεξιά εθνικιστική οργάνωση των Γκρίζων Λύκων, προκειμένου να ρίξει τα ελληνικά-ευρωπαϊκά σύνορα και να εκβιάσει τους Ευρωπαίους. Προφανής είναι και η παραβίαση του εμπάργκο όπλων στη Λιβύη από την Τουρκία, αλλά η διεθνής κοινότητα εδώ κάνει τα στραβά μάτια και περιορίζεται σε ψιθυριστές παρακλήσεις να μην προκαλεί.
Ο Ταγίπ Ερντογάν έχει αποχαιρετήσει προ πολλού το προφίλ του μετριοπαθούς ισλαμιστή ηγέτη που καλλιεργούσε στην αρχή της πολιτικής του καριέρας, κερδίζοντας τη συμπάθεια των δυτικών πολιτικών ηγεσιών, ακόμα και στην Ελλάδα, όπου είχε εκδηλωθεί και με διάφορα cult events, όπως η περιβόητη κουμπαριά με τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή. Το τελευταίο διάστημα καθιστά όλο και πιο σαφές ότι βλέπει τον εαυτό του ως επίδοξο αρχηγό όλων των ισλαμιστών, και όσο απομακρύνεται από τη Δύση, τόσο περισσότερο προσεγγίζει το ακραίο Ισλάμ.
Ήδη στην Τουρκία συνεργάζεται με τους φανατικούς εθνικιστές-ισλαμιστές Γκρίζους Λύκους, στη Συρία στηρίζει και χρησιμοποιεί τους τζιχαντιστές, κάποιους από τους οποίους στέλνει τώρα ως μισθοφόρους στη Λιβύη για να στηρίξει τον εκλεκτό του Αλ Σαράτζ, με τον οποίον υπέγραψε το παράνομο Τουρκολιβυκό Σύμφωνο που θίγει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ερντογάν, από μετριοπαθής ισλαμιστής, έχει εξελιχθεί σε έναν ακραία αυταρχικό και μισαλλόδοξο ηγέτη, σε έναν διεθνή ταραξία που δεν σέβεται ούτε τα ανθρώπινα δικαιώματα, ούτε τις μειονότητες, ούτε τα μνημεία πολιτισμού, ούτε την εθνική κυριαρχία των γειτονικών κρατών κ.λπ.
Η Αγία Σοφία, η οποία είναι ενταγμένη στον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, φυσικά δεν είναι ελληνική, ούτε η Ελλάδα είναι ο μοναδικός κληρονόμος της, όπως διατείνονται επαγγελματίες και συγκυριακοί «υπερπατριώτες». Η Αγία Σοφία, γνωστή και ως Αγια-Σοφιά ή Ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας, μέχρι την Άλωση, το 1453, ήταν χριστιανικός ναός του Βυζαντίου (όχι της Ελλάδας) και για μικρό διάστημα λειτούργησε και ως ρωμαιοκαθολικός ναός. Γι' αυτό η τόσο έντονη αντίδραση εκ μέρους Ιταλών πολιτικών και καθολικών, από τον Σαλβίνι μέχρι τον Πάπα, για τη μετατροπή της σε τέμενος.
Παρά τη διεθνή κατακραυγή, πάντως, οι αντιδράσεις της Ε.Ε., των ΗΠΑ και της Ρωσίας ήταν και παραμένουν χλιαρές. Η Γερμανία, που δίνει τον τόνο στην Ε.Ε., έσπευσε να το περιορίσει ως πολιτιστικό και όχι πολιτικό ζήτημα. Ο εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης επιχείρησε εξαρχής να υποβαθμίσει πολιτικά το θέμα, υποστηρίζοντας ότι αφορά τα Μνημεία της Παγκόσμιας Κληρονομιάς και δεν είναι ζήτημα διαμάχης μεταξύ κρατών, αποσυνδέοντάς το εντελώς από τις πολιτικές σχέσεις Ε.Ε. - Τουρκίας. Βεβαίως, εκτός από την Ελλάδα, έντονα αντέδρασε και η Γαλλία, ενώ σημαντική ήταν και η αντίδραση της Αυστρίας και αρκετών άλλων ευρωπαϊκών χωρών (Λουξεμβούργο, Εσθονία, Σλοβακία και Σουηδία), που δεν συντάχθηκαν με τη γερμανική γραμμή.
Ήταν έκπληξη όλο αυτό και τόσο ξαφνική η μεταστροφή του Ερντογάν που ικανοποίησε ένα βασικό αίτημα εθνικιστών και ακραίων ισλαμιστών; Τα γεγονότα λένε πως όχι, δεν ήταν. Στην ουσία, το είχε προαναγγείλει αρκετά χρόνια νωρίτερα.
Πριν από τέσσερα χρόνια τοποθετήθηκε ιμάμης στην Αγία Σοφία. Έναν χρόνο μετά, ήταν ο ίδιος ο Ερντογάν που διάβασε μια προσευχή εντός του ναού, όπως έγινε και πέρσι, στους εορτασμούς για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, που για κάποιους έχει κι έναν συμβολισμό αλώσεως της Δύσης. Λογικά, οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Εξωτερικών που παρακολουθούν τα θέματα της Τουρκίας θα έπρεπε να το περιμένουν και να το γνωρίζουν από καιρό. Και παρότι στο συγκεκριμένο θέμα δεν υπήρχαν και πολλά περιθώρια αντίδρασης, φαίνεται ότι το υπουργείο Εξωτερικών πιάστηκε για άλλη μια φορά στον ύπνο μετά το Τουρκολιβυκό Σύμφωνο, που είναι πολύ πιο κρίσιμο για τα εθνικά θέματα.
Αυτός είναι άλλωστε και ο μεγάλος φόβος της Ελλάδας, καθώς αναμένεται το επόμενο βήμα του Ερντογάν. Έχει προειδοποιήσει προ πολλού και δεν σταματά να επαναλαμβάνει ότι σε λίγο καιρό θα προχωρήσει σε γεωτρήσεις στις θαλάσσιες περιοχές που ορίζει με το Τουρκολιβυκό Σύμφωνο. Αυτό είναι και το θέμα στο οποίο ξοδεύουν κυρίως το διπλωματικό τους κεφάλαιο αυτή την περίοδο στο υπουργείο Εξωτερικών, καθώς σε περίπτωση που η Τουρκία κάνει πράξη τις απειλές της θα υπάρξει καθαρή παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, υποχρεώνοντάς τη να απαντήσει, όπως ορίζουν το Σύνταγμα και οι νόμοι.
Ο πρωθυπουργός πιέζει τη Γερμανία και την Ε.Ε. (θα το θέσει και στη Σύνοδο Κορυφής) να κόψουν τη φόρα στον Ερντογάν εγκαίρως, αλλά η Γερμανία διστάζει, όπως και η Ισπανία και η Ιταλία. Θα ρισκάρουν το ενδεχόμενο ενός θερμού επεισοδίου ή μιας σύγκρουσης; Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η Γερμανία δεν το επιθυμεί καθόλου, καθώς, πέρα απ' όλα τα άλλα, θα αναδειχτεί και η βασική αδυναμία της Ευρώπης. Γιατί αν παραβιαστούν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, θα έχουν παραβιαστεί κατά κάποιον τρόπο και αυτά της Ε.Ε. Όσο κι αν επιθυμεί να διατηρήσει χαμηλούς τόνους σε αυτό το θέμα το Μέγαρο Μαξίμου, δεν θα είναι εύκολο να τα καταφέρει. Ήδη αναγνωρίζει ότι ο διάλογος που έγινε απόπειρα να ανοίξει μεταξύ του Έλληνα πρωθυπουργού και του Τούρκου Προέδρου καθίσταται πολύ δύσκολος μετά τον «εξισλαμισμό» της Αγίας Σοφίας.
Η Ελλάδα, απευθυνόμενη στους εταίρους της στην Ε.Ε., αναφέρεται στο άρθρο 42 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης, το οποίο προβλέπει ότι αν κάποιο κράτος-μέλος δεχτεί επίθεση, τα άλλα κράτη-μέλη οφείλουν να του παράσχουν βοήθεια με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους. Εν προκειμένω, αν η Τουρκία στείλει ερευνητικό σκάφος να κάνει γεώτρηση στην περιοχή μεταξύ Κρήτης και Καστελόριζου στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, παραβιάζοντας τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, τότε η Ελλάδα δικαιούται να ζητήσει τη συνδρομή των Ευρωπαίων εταίρων.
Η καγκελάριος Μέρκελ, που δεν θέλει αυτή την εξέλιξη, προσπαθεί να κατευνάσει τον Ταγίπ Ερντογάν, κάτι που γίνεται όλο και πιο δύσκολο. Ο Ερντογάν δέχεται να κάνει πίσω σε όσα έχει εξαγγείλλει μόνο εάν η Ελλάδα καθίσει να συζητήσει πώς θα μοιραστεί μαζί του το Αιγαίο. Κάποιοι πολιτικοί απ' όλα τα κόμματα έκαναν μια προσπάθεια, πριν από τα γεγονότα στα ελληνοτουρκικά σύνορα του Έβρου, να τα βρουν οι δύο χώρες. Μετά τον Έβρο, όμως, οι πρωτοβουλίες αυτές εγκαταλείφθηκαν, καθώς θα είχαν σημαντικό πολιτικό κόστος.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η ελληνική κοινή γνώμη δεν θέλει υποχωρητική στάση στα ελληνοτουρκικά. Οπότε, και να το σκεφτόταν η ελληνική πολιτική ηγεσία αυτό, θα πρέπει μάλλον να το ξεχάσει, εκτός αν είναι διατεθειμένη να χρεωθεί το πολιτικό κόστος, πράγμα που δεν μπορεί να αποκλειστεί εκ των προτέρων.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.