«Οξύ πνευμονικό οίδημα» ήταν το πόρισμα της ιατροδικαστικής εξέτασης για τον 26χρονο ακτιβιστή Βασίλη Μάγγο που βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του σπιτιού του στον Βόλο, έναν μήνα σχεδόν από τον άγριο και αναίτιο ξυλοδαρμό του από αστυνομικούς στη διάρκεια συγκέντρωσης συμπαράστασης έξω από το δικαστικό μέγαρο της πόλης σε συλληφθέντες που διαμαρτύρονταν για την καύση σκουπιδιών από το εργοστάσιο της Lafarge (14/6). Κάτι που συμβαίνει με τις ευλογίες του Δημάρχου Αχιλλέα Μπέου.
Ο Βασίλης Μάγγος που κηδεύτηκε χθες στη γενέτειρά του κακοποιήθηκε και βασανίστηκε ακόμα και μετά τη σύλληψή του, για να αφεθεί τελικά ελεύθερος με επτά σπασμένα πλευρά, τραυματισμένο συκώτι και τραυματισμένη χολή, δίχως καν να τον πάνε σε κάποιο νοσοκομείο, όπως προκύπτει από καταγγελίες του ίδιου, της οικογένειας και συντρόφων του.
Με το συμπέρασμα αυτό –που έσπευσε να προκαταβάλει το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη με μια απαράδεκτου ύφους και ήθους για δημόσια αρχή ανακοίνωση– συμφώνησε και ο πραγματογνώμονας που όρισε η οικογένεια, με την τοξικολογική εξέταση να είναι ακόμα υπό αναμονή και με τα ερωτήματα να παραμένουν, δεδομένου ότι η γνωμάτευση αυτή από μόνη της έτσι «σκέτη» δεν σημαίνει τίποτα ή μπορεί να σημαίνει πολλά.
Έναν χρόνο τώρα γινόμαστε μάρτυρες μιας διαρκούς και συστηματικής εκτράχυνσης της κρατικής καταστολής, και μάλιστα δίχως να υπάρχει καν κάποιο μαζικό μαχητικό κίνημα που να τη «δικαιολογεί». «Κερασάκι» στην τούρτα, το πρόσφατο νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις που έχουν καταγγείλει ως αντισυνταγματικό πλήθος οργανώσεων και φορέων.
Δεν σκοπεύω βέβαια εδώ να αμφισβητήσω το ιατροδικαστικό πόρισμα, δεν έχω τις γνώσεις ούτε και την αρμοδιότητα. Αυτό όμως που είναι ηλίου φαεινότερο είναι ότι η αστυνομική βία και η καταστολή έχουν πανθομολογουμένως ξεφύγει άσχημα αφότου ανέλαβε η παρούσα κυβέρνηση και αλίμονο αν χρειαστεί να περιμένουμε τον πρώτο «αποδεδειγμένο» νεκρό για να της βάλουμε χέρι.
Δεν είναι δυνατόν μια δημόσια υπηρεσία μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, την οποία κιόλας πληρώνουμε (για την ακρίβεια τη χρυσοπληρώνουμε, με το κόστος του νέου εξοπλισμού για τα ΜΑΤ και μόνο να ανέρχεται στα 20 εκ. €) εμείς οι πολίτες από την τσέπη μας, να συμπεριφέρεται σαν ένστολη συμμορία παρακρατικών, να λειτουργεί «ρεβανσιστικά» και ανεξέλεγκτα, ειδικά σε μια εποχή που ο ρόλος και ο τρόπος λειτουργίας της αστυνομίας αμφισβητείται διεθνώς, με πρώτες τις ΗΠΑ. Δεν είναι δυνατό να πιστεύουν εκεί στην ΕΛΑΣ ότι είναι κάτι παραπάνω από δημόσιοι υπάλληλοι και άρα υπόλογοί μας.
Δεν είναι, επίσης, δυνατό ούτε και ανεκτό να βγάζει η Κατεχάκη ανακοίνωση για ένα τόσο σοβαρό συμβάν που να προκαταλαμβάνει(!) την ιατροδικαστική έκθεση, που να καθυβρίζει ως «άθλιους, ψεύτες, ανεύθυνους και αδίστακτους» όσους τόλμησαν να αναδείξουν την υπόθεση (η οποία ήταν τόσο σοβαρή ώστε επόμενο ήταν να παίξει σε πολύ περισσότερα μέσα από όσα «εκφράζουν ή πρόσκεινται στον ΣΥΡΙΖΑ και τον αντιεξουσιαστικό χώρο», εννοείται και σε φιλοκυβερνητικά), που να θυμίζει περισσότερο μπροσούρα ακροδεξιάς φοιτητικής οργάνωσης παρά υπουργικό έγγραφο, που να μην αρθρώνει ούτε μια λέξη για την καταγγελία του θύματος για αστυνομική βία που η ίδια αναφέρει και την οποία πιστοποιεί, πέραν πάσης αμφιβολίας, βίντεο που κυκλοφορεί στο YouTube.
Τι βλέπουμε σε αυτό; Έναν άοπλο, απροστάτευτο νέο άνθρωπο που δεν έχει προκαλέσει το παραμικρό να δέχεται την αφιονισμένη επίθεση μιας «αγέλης» πάνοπλων αστυνομικών που τον λιανίζουν. Που θα έπρεπε να είχαν τεθεί ήδη σε διαθεσιμότητα και μόνο εξαιτίας αυτής της εικόνας. Η οποία κιόλας, όπως καταγγέλλεται, ήταν μόνο η αρχή – και όσοι κατέχουν από αστυνομική βία, ξέρουν πολύ καλά ότι το χειρότερο ξύλο δεν το τρως από τα ΜΑΤ αλλά από τους ασφαλίτες που θα σε περιλάβουν στη συνέχεια εφόσον συλληφθείς και μέχρι να φτάσεις στον ανακριτή (χώρια οι ρατσιστικές, σεξιστικές κ.λπ. προσβολές και τα «γυμνάσια»).
Τι κι αν τους έλεγε, σαν άλλος Τζορτζ Φλόιντ, ότι δεν μπορεί να αναπνεύσει από τον πόνο; Χειρότερα τους ερέθιζε. Ακόμα όμως κι αν δεχθούμε ότι ο Βασίλης «έφταιγε» για κάτι, ποιο άραγε αδίκημα νομιμοποιεί το σακάτεμα του παραβάτη; Και ποιος ακριβώς νόμος δίνει το ακαταλόγιστο στην αστυνομία; Μαθαίνω ότι σήμερα τελικά εδέησε, έστω μετά θάνατον, να διεξαγάγει «έρευνα» για το συμβάν η ηγεσία της ΕΛΑΣ. Αλλά αλίμονο αν χρειαζόμαστε κάθε φορά έναν θάνατο για να λειτουργήσουν οι θεσμοί ως οφείλουν.
Έναν χρόνο τώρα γινόμαστε μάρτυρες μιας διαρκούς και συστηματικής εκτράχυνσης της κρατικής καταστολής, και μάλιστα δίχως να υπάρχει καν κάποιο μαζικό μαχητικό κίνημα που να τη «δικαιολογεί». «Κερασάκι» στην τούρτα, το πρόσφατο νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις που έχουν καταγγείλει ως αντισυνταγματικό πλήθος οργανώσεων και φορέων, από τον ΔΣΑ και τη Διεθνή Αμνηστία μέχρι την Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής.
Δεν ξέρω αν όλο αυτό συμβαίνει επειδή τα χρόνια της μεγάλης κρίσης «καήκανε στον χυλό» και τώρα φυσάνε και το γιαούρτι ή επειδή προβλέπουν μια ακόμα χειρότερη, ελέω πανδημίας, οικονομική κρίση με ό,τι αυτό συνεπάγεται, ούτε αν απλώς έχουν βρει την εύκολη λύση της επίδειξης δύναμης πουλώντας τσαμπουκά με κάθε ευκαιρία, εκκενώνοντας καταλήψεις προσφύγων, παραβιάζοντας ξεδιάντροπα ακόμα και το οικιακό άσυλο (υπόθεση Ινδαρέ), επιτιθέμενοι απρόκλητα σε καταλήψεις, πορείες, συγκεντρώσεις και φυσικά στα Εξάρχεια, κάθε που νιώθουν να στριμώχνονται στην πολιτική αρένα προκειμένου να χαϊδεύουν αφτιά συντηρητικών ψηφοφόρων (ακόμα κι αυτοί ωστόσο μάλλον θα πάψουν να χορταίνουν μπουκώνοντας «τάξη και ασφάλεια» σαν σφίξουν τα πράγματα).
Ξέρω, όμως, ότι τα χέρια της ΕΛΑΣ δεν έχουν απλώς «λυθεί», έχουν ξαμοληθεί επικίνδυνα και πριν αλέκτωρ λαλήσει είχαμε και νέο περιστατικό απρόκλητης αστυνομικής βίας, τη χτεσινή επίθεση ενστόλων κατά συγκέντρωσης αντιφασιστών στην πλατεία Βικτωρίας.
Όλα αυτά στο όνομα των 15-20 «αγανακτισμένων» Μπογδανοκασιδιαραίων που θέλανε να διαδηλώσουν εναντίον προσφύγων και μεταναστών, σε μια αποτυχημένη απόπειρα να αναβιώσουν το κλίμα ξενοφοβικής βίας και τρομοκρατίας που ζήσαμε στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας και που κατέληξε να κάνει ρυθμιστή του πολιτεύματος την υπόδικη και ημιδιαλυμένη σήμερα συμμορία της Χρυσής Αυγής. Πάλι αναίτιοι ξυλοδαρμοί, πάλι συλλήψεις στον σωρό, ακόμα και «τοποθέτηση προϊόντων» προς ενοχοποίηση των συλληφθέντων, όπως καταγγέλλεται. Και έχει, ύστερα από όλα αυτά –και άλλα πολλά ων ουκ έστι αριθμός ανά τα χρόνια– το θράσος ο κ. υπουργός να μιλά για οργανωμένη εκστρατεία συκοφάντησης της ΕΛΑΣ και για «ανύπαρκτο» όργιο καταστολής.
Πού θα πάει όλο αυτό και πόσο ακόμα σκέφτονται να τραβήξουν το σχοινί; Μήπως να βρεθεί μια άλλη λύση; Όχι πως ένας άλλος θα είναι οπωσδήποτε καλύτερος, άλλωστε η ΕΛΑΣ έχει επανειλημμένα αποδείξει ότι λειτουργεί με δικούς της «νόμους», ας ελπίσουμε όμως ότι τουλάχιστον δεν θα βλέπει το υπουργείο σαν την πίσω αυλή του σπιτιού του.
«Δεν λέμε ότι το παιδί μας πέθανε από τα τραύματα. Δεν λέμε πως αυτά ήταν η άμεση αιτία θανάτου του. Ξέρουμε όμως ότι αυτός ο ξυλοδαρμός, που είχαν πέσει δέκα πάνω του και του έσπασαν τα πλευρά, επηρέασε πολύ την ψυχολογία του. Αυτό δεν θα το δείξει καμία ιατροδικαστική έρευνα... Ο γιος μας δεν ήταν ένας Γρηγορόπουλος, δεν διεκδικούμε κάτι τέτοιο. Αλλά αγωνιζόταν ενάντια σε ένα αστυνομικό κράτος καταστολής. Δεν θέλουμε ένα κίνημα για το παιδί μας. Ένα κίνημα για την αστυνομική βία χρειαζόμαστε» δήλωνε χτες συντετριμμένος ο πατέρας του Βασίλη και είχε βεβαίως, από τη μεριά του, απόλυτο δίκιο.
Δεν είναι άλλωστε μόνο η Ελλάδα – ένας ολόκληρος πλανήτης που αρνείται να δει το μέλλον του με τη μορφή μιας μπότας πάνω σε ένα ανθρώπινο πρόσωπο πασχίζει να αναπνεύσει και δεν έχει άλλη επιλογή παρά να τα καταφέρει.
σχόλια